Το υγρό ταξίδι του μαγιό
Η ιστορία του μαγιό ουσιαστικά ξεκινάει από όταν οι άνθρωποι ζηλέψανε τα ψάρια και βουτήξανε στις θάλασσες για να τις κολυμπήσουν. Μπορεί να ξεκινήσανε τις βουτιές γυμνοί, αλλά πολύ γρήγορα ξεκίνησαν να ντύνουν τις υδρόβιες εμφανίσεις τους. Από τότε, το μαγιό χάραξε τη δική του πορεία μέσα στον χρόνο.
Ήδη από την αρχαιότητα εμφανίζονται μικροσκοπικά ενδύματα, τα οποία έμοιαζαν με τα σημερινά μπικίνι. Στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη υπήρχαν λουτρά, στα οποία οι γυναίκες φορούσαν τέτοιου τύπου ρούχα δύο τεμαχίων. Ρωμαϊκές τοιχογραφίες απεικονίζουν γυναίκες να παίζουν αθλήματα, φορώντας ενδύματα που καλύπτουν το στήθος και τους γοφούς.
Αιώνες αργότερα και καθώς μπαίνουμε στον 19ο αιώνα, κατασκευάζονται ειδικές τουαλέτες θαλάσσης για να μπορούν οι γυναίκες να απολαμβάνουν στη θάλασσα, χωρίς να αποκαλύπτουν πολλά σημεία του σώματός τους. Τα φορέματα αυτά ήταν τόσο βαριά και ογκώδη, συν το βάρος που αποκτούσαν όταν βρέχονταν, που «υποχρέωναν» τις γυναίκες να πλατσουρίζουν μόνο στα ρηχά.
Το 1870, το μαγιό εξακολουθεί να καλύπτει όλο το σώμα, οι υπερβολικοί όγκοι μειώνονται και πλέον μοιάζει περισσότερο με ρούχο περιπάτου και όχι με τουαλέτα. Μάλιστα, υπήρχαν αυστηροί κανόνες σχετικά με το μήκος του και εμφανίζεται το φαινόμενο να μετράνε στις παραλίες με τις μεζούρες τα φουστάνια-μαγιό για να διασφαλίσουν το σωστό και πρέπον μήκος του.
Το 1907, η Αυστραλή αθλήτρια, χορεύτρια του «βαριετέ» και συγγραφέας, Annette Kellerman, έβαλε το δικό της λιθαράκι στην εξέλιξη του μαγιό αλλά και της απελευθέρωσης του γυναικείου σώματος. Υπήρξε μία από τις πρώτες γυναίκες παγκοσμίως που τόλμησαν να εμφανιστούν δημόσια σε παραλία φορώντας κολλητό μαγιό ενός τεμαχίου, αμφισβητώντας με την κίνησή της τα μέχρι τότε δύσχρηστα και περιοριστικά φορέματα θαλάσσης.
Οι αρχές την συνέλαβαν για «προσβολή της δημοσίας αιδούς». Η Kellerman, που ήταν επαγγελματίας κολυμβήτρια, ισχυρίστηκε στο δικαστήριο ότι ο στόχος της δεν ήταν να σκανδαλίσει, αλλά επέλεξε ένα μαγιό που θα την διευκόλυνε στην προπόνησή της. Έτσι, ο δικαστής την αθώωσε, με την προϋπόθεση κάτω από το μαγιό της να φοράει ένα μαύρο κολλάν, προκειμένου να μην εκθέτει τα πόδια της σε δημόσια θέα! Η Kellerman αργότερα ίδρυσε δικό της οίκο μόδας με γυναικεία ολόσωμα μαγιό. Χωρίς κολλάν από κάτω, εννοείται!
1920-1930
Οι απαρχές της αλλαγής
Μπαίνοντας στον 20ο αιώνα, πλέον, τα μαγιό αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο στα σημερινά ολόσωμα μαγιό. Είχαν είτε κοντό μανικάκι είτε φαρδιές ή λεπτές τιράντες και τελείω-
ναν λίγο πιο κάτω από τους γοφούς. Επιτέλους, γίνονται πιο λειτουργικά και ενσωματώνουν και διακοσμητικά στοιχεία. Η «αστυνομία της παραλίας»
εξακολουθεί να ελέγχει τα μήκη των μαγιό, με άνδρες και γυναίκες «ελεγκτές μαγιό» που ξεχύνονται στις παραλίες με τις μεζούρες ανά χείρας.
Στη δεκαετία του 1930, τα γυμνά χέρια και πόδια γίνονται σιγά-σιγά κανόνας. Αρχίζουν τα μαγιό να παίρνουνε μορφή ακόμη πιο κοντά στη σημερινή. Τα κοψίματα στους γοφούς ανεβαίνουν, τα μανίκια εξαφανίζονται και οι πλευρές του μαγιό κόβονται γιατί σφίγγουν. Ο δρόμος για τα μπικίνι έχει αρχίσει να ανοίγει!
