Με αφορμή τα 40 χρόνια του θεάτρου Κνωσός, μιλήσαμε με το μοναδικό Λάμπρο Τσάγκα, τον άνθρωπο που, μέχρι σήμερα, κρατάει το θέατρο με δουλειά, μεράκι και αγάπη.
Με τη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αρμπούζωφ, που ανεβαίνει στη σκηνή του Κνωσός, με τον ίδιο και την Άννα Γεραλή, σε σκηνοθεσία Μάνιας Παπαδημητρίου, μετάφραση Παυλίνας Γαλανοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, δεν θα μπορούσε να γιορτάζεται καλύτερα η φετινή επέτειος: Μια νοσταλγική παράσταση που θυμίζει «παλιούς καιρούς» και που σίγουρα δεν πρέπει να χάσετε!
Κύριε Τσάγκα, πως ξεκίνησε το θέατρο «Κνωσός»;
Το θέατρο Κνωσός, ως κτίριο, χτίστηκε το 1962. Στην αρχή, λειτούργησε ως κινηματογράφος. Εμείς το πήραμε το 1985 και το κάναμε θέατρο. Διατηρήσαμε το όνομα του κινηματογράφου, αν και η δική μας εταιρεία ονομαζόταν «Παλκοσένικο». Η πρώτη μας δουλειά -στο θέατρο του Απόστολου Δοξιάδη- πραγματοποιήθηκε το 1978 και μετά γίναμε ημικρατικός θίασος Στερεάς Ελλάδας. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα και το 1985 «φωλιάσαμε» εδώ.
Πώς ήταν εκείνη η εποχή;
Η τηλεόραση είχε μπει για τα καλά στα σπίτια. Το ίδιο και το βίντεο. Γι’ αυτό και οι κινηματογράφοι, εκείνη την περίοδο, δεν πήγαιναν καλά. Έτσι, πολλές φορές θα ακούσεις ότι οι κινηματογράφοι μετατράπηκαν σε θέατρα. Τα θέατρα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, γιατί πλήθαινε αριθμός των ηθοποιών και των κατοίκων στην Αθήνα. Φτάσαμε, βέβαια, να έχουμε πάρα πολλά θέατρα -υπέρ του δέοντος- που δεν μπορούν να αντέξουν πια, αλλά είναι φυσιολογικό. Όταν βγαίνουν τόσα παιδιά από τις σχολές. Παλιά, οι Σχολές ήταν λίγες και βγαίναμε 40 άνθρωποι το χρόνο. Είχαμε δουλειά, μπορούσαμε να απορροφηθούμε. Τώρα, από τις Σχολές βγαίνουν 300 παιδιά μέσω ΥΠ.ΠΟ και άλλοι τόσοι εκτός Υπουργείου. Δεν υπάρχει πια και η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Επομένως, στο επάγγελμα βγαίνουν κάθε χρόνο 500 άνθρωποι. Δεν είναι τόσο μεγάλο το «στομάχι» για να αντέξει τόσο μεγάλο αριθμό ηθοποιών. Αυτός είναι όμως και ένας λόγος που έχουν γίνει τόσα θέατρα. Φυσικό είναι. Όταν ένα παιδί τελειώνει μία σχολή, θέλει κάποια στιγμή να εκφραστεί, να δοκιμαστεί. Η Αθήνα δεν χωράει τόσους ηθοποιούς. Εδώ βλέπεις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και έχουν το 1/5 του αριθμού των θεάτρων που έχουμε εμείς. Επομένως, δεν επιβιώνεις μόνο από το θέατρο, είναι τρομερά δύσκολο.
Αυτό όμως δε συνέβαινε παλιά…
Δεν συνέβαινε. Όπως σου είπα, οι ηθοποιοί ήταν λιγότεροι και η αγορά μεγάλη. Εγώ όταν τελείωσα το ‘67 τη Σχολή μου υπήρχαν λίγες σχολές. Με την Άννα τη Γεραλή ήμασταν συμμαθητές και τώρα πρώτη φορά παίζουμε μαζί. Όλοι είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε πορεία στο θέατρο. Για παράδειγμα, μια ομάδα ήμασταν που κάναμε τη «Λιλιπούπολη» και εγώ έκανα τον παπαγάλο! Ήταν δημιουργικά χρόνια και κάναμε μόνο αυτή τη δουλειά, δεν ψάχναμε κάτι άλλο. Εγώ είχα και την ευτυχία να έχω μπροστά μου και το Χρήστο, τον αδερφό μου. Είχα μια «βάση», μια σιγουριά. Εκείνος δούλευε ήδη πάρα πολύ και σε σημαντικές παραστάσεις.
