Ο Λάκης ο στιχουργός κάθισε απόμερα σ’ ένα τραπεζάκι της Στάνης κι έβγαλε τα διπλωμένα χαρτιά από τη μέσα τσέπη του σακακιού του. Λίβερπουλ-Ρέιντζερς έδινε 1,4 στον άσο.
Έπαιξε Χ που έδινε 5,3 και στο δεύτερο αγώνα, Γιουνάιτεντ-Σέλτικ ξανάπαιξε Χ. Θα έπαιζε πέντε αγώνες ριψοκίνδυνα κι ίσως καβάτζαρε για όλες τις χασούρες αυτού του μήνα. Μπήκε ο Νίκος ο λογιστής. Καλησπέρισε. Κάθισε. Η συζήτηση πήγε κατευθείαν στα στοιχήματα. «Πρέπει να τον κόψουμε τον Κύπριο», είπε ο Νίκος. «Καμιά ώρα θα την κάνει, όπως ο Τζίμης και θα τρέχουμε. Άντε, να τον βρεις μετά, στο Λονδίνο ή όπου αλλού. Άλλος ένας αγνοούμενος». «Και πού να παιδευόμαστε πάλι με το ένα “μπουκάκι”* και με τ’ άλλο», είπε ο Λάκης, που πίστευε πως θα πιάσει τώρα μια «καλή». «Άσε, να πιάσω και τους πέντε αγώνες μια φορά – συνέχισε – και μετά θα δούμε. Άλλωστε, γιατί να μην πληρώσει; Έχει καλές διασυνδέσεις με μπουκ στο Λονδίνο. Δεν τον συμφέρει να χαλάσει την πιάτσα, τώρα, που έχει στρώσει η δουλειά…»
Μίλαγαν για το Νεόκοσμο, τον Κύπριο, που είχε σπουδάσει στη Μόσχα και είχε παλιότερα ένα μεγάλο πρακτορείο ταξιδίων με δουλειά εξασφαλισμένη, αλλά με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού άλλαξαν τα δεδομένα και το γραφείο έκλεισε και ο Νεόκοσμος χάθηκε για δυο χρόνια στο Λονδίνο, άνοιξε, λένε, ένα εστιατόριο, στο Σόχο και εκεί απέκτησε διασυνδέσεις και μετά γύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε στο Παγκράτι ένα καλό προποτζίδικο, αλλά είχε στήσει και μια δουλειά με κρυφά στοιχήματα σ’ ένα ιδιωτικό διαμέρισμα, γιατί από εκεί έβγαιναν τα λεφτά. Και σ’ αυτόν, τον Κύπριο έπαιζε εδώ και λίγο καιρό ο Λάκης ο στιχουργός και ο Νίκος, ο λογιστής -και δίνανε καμιά φορά τις λίστες και στους άλλους της παρέας, που εκείνοι έπαιζαν κυρίως στα άλογα- αλλά δοκίμαζαν την τύχη τους και στο παράνομο στοίχημα, ποδόσφαιρο και μπάσκετ, που είχε γεμίσει από μπουκ η Αθήνα και όλο κι έπιανε κάποιον η αστυνομία. Αλλά αυτοί φυτρώνανε πάλι και πάλι, γιατί, όπως έλεγε ο Λάκης, το στοίχημα είναι μια ανάγκη κοινωνική και το κράτος κυνηγάει το ανεπίσημο παιχνίδι, επειδή -όπως η κουτσή Μαρία- θέλει όλα τα ποσοστά δικά του…
Παλιά η παρέα μαζευόταν στο Αμόρε, την πιτσαρία στην οδό Βρυάξιδος, στην πλατεία Παγκρατίου και στη διπλανή την καφετέρια. Και τώρα όλο εκεί τριγύριζαν, αλλά μετά πήγαιναν στη Στάνη.