1940-1950
Η αρχή του μπικίνι
Εδώ τα μαγιό γίνονται αρκετά πιο αποκαλυπτικά. Μοιάζουν με όμορφους κορσέδες που αναδεικνύουν τις γυναικείες καμπύλες και κολακεύουν τη μέση.
Και εγένετο μπικίνι!
Ο Γαλλοελβετός Λουί Ρεάρ, στις καλοκαιρινές του εξορμήσεις στο κοσμοπολίτικο Σεν Τροπέ της Γαλλικής Ριβιέρας, παρατηρούσε συχνά τις γυναίκες να προσπαθούν να απαλλαγούν από τα ολόσωμα μαγιό τους για να πετύχουν καλύτερο μαύρισμα. Έτσι, του ήρθε η ιδέα για ένα μαγιό που θα κάλυπτε μόνο τα επίμαχα σημεία του γυναικείου σώματος. Έτσι, το 1946, σε μία υπαίθρια επίδειξη μόδας, παρουσιάζει
το μαγιό μπικίνι, επιστρατεύοντας τελικά την 19χρονη στριπτιζέζ Μισελίν Μπερναντινί, αφού αντιμετώπισε φοβερές δυσκολίες στην ανεύρεση μοντέλου που θα δεχόταν να παρουσιαστεί στην επίδειξη φορώντας το αποκαλυπτικό μπικίνι του.
1960-1980
Μπικίνι παντού!
1960
Κυκλοφορεί το τραγούδι του Bryan Hyland, «Itsy Bitsy Teenie Weenie Yellow Polka Dot Bikini», το οποίο σηματοδοτεί την ανατροπή της μόδας στα μαγιό. Γυναίκες και άντρες απελευθερώνονται, πετάνε τα παλιά μαγιό και μαζί και τα ταμπού και απολαμβάνουν τον ήλιο και τη θάλασσα με τα μικροσκοπικά μαγιό τους.
Το 1964, μάλιστα, ο Αυστριακός σχεδιαστής Ruddi Gernreich, λανσάρει το άκρως προχωρημένο «μονοκίνι» του, το οποίο αφήνει πλήρως ακάλυπτο το γυναικείο στήθος.
1970
Σε αυτήν τη δεκαετία δεν υπάρχει κάποια φοβερή στυλιστική επανάσταση όσον αφορά τα μαγιό. Το μπικίνι έχει βρει τη θέση του σε απόλυτο βαθμό και μεσουρανεί στις παραλίες σχεδόν όλου του κόσμου.
Στη Βραζιλία όμως, στα μέσα της δεκαετίας αυτής, οι πρώτες τολμηρές εμφανίζονται στις παραλίες φορώντας τα ελάχιστα δυνατά κι έτσι εμφανίζεται το μαγιό στρινγκ. Αρχικά περιορίστηκε στην εξωτική Κόπα Καμπάνα του Ρίο, μέχρι που ξεκίνησε δειλά-δειλά να μεταναστεύει και σε άλλα μέρη του κόσμου.
1980
Σε αυτήν τη δεκαετία το μπικίνι γίνεται πολύ ψηλό στους γοφούς. Την ίδια γραμμή ακολουθούν και τα ολόσωμα μαγιό, τα οποία αποκτούν εκκεντρικά σχέδια και μοτίβα. Προς το τέλος της δεκαετίας, τα μαγιό αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο αθλητικά με το κόψιμο όμως να παραμένει ψηλά. Στα τέλη του ’80, επίσης, τα ολόσωμα μαγιό, που είναι και αυτά μικροσκοπικά και ταυτόχρονα αθλητικά, είναι στο απόγειό τους μέσω του δρόμου που άνοιξε η σειρά Baywatch, η οποία ξεκίνησε να προβάλλεται το 1989.
2000-σήμερα
Oι δεκαετίες της επανάληψης
2000
Το άνοιγμα της νέας χιλιετίας βρίσκει και πάλι τους απανταχού λουόμενους με μπικίνι. Κάνουν την εμφάνισή τους τα Brazilian και όλα τα μαγιό αφαιρούν όλο και περισσότερο ύφασμα από πάνω τους. Είναι η εποχή που στην αγορά μπορείς πια να βρεις μαγιό για όλα τα γούστα: ποικιλία σε χρώματα, κοψίματα, σχέδια και όλους τους δυνατούς συνδυασμούς αυτών.