Χάρη σε εκείνον αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
Ναι, έτσι νομίζω. Ο Χρίστος ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερος, ήταν ήδη στο χώρο, είχε τελειώσει το Εθνικό και μπήκε αμέσως στη δουλειά. Εγώ λέω ότι το θέατρο για μένα ξεκίνησε με «αίμα». Κυριολεκτικά! Το 1963 ή 64, ο αδερφός μου έπαιζε σε μία παράσταση στο θέατρο Πορεία με τον Βαγγέλη τον Καζάν. Κατέβηκα λοιπόν από τη Λιβαδειά να δω τον τον αδερφό μου. πήγα στα καμαρίνια και μου λέει ο Καζάν έπρεπε να είχαν 7 ανθρώπους μες στο κενοτάφια και ο ένας ηθοποιός κάτι έπαθε και δεν μπορεί να έρθει. Μου λέει τότε ο Χρίστος: «Δεν πειράζει Λαμπράκο. Βοήθησέ μας και θα δεις άλλη μέρα την παράσταση». Ντύνομαι λοιπόν κι εγώ, γίνεται σκοτάδι στη σκηνή με παίρνει ο Βαγγέλης από το χέρι. Το κενοτάφιο, που έπρεπε να μπω μέσα, είχε 50 πόντους περβάζι και ξαφνικά ακούει ο Καζάν «Ωχ! Ωχ!». Έτσι όπως με τράβηξε, χτυπήσα στο καλάμι και έτρεχε αίμα! και μου ‘λεγε «Κουράγιο Λαμπράκο, κουράγιο τελειώνουμε!»Έτσι μπήκα στο θέατρο!
Και αφιερώσατε όλη τη ζωή και το «αίμα» σας στο θέατρο!
Κάπως έτσι! Ξεκίνησα κρυφά από τον αδερφό μου διότι ήξερε ο Χρίστος από τότε ότι είναι δύσκολη δουλειά το θέατρο. Δεν ήξερε αν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Έδωσα τις πρώτες εξετάσεις κρυφά. Αφού πέρασα την πρώτη φάση, τότε ο Χρίστος είπε να με βοηθήσει και μου έκανε μία εβδομάδα μάθημα. Μου έδενε τα χέρια για να μην τα κουνάω. Έτσι βρέθηκα στο θέατρο, τελείως τυχαία, αλλά σίγουρα από αυτόν επηρεάστηκα -δεν θυμάμαι- αλλά μου άρεσε πολύ αυτό που έκανα. Εμείς ήμασταν και τυχεροί. Είχαμε το θέατρο επάγγελμα και τρόπο ζωής. Η ζωή μου ήταν το θέατρο. Ήμουν και ηθοποιός και τεχνικός και οδηγός, απ’όλα. Ήταν πάθος.
Γυρίσατε λοιπόν με τον αδερφό σας όλη την Ελλάδα.
Ναι, όλη την Ελλάδα και μετά ευτυχήσαμε να γυρίσουμε και όλο τον κόσμο. Μόνο στην Αυστραλία δεν έχουμε έχουμε φτάσει. Έχουμε πάει Καναδά, Αμερική, έχουμε πάει Νότια Αφρική -κυρίως εκεί που έχει ελληνισμό. Κάναμε συνήθως αρχαίο δράμα. Κατά κανόνα, μας καλούσε ο Ελληνισμός. Στην Ινδονησία πήγαμε στο 1ο διεθνές Φεστιβάλ.
Φαντάζομαι θα ήταν μεγάλη εμπειρία.
Πολύ. Εκεί κάναμε την Αντιγόνη σε δύο γλώσσες: ινδονησιακά και ελληνικά. Αρχικά, κάναμε πρόβες μέσω internet και σμίξαμε στην Ινδονησία. Δύο διαφορετικοί θίασοι. Στα χορικά εμείς τραγουδούσαμε ελληνικά και αρχαία ελληνικά και η πρόζα των χορικών ήταν στα ινδνησιακά. Είχαμε γράψει και μουσική με αρχαία ελληνικά όργανα, ακουγόντουσαν και οι δύο γλώσσες. Στο μεταξύ, ο θίασος αποτελείτο από πέντε θρησκείες διαφορετικές. Όταν ξεκινούσε η πρόβα, κάναμε μία αυτοσυγκέντρωση και όλοι λειτουργούσαμε εν ονόματι του Θεού του θεάτρου. Η πρόβα μας δεν σταματούσε ούτε καν για τους μουσουλμάνους, όταν χτύπαγαν οι σειρήνες για την προσευχή τους. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό και για αυτούς και για μας.