Το στέκι ήταν καινούριο. Τα αφεντικό και οι σερβιτόροι ήταν φίλοι. Εκτός από μερικά ζευγαράκια και καμιά μεγάλη παρέα, οι άλλοι πελάτες του μαγαζιού ήταν εργένηδες. Ο Λάκης και ο Νίκος ήταν τακτικοί. Το ίδιο και ο Γιάννης, ο δημοσιογράφος και ο Δημήτρης, ο θεατρώνης. Μια-δυο φορές το μήνα περνούσε και η Ρούλα, η δασκάλα -να της πει ο Λάκης κανένα σίγουρο για τον ιππόδρομο- κι ο Λεωνίδας, ο κρεοπώλης της κεντρικής αγοράς. Άλλοι που σύχναζαν εκεί, της παρέας κι αυτοί, ήταν ο καπτάν Χάρης, ένας εβδομηντάρης απόμαχος ναυτικός, παντρεμένος πριν πέντε χρόνια, που ξέφευγε αραιά και πού από τη γυναίκα του και ο Μήτσος, ένας πενηντάρης μελαχρινός, με χοντρό μουστάκι, χωρισμένος αυτός, από ένα χωριό του Ξυλόκαστρου, που δήλωνε αγρότης. Στα σύνορα της παρέας ήταν ο Τάκης, ο υπαστυνόμος, καλό παιδί, που ερχόταν να πιει το κρασί του μαζί τους κι όταν κουβέντιαζαν για τον τζόγο, έκανε πως δεν άκουγε.
Σάββατο βράδυ, ώρα εννιά. Μόλις είχαν γίνει γνωστά τ΄ αποτελέσματα των αγώνων στην Αγγλία. Ο Λάκης είχε παίξει παρολί πέντε αγώνες -όλους εκπλήξεις- και τους είχε πιάσει και τους πέντε. Πήρε το κομπιουτεράκι και λογάριασε.
Οκτώμισι εκατομμύρια δραχμές και κάτι ψιλά. Τόσα έπρεπε να του σκάσει ο Κύπριος.
Βγήκε και πήρε το Νίκο στο κινητό. «Έλα γρήγορα στο μπαράκι. Στην Υμηττού».
Έφτασε σε δέκα λεπτά. Κάθισαν στο μέσα τραπεζάκι, μετά από τα σκαλιά, δίπλα σε κάτι παλιά ηλεκτρονικά, σκεπασμένα από καιρό με μονωτική ταινία. Τα χέρια του Λάκη έτρεμαν. Ο άλλος κατάλαβε. «Πόσα;» ρώτησε. Ο Λάκης έβγαλε από την τσέπη το στοίχημα. «Οκτώμισι», είπε. Ο άλλος σφύριξε. Μετά: «Θα τον ψάξεις απόψε;» «Θα πάω να βρω το Μηνά. Θα μου πει αυτός». «Θα έρθω κι εγώ», είπε ο άλλος. «Οκέι».
Σηκώθηκαν, πλήρωσαν. Στη μελαχρινή άφησε ο Λάκης ένα χιλιάρικο. Βγήκαν από το Χόμπι, έτσι έλεγαν το μπαρ, και κατηφόρισαν για την πλατεία Πλαστήρα.
Βρήκαν το Μηνά στο καφενείο. Έδειξε ευχαριστημένος. «Θα πληρώσει, γιατί να μην πληρώσει;» είπε. «Πότε θα τον δεις;» «Αύριο». «Του δίνω διορία ως τη Δευτέρα το πρωί», είπε ο Λάκης.
Δευτέρα. Το απόγευμα ο Μηνάς έδωσε σημεία ζωής. «Έχει εξαφανιστεί», ήταν η πρώτη του κουβέντα. «Πες μου μόνο, πού έχει το γραφείο του», είπε ο Λάκης. «Τίποτ’ άλλο». «Δουρίδος και Αστυδάμαντος», είπε ο Μηνάς. «Στον τέταρτο όροφο. Το κουδούνι γράφει Νεόκοσμος Νεοφύτου. Αύριο βράδυ, που έχει στοιχήματα, θα είναι εκεί. Στέλνει φαξ στο Λονδίνο».
Τρίτη. Έντεκα το βράδυ. Ανάμεσα στις σκιές, που έριχναν οι μουριές στην πλατεία Μεσολογγίου, και άλλες δύο. Αστυδάμαντος 17, στον τέταρτο όροφο, τα ρολά ήταν κατεβασμένα. Η καφετέρια της πλατείας κλειστή. Ο περιπτεράς έσβηνε τα φώτα. «Θα περιμένουμε άλλη μια ώρα», ψιθύρισε ο Λάκης.
Δώδεκα παρά. Η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε από μέσα. Κάποιος βγήκε και κοίταξε. Μετά πήρε τη Δουρίδος προς τα κάτω.
