Το βιβλίο του Mark C. da Costa έφτασε στα χέρια μου από μια πολύ καλή φίλη. Αυτή η φίλη ξέρει καλά πόσο μ’αρέσουν δύο πράγματα: τα καλά βιβλία και οι αληθινές ιστορίες που βγαίνουν από την ψυχή. Το “Λύω, Σιωπή” συγκεντρώνει αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και πολλά άλλα. Εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο, πολύ πριν βγει στην επιφάνεια το θέμα-για-το-οποίο-κανείς-δεν-μιλάει. Την κακοποίηση. Και πώς αυτό το φαινόμενο μπορεί να επηρεάσει άτομα, ζωές, οικογένειες, κοινωνίες ολόκληρες. Σε όλα τα διηγήματα του Mark είδα αυτό ακριβώς: άνθρωποι αληθινοί που προσπαθούν να επαναδιαμορφώσουν το είναι τους μετά από τραυματικές εμπειρίες. Η σκληρή πραγματικότητα εναλλάσσεται με την ιδιαίτερη αισθητική και καλλιτεχνική ματιά που διαθέτει ο Mark για να μπορέσει να βρει το καλό μέσα σε έναν κόσμο αρκετά σκοτεινό – για άλλους λιγότερο, για άλλους περισσότερο.
Συγκινήθηκα, έκλαψα και γέλασα, μα πάνω απ’όλα αισθάνθηκα περήφανη που στη γενιά μας έχουμε καλές πένες, με συγγραφικό μέλλον που διακρίνεται από χιλιόμετρα. Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, όπως αξίζει να διαβαστεί και η παρακάτω συζήτηση με τον Mark C. Da Costa.
To “Λύω, Σιωπή!” είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εκδίδεις, αν και έχεις βραβευτεί αρκετές φορές. Πώς το αποφάσισες; Φοβήθηκες να προχωρήσεις στην έκδοση κάτι ολότελα δικού σου;
Από μικρός έβρισκα τον εαυτό μου ως κάτι πολύ λίγο σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου, εκτός απ’ όταν έπιανα χαρτί και στυλό -μαύρου χρώματος κατά προτίμηση. Τότε ήταν που πραγματικά μπορούσα να αισθανθώ πλήρης και αρκετός. Να ελευθερωθώ και να εκφραστώ. Να ζήσω αμέτρητες ζωές και να μπω σε ρόλους και ψυχοσυνθέσεις άλλων, σμιλεμένες αποκλειστικά από το δικό μου φανταστικό πηλό.
Και κάπως έτσι ήρθαν οι πρώτες συμμετοχές και οι βραβεύσεις που επιβεβαίωσαν πως, πέρα από το γεγονός ότι η συγγραφή με γεμίζει προσωπικά, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, άρεσε και άγγιζε και τις ψυχές άλλων, δίνοντας μεγαλύτερη αξία στο πάθος μου. Ενώ ήταν πολύς ο κόσμος μου που ανά τα χρόνια με παρότρυνε στο να προχωρήσω στην έκδοση ενός δικού μου έργου, πήρε άλλα τόσα χρόνια για να οπλιστώ με το απαραίτητο κουράγιο για να γράψω και έπειτα να καταθέσω προς κριτική αξιολόγηση ένα δικό μου ολότελα έργο. Φυσικά και φοβήθηκα και δείλιασα παραπάνω από τις φορές που μπορώ αυτή τη στιγμή να μετρήσω μέχρι που να αποστείλω τελικά το έργο μου προς έκδοση. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της εκδοτικής διαδικασίας, πολλές ήταν οι φορές που σκέφτηκα, αν και κατά πόσο σωστή ήταν τελικά η επιλογή μου αυτή.
Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο περιγράφει σκληρές ιστορίες, έχουν όλες ένα μήνυμα ελπιδοφόρο. Σαν το “Happy End” των παραμυθιών που αναλύεις και στο τέλος του βιβλίου. Πραγματικά διακρίνεσαι για αυτή τη θετικότητα; Να βρίσκεις το καλό μέσα σε κάτι ζοφερό;
Χεχε, δεν ξέρω αν διακρίνομαι για αυτή μου την αρετή. Της ικανότητάς μου δηλαδή εν μέσω μιας δύσκολης κατάστασης να μπορώ να δω τη θετική όψη των πραγμάτων. Νομίζω πως η αρχική μου εντύπωση είναι ότι γίνομαι λίγο καταστροφολόγος και κάπως έτσι προετοιμάζω τον εαυτό μου ώστε να αντέξω την όποια ακραία εκδοχή μιας κατάστασης, και μετέπειτα να ικανοποιούμαι όταν έρχεται κάτι λιγότερο κακό. Το να ισχυριστώ πως με γνωρίζω σε όλα τα μήκη και πλάτη μου θα ήταν πολύ μεγάλη δήλωση την οποία μακάρι να μπορούσα να κάνω, αλλά δυστυχώς είμαι ακόμα εγκλωβισμένος στο αέναο αυτό ταξίδι της ανακάλυψης εαυτού, το οποίο και χαίρομαι πάρα πολύ.
Σίγουρα, αυτό που πάντα προσπαθώ να έχω στο μυαλό μου όσο πιο ενεργά γίνεται κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, είναι πως για να εκτιμήσω τις καλές ημέρες και το φως, πρώτα πρέπει να νιώσω την απουσία τους. Και τις στιγμές εκείνες που οι άνθρωποι γύρω μας ζούνε την απουσία της χαράς, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι μικρές ακτίνες φωτός, μικρά κρυφά χαμόγελα, σε έναν κόσμο που ορίζεται από το σκοτάδι.
Όλες αυτές τις ιστορίες τις έχεις ζήσει ή ακούσει;
Όλες οι ιστορίες των διηγημάτων είναι αληθινές και προέρχονται από βιωματικό ίζημα, με την έννοια πως είτε είναι περιστατικά που ο ίδιος έχω ζήσει και ήθελα να καταγράψω και να μοιραστώ, είτε είναι ιστορίες άλλων που μου έχουν εκμυστηρευτεί. Ενώ για χρόνια φανταζόμουν τον εαυτό μου στον κόσμο της μυθοπλασίας, ήθελα το επίσημο ξεκίνημά μου να είναι με τις ιστορίες που περιγράφονται στο “Λύω, σιωπή!” που είναι αμιγώς ρεαλιστικές και αυτό διότι ήθελα πρώτα να αποφορτιστώ συγγραφικά για τα διηγήματα αυτά που με βάραιναν και με πίεζαν να ακουστούν και να γραφτούν, κι έπειτα να συνεχίσω πλέον ελεύθερος επιλέγοντας τα επόμενα έργα μου.
Εσύ έλυσες τη σιωπή σου περιγράφοντας και ένα κακοποιητικό βίωμα που μέχρι σήμερα επηρεάζει τη ζωή σου. Ένιωσες καλύτερα; Σε βοήθησε το λύσιμο της σιωπής να πας ένα βήμα παραπέρα, να προχωρήσεις μπροστά;
Μία από τις ασκήσεις στα χρόνια της ψυχοθεραπείας υπήρξε η καταγραφή των βιωμάτων μου για θεραπευτικούς λόγους και το συγκεκριμένο διήγημα δεν αποτελεί παρά μόνο την κορυφή ενός παγόβουνου μιας ιστορίας που έχει συντελέσει καταλυτικά στη διαμόρφωση του είναι μου. Μέχρι πριν την έκδοσή της. Παρόλο που οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι και η οικογένειά μου γνωρίζει την ιστορία, θέλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποδείξω κυρίως στον ίδιο μου τον εαυτό ότι έχω καταφέρει κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να ξεκινήσω εγώ να διαμορφώνω τον εαυτό μου και τον κόσμο μου όχι όπως μου ορίστηκε, αλλά όπως επιλέγω εγώ να είναι.
Το λύσιμο της σιωπής αυτής με βοήθησε να ωριμάσω και να μοιραστώ πράγματα που για εμένα λειτουργούν σαν αναλγητικά ψυχής. Και αυτό είναι μόνο η αρχή.
Το σημαντικότερο όλων βέβαια είναι πως ο σκοπός αυτός, όχι απλά επιτεύχθηκε, αλλά κατάφερε να ξεπεραστεί κατά πολύ, καθώς μια -αρχικά- εγωιστική μου ανάγκη, κατέληξε να γίνεται κινητήριος δύναμη για πολλούς ανθρώπους να μοιραστούν μαζί μου τα δικά τους βιώματα, μέχρι που βρήκαν και το θάρρος να μιλήσουν γι’ αυτά και σε άλλους, ανοίγοντας έτσι το μονοπάτι για την ίαση. Μέσα στο λύσιμο της σιωπής, μέσα στο μοίρασμα των όσων μας βαραίνουν, επέρχεται μια μαγική, λυτρωτική διαδικασία αποφόρτισης και ενδυνάμωσης. Είναι εκεί που ανακαλύπτουμε πως το τόσο βαθύ και προσωπικό, γίνεται εν τέλει καθολικό.
Έχεις κατηγορήσει ποτέ τον εαυτό σου για όσα συνέβησαν;
Φυσικά… Για πολλά χρόνια όπως είναι και σύνηθες να γίνεται απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, το ίδιο έκανα και εγώ συστηματικά, και μάλιστα, το κακό στην δική μου περίπτωσή μου δεν ήταν μόνο το γεγονός πως το έκανα εγώ αυτό στον εαυτό μου, αλλά πως μου δηλωνόταν κάτι τέτοιο, σχεδόν κάθε φορά. Δηλωνόταν ρητά από τους ίδιους, ώστε να μετατοπιστεί το μερίδιο της ευθύνης από τους δικούς τους ώμους και να έχουν τη συνείδησή τους καθαρή.
Για εμένα αυτό έγινε νόρμα και τρόπος ζωής και ακόμα και σήμερα είμαι ενοχικός σε πολλές από τις εκφάνσεις του βίου μου κάτι που ενίοτε μπορεί να με κάνει και δυσλειτουργικό και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά σημεία που δουλεύω και σε μένα. Σήμερα μπορώ πολύ καλά να αναλογιστώ το ζύγι και προς τα πού αυτό γέρνει και αυτό είναι μια κατάκτηση για την οποία πάλεψα εδώ και χρόνια και που πλέον μπορώ να προσμετρήσω ανάμεσα σε άλλες που γνωρίζω πως μελλοντικά θα έρθουν.
Ήταν τυχαίο ότι το βιβλίο συνέπεσε με την αποκάλυψη πολλών αντίστοιχων κακοποιητικών συμβάντων στη δημόσια σφαίρα; Τι θα συμβούλευες κάποιον που έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο;
Δεν ξέρω αν το βιβλίο λειτούργησε προφητικά καθώς κυκλοφόρησε ένα χρόνο περίπου πριν ξεκινήσουν οι αποκαλύψεις τέτοια φύσεως, ή αν απλά κάποιοι γενναίοι άνθρωποι που έχουν μεγαλύτερο βήμα, ενίοτε αποφασίζουν να σηκώσουν το καπάκι σε μια χύτρα ταχύτητας όπως η κοινωνίας μας που είναι έτοιμη να εκραγεί, ειδικά σε καιρούς τέτοιας πίεσης σαν αυτούς που ζούμε τώρα.