2010-σήμερα
Από το 2010 και μετά αρχίζει η ανακύκλωση της μόδας του μαγιό, αφού κάθε χρονιά επιστρέφουν στη μόδα κοψίματα και σχέδια προηγούμενων δεκαετιών. Άλλοτε ψηλοκάβαλα, άλλοτε χαμηλοκάβαλα, μονόχρωμα, με περίτεχνα σχέδια, απλά τριγωνάκια, παλ χρώματα, φλούο χρώματα, με τιράντες ή χωρίς. Το πολύ ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι τα τελευταία χρόνια το μαγιό έχει ξανά αποκτήσει τη διάσταση ρούχου. Υπάρχουν μαγιό με τόσο πολύ ύφασμα, τόσο περίτεχνα κοψίματα και τόσα μπιχλιμπίδια πάνω τους, που φοριούνται καλύτερα ως ρούχα, αφού ως μαγιό είναι αρκετά δύσχρηστα.
Το μαγιό πάει Αθήνα
Το περιοδικό Εστία, σε τεύχος του 1903, περιγράφει τους στυλιστικούς κανόνες για τα φορέματα κολύμβησης της εποχής και τα αξεσουάρ που πρέπει να τα συνοδεύουν:
«Είναι απλή, απλουστάτη, η μόδα [του λουτρού ενδύσεως] κυρίως, δε, βασίζεται εις τον συνδυασμόν των χρωμάτων. Τα ναυτικά χρώματα μπλε-μαρέν, το ανοικτό γαλανό, το μαύρο, το υπόλευκον και το ερυθρόν είνε τα συνήθη χρώματα του χιτώνος, όστις, ελαφρός, ημιδιαφανής, πορώδης, περιβάλλει το σώμα με ελεύθερον ντελκολτάζ, με κεντήματα δαντελλόπλεκτα περί τον λαιμόν και τα άκρα και μονογράμματα ή άγκυραν επί του στήθους».
«Επικρατέστερα χρώματα θα είνε αι διάφοροι παραλλαγαί του κυανού και λευκού, το δε ερυθρόν ως δευτερεύον. Τα πέδιλλα από πλεκτόν καραβόπανον θα φέρουν και αυτά άγκυραν κεντημένην εις το έμπροσθεν μέρος. Ως προς τας άλλας λεπτομερείας επαφίεται πλήρης ελευθερία εις τας λουομένας —
ως προς την μπλούζαν την οποίαν θα φέρουν προσωρινώς άμα τη εκ της θαλάσσης εξόδω, το καπέλλο δια την προφύλαξιν από του ηλίου κ.τ.λ. Αυτά άλλως κανονίζονται εκ παραλλήλου με τας λεπτομερείας του χιτώνος του λουτρού και μία φιλόκαλος δεν έχει ανάγκην ιδιαιτέρων υποδείξεων».
Ο συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης σχολιάζει, το 1936, τα όσα βλέπει να συμβαίνουν στα παραθαλάσσια μέρη πέριξ των Αθηνών.
Κατά τις επισκέψεις του στον Άγιο Κοσμά, αναφέρει: «Εδώ θρυλλείται, αν τυχόν αι φήμαι είναι σωσταί, / Πάρα πολλοί λουόμενοι είναι και… γυμνισταί, / Ενδυμασίας λουτρικής πως δεν υπάρχει χρεία, / Κι’ άλλοι φορούν κάτι μαγιό καταφανώς ξετσίπωτα; / Που και το φύλλον της συκής, εμπρός των θα ωχρία… / Και είναι κι άλλοι μερικοί που δεν φοράνε τίποτα […]».
Το κλίμα της εποχής καταφέρνει να το περάσει και μέσα από τις επισκέψεις του στη Γλυφάδα:
«Ας πάψουν οι μεμψίμοιροι κι ας λείψουνε οι ψόγοι / τύφλα να έχουν φίλοι μου οι κοινωνιολόγοι! / Εδώ, εις την ισότητα, κανένας δεν γλυτώνει / Μαγιό φορά κι ο κουλουρτζής, μαγιό κι’ ο κτηματίας / Αρκεί λοιπόν ένα μαγιό για να ισοπεδώνη / κάθε τυχόν διαφορά φτώχειας-πλουτοκρατίας». Ο αείμνηστος ευθυμογράφος έγραφε, κατά κάποιον τρόπο και με αφορμή τα μαγιό, τον επίλογο της αντιπαράθεσης των παραδοσιακών ενδυμασιών με τα φράγκικα: Και θριαμβεύει το μαγιό. Κυκλοφορεί παντού / Πότε μιλάει βλάχικα, πότε μιλάει φράγκικα / Ακούς μαγιό να λέει: μερσί και χαου ντου γιου ντου… / Όπως υπάρχει και μαγιό που τα μιλάει μάγκικα […]»!