Τον πρόλαβαν στο ψιλικατζίδικο, στη γωνία με την Πρατίνου. Έκοψε.
«Πώς έτσι νυχτερινός;» «Δουλειά». «Πότε να υπολογίζω;» έκανε ο Λάκης. «Αύριο το μεσημέρι». «Όχι. Τώρα». «Πού να τα βρω τώρα τόσα λεφτά;»
Έφτασαν στην Ευτυχίδου. Έστριψαν. Ανηφόρισαν ως το σιντριβάνι της πλατείας. «Πού έχεις παρκάρει;» τον ρώτησαν. «Εδώ, αριστερά πιο πάνω», έκανε ο Κύπριος. Δύο τύποι τους είχαν πάρει από πίσω. Τους είδε. «Φιλαράκια», είπε ο Λάκης. «Ο ένας βγήκε από τον Κορυδαλλό προχτές. Μου τους σύστησε ένας φίλος. Προχώρα. Δεξιά».
Πήραν το πάνω πεζοδρόμιο της Υμηττού. Τα μπαρ και οι καφετέριες ήταν ανοιχτές ακόμα. Προσπέρασαν το Χόμπι. Ύστερα τη Χρεμωνίδου. Μια τράπεζα. Άλλη μία. Έφτασαν στην Εκφαντίδου.
«Αύριο. Εξάπαντος. Το μεσημέρι». «Τώρα. Ό,τι έχεις σε μετρητά και τα άλλα επιταγή».
Λίγα μέτρα πιο κει, ένα θεοσκότεινο στενό. Στη γωνία, ένα βιντεάδικο. Σταμάτησαν στη βιτρίνα.
ΠΑΝΩ ΑΠΟ 20.000 ΤΑΙΝΙΕΣ. ΟΛΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ. ΟΧΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ.
«Μεγάλες Προσδοκίες». «Βάσιμες Υποψίες». «Παγιδευμένοι στο Βυθό…»
Κοίταξαν ψηλά, την ταμπέλα. ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΥ.
Προσπέρασαν. Ο Κύπριος έμεινε πίσω. Σε καλά χέρια.
…«Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού».
«Στρίψε», του είπαν οι καινούριοι. Δεν έστριψε. Έφαγε την πρώτη. Στο στομάχι. Ένας νεαρός, με μια πίτσα τυλιγμένη σε πακέτο, μπήκε στο στενό και αμέσως μετά στην πρώτη πολυκατοικία.
Έστριψαν κι αυτοί. Προχώρησαν. Πέρασαν μπροστά από ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα. Το παράθυρο ήταν φωτισμένο. Οι κουρτίνες τραβηγμένες. Αμέσως μετά, ένα παλιό διώροφο. Άλλο ένα, ερειπωμένο. Στους τοίχους συνθήματα. Ίσα-ίσα που φαίνονταν. Nightstalker. Raw.
Ένα κλειστό, υπαίθριο γκαράζ. Οι πίσω πλευρές πολυκατοικιών.
Από το βάθος κάποιος κοίταξε από το φωτισμένο τζάμι ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου και μετά έκλεισε τα παντζούρια. Στη μέση του στενού, ένα παλιό, κόκκινο Πεζό.
Στο πίσω τζάμι, ένα χαρτί κολλημένο: ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ. ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ. ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΟ.
Προχώρησαν. Λίγα μέτρα. Αδιέξοδο.
Έκανε να φύγει. «Αύριο…» Τον χτύπησαν. Ο ένας. Μετά ο άλλος. Με τα χέρια. Μετά με τα πόδια. Κάποιος βγήκε από την πολυκατοικία Αναξιμάνδρου 1 κι έστριψε στην Υμηττού.
Τον ξαναχτύπησαν.
Δεν κουνιόταν. Τον έψαξαν. Βρήκαν τρία εκατομμύρια. «Τα υπόλοιπα αύριο», ψιθύρισε ο Λάκης, που είχε μπει κι αυτός στο στενό και είχε πλησιάσει.
Τον άφησαν πίσω από το Πεζό και γύρισαν προς την Υμηττού.
Δύο δεσμίδες ο Λάκης. Μία δεσμίδα αυτοί.
Σκόρπισαν.
* Yποκοριστικό του μπουκ = πράκτορας στοιχημάτων.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης