Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Λεωφ. Αμαλίας & Βασ. Όλγας:
Μια (πολιτική) δολοφονία της Κατοχής
Στη λεωφόρο Αμαλίας, που «ακουμπά» στην Πύλη του Αδριανού και στον Εθνικό Κήπο, διαπράχθηκε το 1944 ένα εμβληματικό έγκλημα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Συμπωματικά, ελάχιστα μέτρα μακρύτερα από το σημείο της δολοφονίας, η Ελλάς στεφανώνει ευγνωμονούσα τον λόρδο Βύρωνα…
Η λεωφόρος Αμαλίας συνδέει τον χώρο του Ολυμπιείου και της Πύλης του Αδριανού με την πλατεία Συντάγματος (και αντίστροφα). Διαμορφώθηκε το 1886, ως χώρος περιπάτου των Αθηναίων που συνδεόταν και με την παρακολούθηση της αλλαγής της ανακτορικής φρουράς. Φυτεμένη με δέντρα πιπεριάς, είχε αρχικά την ονομασία «Λεωφόρος με τις πιπεριές» ή εν συντομία «Πιπεριές» ή «Δεντροστοιχία». Παράλληλα, λόγω της προνομιακής θέσης της, τον 19ο αιώνα αρκετοί επιφανείς Αθηναίοι έκτισαν εδώ τα μέγαρά τους, κάποια από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Το 1895, στη συμβολή με την οδό βασιλίσσης Όλγας, τοποθετήθηκε το γλυπτικό σύμπλεγμα «Η Ελλάς τον Βύρωνα», που απεικονίζει τον Άγγλο ποιητή και φιλέλληνα να στεφανώνεται από την Ελλάδα με ένα κλαδί φοίνικα.
Λίγο μετά τις 9:30 το πρωί της Τρίτης 1 Φεβρουαρίου 1944, ο 23χρονος φοιτητής Νομικής, Κίτσος Μαλτέζος, βγήκε από το σπίτι του στη λεωφόρο Συγγρού 8 και ανηφόρισε προς τη λεωφόρο Αμαλίας, δίπλα στον ειδυλλιακό κήπο του Ζαππείου. Δηλωμένη πρόθεσή του: να επιβιβαστεί στο τραμ 12 (γραμμή Ακαδημία-
Παγκράτι και αργότερα Κυψέλη-Παγκράτι) με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο. Έχοντας μόλις περάσει το άγαλμα του στεφανωμένου Βύρωνα προς το Σύνταγμα, άκουσε μια φωνή να τον καλεί και είδε τέσσερα άτομα να τον πλησιάζουν βιαστικά. Προτού προλάβει να αντιδράσει δέχτηκε δύο (ή, κατ’ άλλες πηγές, περισσότερους) πυροβολισμούς, πέφτοντας νεκρός στο πεζοδρόμιο. Αμέσως μετά, τα τρία μέλη της ομάδας των δραστών έτρεξαν προς την Πλάκα και το τέταρτο προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Μαλτέζος καταγόταν από αστική οικογένεια της Αθήνας και ήταν απόγονος του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη — το σπίτι του ανήκε στο οικόπεδο Μακρυγιάννη και σήμερα σώζεται εγκαταλελειμμένο. Χαρακτηριζόταν από πνευματική καλλιέργεια, ήταν χαρισματική προσωπικότητα και διέθετε ηγετικές ικανότητες. Το 1938 εντάχθηκε στη μεταξική Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), ενώ στις αρχές του 1942 έγινε μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος (ΟΚΝΕ). Εντούτοις, λίγους μήνες αργότερα, αποχώρησε και το καλοκαίρι του 1943 συμμετείχε στη δημιουργία του Εθνικού Συνδέσμου Ανωτάτων Σχολών (ΕΣΑΣ), φοιτητικής οργάνωσης με αντικομουνιστική και ταυτόχρονα αντιδεξιά πολιτική γραμμή.
Στα τέλη του 1943 και στις αρχές του 1944, η ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές κορυφώθηκε με ένοπλες συγκρούσεις και συλλήψεις Επονιτών φοιτητών από την Ειδική Ασφάλεια και τα SS με τη συνδρομή του ΕΣΑΣ. Η κατάσταση οξύνθηκε περαιτέρω με αφορμή την πρωτοκαθεδρία των εαμικών ή αντιεαμικών φοιτητικών οργανώσεων στην περίθαλψη των βομβόπληκτων κατοίκων του Πειραιά, μετά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς της 11ης Ιανουαρίου 1944. Σύμφωνα με ορισμένες πλευρές, οι σχετικές πρωτοβουλίες που ανέπτυξε ο Μαλτέζος για λογαριασμό του ΕΣΑΣ τον κατέστησαν στόχο της Αριστεράς, ωστόσο, κατ’ άλλες πηγές η απόφαση για τη δολοφονία είχε ληφθεί ήδη από τις αρχές του 1943 με την (πιθανότατα αβάσιμη) κατηγορία πως είχε προδώσει παλιούς συντρόφους του στην Ειδική Ασφάλεια και τους Ιταλούς.
Οι δράστες της δολοφονίας ήταν τα μέλη της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ Σπουδαστών, αδέλφια Διονύσης (Νόνος) και Μικές Κουρουνιώτης, Φαίδωνας Αντωνόπουλος και Δήμος Χλιόβας (σύμφωνα με μεταγενέστερη εξιστόρηση του ίδιου, παρών στη δολοφονία αλλά χωρίς ενεργό ρόλο ήταν και ο Λεωνίδας Κύρκος). Ο Μικές Κουρουνιώτης επιχείρησε να διαφύγει προς τον Όμιλο Αντισφαίρισης, αλλά συνελήφθη αμέσως και εκτελέστηκε στις 21 Μαρτίου στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Οι άλλοι τρεις πέρασαν στην Πλάκα όπου τους περίμενε ο ‒θεωρούμενος και οργανωτής της δολοφονίας‒ Άδωνις Κύρου (γιος του συνεκδότη της εφημερίδας Εστία, Αχιλλέα Κύρου και μετέπειτα σκηνοθέτης, μεταξύ άλλων, της ταινίας Το Μπλόκο του 1965), που τους έκρυψε για κάποιο διάστημα. Στα τέλη Μαΐου, ο Αντωνόπουλος συνελήφθη από άντρες της Ασφάλειας και της Χωροφυλακής και την ίδια μέρα υπέκυψε από φριχτά βασανιστήρια που υπέστη στην Ειδική Ασφάλεια, ενώ παρόμοια τύχη είχε και ο Χλιόβας, που επίσης βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Ειδική Ασφάλεια. Ο μόνος που επιβίωσε ήταν ο Διονύσης Κουρουνιώτης, ο οποίος μεταπολεμικά δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών.
Και ένα ιστορικό «παραλειπόμενο»: από επιτόπιο ρεπορτάζ του γράφοντος, διαπιστώθηκε ότι ο Μικές Κουρουνιώτης ενταφιάστηκε στον τάφο της οικογένειάς του στο Α′ Νεκροταφείο, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από τον τάφο του θύματός του!
* Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα Μυρίζει αίμα (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ Ληστές (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.