Μάλλον το δεύτερο είναι πιθανότερο να συμβαίνει και αυτό με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο. Τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας στη χώρα μας δίνουν και παίρνουν δίχως άλλο, με ελλιπή νομοθετικό πλαίσιο, με συγκεκαλυμμένα εγκλήματα και στραβά μάτια παντού, που όλοι τυχαίνει να γνωρίζουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά αισθανόμαστε πως δε μπορούμε να νικήσουμε, μιας και η αδικία που διαθέτει όπλα είναι η πιο φοβερή όλων. Και κάπου εκεί είναι που κάνουμε το λάθος. Ταυτόχρονα όμως, κάπου εδώ που θα έπρεπε με τις αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, να ξεκινήσουμε να θορυβούμαστε και να δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι περισσότερο θόρυβο για να αλλάξουν τα πράγματα και να δημιουργήσουμε ένα κλίμα απόλυτης και ορθής εκπαίδευσης, ασφάλειας και κατανόησης, ώστε να δίνεται το βήμα συνεχώς σε όσους είναι σε θέση να καταδείξουν τα κακώς κείμενα και μέσα από τη σαθρότητα να οδηγηθούμε σε νέα μονοπάτια.
Δεν ξέρω αν είμαι ο καταλληλότερος άνθρωπος για να συμβουλεύσει κάποιον σχετικά με το τι να κάνει, μιας και για να μπορώ να βρίσκομαι σε αυτή τη θέση έχοντας μια τόσο προσωπική ιστορία δημοσιοποιημένη, μου πήρε και 15 χρόνια, χαχα. Αυτό που σίγουρα που πλέον σίγουρα γνωρίζω είναι πως το να λύνουμε τις σιωπές μας, βοηθάει. Το να μιλάμε στην οικογένειά μας, στους φίλους μας, σε συγγενείς μας, στο δάσκαλό μας στο σχολείο, σε καταρτισμένους ψυχολόγους, σε κοινωνικές δομές πρόνοιας, σε γραμμές υποστήριξης, είναι καταλυτικής σημασίας. Το να εκφράζουμε τα μύχια κομμάτια μας, αυτά που κουβαλούν πόνο και ενοχή και τύψεις, γίνονται λίγο λιγότερο κάθε φορά που τα επικοινωνούμε.
Ο τίτλος του βιβλίου έχει σχέση και με το σκυλάκι σου, αφού το φώναζες “Λύω”. Θα έπαιρνες άλλο; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα αντικαθιστούσες τον Λύω στη συνείδησή σου.
Ευτυχώς για εμένα και συγγνώμη για το spoiler, αλλά ο Λύω εν αντιθέσει με το βιβλίο, είναι ακόμα ζωντανός, όσο σαδιστή κι αν με έχουν αποκαλέσει που τον «σκότωσα» στο τελευταίο και ομότιτλο διήγημα του βιβλίου. Ο θάνατος εκείνος ήταν συνυποδηλωτικός και σήμαινε το τέλος της παιδικότητας. Του απογαλακτισμού από όσες σταθερές παίρνουμε ως δεδομένες στη ζωή μας ή το χαμό όλων εκείνων που κρατάμε σφιχτά σα πατερίτσες και που μας βοηθούν να περπατάμε, ενώ εμείς πιστεύουμε πως το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να μπουσουλίσουμε.
Βρισκόμουν σε αναρρωτική εξαιτίας ενός προβλήματος που είχα με το χέρι μου για δύο εβδομάδες και επέστρεψα στο πατρικό μου στα Γιάννενα, όπου έχω αφήσει και τον Λύω, μιας και δε νομίζω πως θα του άρεσε η Αθήνα και τόσο πολύ. Τον παρατηρούσα λοιπόν στα 13 του χρόνια πλέον, ενώ προσπαθούσε να ανέβει στο κρεβάτι μου για να κοιμηθούμε μαζί όπως συνηθίζαμε να κάνουμε και όντας υπερήλικας πλέον, αδυνατούσε να τα καταφέρει. Και εγώ με το χέρι μου σε πλήρη παράλυση, αδυνατούσα να τον ανεβάσω όσο κι αν προσπαθούσα, εξαιτίας του πόνου. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζαμε ξανά και ξανά, μέχρι που τελικά τα καταφέραμε. Και αυτό για εμένα είναι μια από τις ομορφότερες υπενθυμίσεις του δεσίματος που έχουμε, παρόλο που πλέον μπορεί να μη μεγαλώνουμε μαζί. Αυτή η αγνή και ατόφια αγάπη που θαρρείς ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο όλο.
Ο Λύω για εμένα, πάντα θα είναι μοναδικός στη ζωή μου. Είναι ένα από τα πλάσματα που μου ξαναέδωσε ζωή και με κράτησε ζωντανό ακόμα κι όταν εγώ δεν ήθελα να είμαι ζωντανός. Ένα σύμβολο αγάπης και στήριξης που δε θα αλλοιωθεί ποτέ από μέσα μου. Σίγουρα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως κάποια στιγμή θα ξαναπάρω σκυλί και θα είμαι έτοιμος να ζήσω το ταξίδι αυτό σε μια άλλη πιο ώριμη φάση της ζωής μου πλέον, και εξάλλου, “Η αγάπη είναι για να πολλαπλασιάζεται”.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Έχω ήδη ξεκινήσει το επόμενο λογοτεχνικό εγχείρημα που θα φέρει τον τίτλο “Προσωπικόν Ημοιρολόγιον” και θα είναι ένα πιο συνεκτικό έργο με έναν κεντρικό πρωταγωνιστή και κάποιες διεισδυτικές βουτιές σε ορόσημα της ζωής του. Το ενδιαφέρον και πειραματικό που θέλω να τελειοποιήσω και να χρησιμοποιήσω σαν τεχνοτροπία αυτή τη φορά, είναι να φέρω δύο βαθμούς εστίασης σε ένα έργο, με τη ματιά του ίδιου του πρωταγωνιστή στο πρώτο μέρος και τη ματιά του παντογνώστη αφηγητή που θα περιγράφει την ιστορία ολοκληρωμένα στο δεύτερο.
-
Ο Mark Christopher da Costa γεννήθηκε στις 26/06/1993, ημέρα Σάββατο, ώρα 20:30 στην Αθήνα και σύμφωνα με τους αστρολογικούς κανόνες, του έλαχε να είναι Καρκίνος με Ωροσκόπο Αιγόκερω. Η ειμαρμένη τον προίκισε επίσης να είναι γόνος Ιρλανδοπορτογάλου πατέρα και Ελληνοαυστραλής μητέρας. Στην αναζήτηση των ριζών του η αγάπη του για την ελληνική του καταβολή οδήγησε τα ακαδημαϊκά του βήματα στη Φιλοσοφική και το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) στο Ηλεκτρονικό Επιχειρείν & το Brand, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε την αγάπη του για Την Τέχνη με σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Υποτασσόμενος από νωρίς στην καλλιτεχνική του φύση, σε ηλικία μόλις 12 ετών βραβεύτηκε με το 1ο βραβείο σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό (Lions Club International) και έκτοτε οι επόμενες βραβεύσεις (3η θέση σε διαγωνισμό Πρωτόλειου Διηγήματος ‑ Κληροδότημα Αικατερίνης Λασκαρίδη [2012], Βράβευση και έκδοση Διηγήματος σε Λογοτεχνικό Διαγωνισμό των εκδόσεων iWrite [2017], 3η θέση στο ΦantastiCon του Hellenic American College (HAEC) στην κατηγορία του Horror [2018], Βράβευση και έκδοση στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Γράφημα, διάκριση και βράβευση στο Bonsai Stories [2018]) του έδωσαν την απαιτούμενη ώθηση για την πραγματοποίηση του ονείρου του, που δεν ήταν άλλη από το να δει ένα ολόδικό του έργο να εκδίδεται.
Στην καθημερινότητά του ως νέος, ως «θύμα» και «θύτης» των καιρών, μοιράζεται τις σκέψεις του και την εικαστική του ανησυχία με φωτογραφίες και λέξεις μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram που μετρά σήμερα περισσότερους από 14.000 ακολούθους ανά τον κόσμο.
www.instagram.com/mark.da.costa
-
Το βιβλίο του Mark C. da Costa “Λύω, Σιωπή” κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή και μπορείτε να το προμηθευτείτε εδώ