Αυτό είναι και ένα δείγμα του πόσο η τέχνη μπορεί να ενώσει ανθρώπους που «τυπικά», δεν έχουν τίποτα κοινό.
Και όμως στην Ινδονησία μου είπανε ότι υπήρχε ο μύθος του Οιδίποδα. Κάπως παρεμφερής, αλλά ήταν απόδειξη ότι η σκέψη κυκλοφορεί παγκόσμια. Και ανά τους αιώνες, όλες οι τέχνες έχουν τα σημεία αυτά που πλησιάζει η ανθρώπινη σκέψη. Ακόμη και αν έχεις διαφορετικές ιδεοληψίες και θέσεις, κάπου υπάρχει μία σύνδεση. Και έτσι φυσικά ξεκινάει το θέατρο.
40 χρόνια λοιπόν θέατρο Κνωσός…
Ναι 40 και αντέχουμε. Η κρίση , βέβαια, μας έχει δημιουργήσει προβλήματα. Αντέχουμε όμω, γιατί υπάρχει μία παράδοση. Υπάρχει ένα πείσμα. Από αυτό το χώρο έχουν περάσει πολλοί θεατές. Εμείς ξεκινήσαμε με τον Γιάννη Τσαρούχη στις σκηνογραφίες και το θέατρο το είχε σχεδιάσει ο Βασίλης ο Φωτόπουλος. Μετά ήρθε ο Μάνος Χατζιδάκις. Έκανε τότε μια συναυλία και προτίμησε να έρθει εδώ, αντί για το Παλλάς. Γιατί εδώ έχουμε καλύτερη ακουστική. «Εγώ» έλεγε «Δεν θέλω αυτούς τους αχανείς χώρους, με μικρόφωνα και μεγάφωνα». Κι έτσι από εδώ ξεκίνησε η ορχήστρα των χρωμάτων.
Στην πορεία, μαζί με τον Κούνδουρο, αρχίσαμε το αρχαίο δράμα για την εκπαίδευση. Έργα Ελληνικού πολιτισμού για τα σχολείο δευτεροβάθμιας. Κι αυτό, συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Τα σημερινά παιδιά, ενδιαφέρονται;
Οι δάσκαλοι πρέπει να ενδιαφέρονται και όχι οι μαθητές!
Οι δάσκαλοι λοιπόν ενδιαφέρονται;
Πλέον, πάρχει κάτι το οποίο ναι μεν είναι δημοκρατικό, αλλά είναι και λίγο παράλογο. Οι εκπαιδευτικοί στην πλειοψηφία τους -γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις- ρωτάνε τα παιδιά «Παιδιά θέλετε να πάμε στο τάδε θέατρο;». Όμως τα παιδιά, τις περισσότερες φορές, δεν θέλουν να πάνε θέατρο. Ίσως να θέλουν να πάνε εκεί που εντυπωσιάζονται τηλεοπτικά. Αυτό το θέατρο, επικεντρώνεται στην εκπαίδευση και τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό λοιπόν, για να το καταλάβουν τα παιδιά, πρέπει να τους το μεταδώσει ο δάσκαλος. Άμα ο καθηγητής δεν έχει κέφι να πείσει τα παιδιά ότι πρέπει να πάμε στο θέατρο, δεν πρόκεται να πειστούν. Μου λένε κάποιες φορές: «Κύριε Τσάγκα, δεν βάζετε για κανέναν άνθρωπο της τηλεόρασης για να πείσουμε τα παιδιά;» Και εγώ τους λέω όχι. Τα παιδιά πρέπει να πειστούν από τους Δασκάλους με επιχειρήματα. Συμβαίνει δυστυχώς, όταν ρωτάς ένα παιδί αν θέλει να κάνει κάτι, θα σου πει όχι γιατί δεν το ξέρει. Η αλήθεια είναι ότι και κάποιοι εκπαιδευτικοί έχουν κουραστεί. Δεν έχουν όρεξη, κίνητρα και αυτό είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει σε όλο το κοινωνικό σύνολο, το οποίο δεν πάει καλά. Υπάρχει μία εσωστρέφεια. Όλοι έχουμε ένα πρόβλημα που δεν το βγάζουμε προς τα έξω και αυτό για τον πολιτισμό είναι μιζέρια. Αν δεν μιλήσεις στο παιδί για πολιτισμό, δεν θα είναι κοντά του όταν μεγαλώσει. Ο Τσαρούχης μου έλεγε «Λάμπρο, μπορεί από σκηνής να κουραστείτε λίγο περισσότερο γιατί θα έρθουν εδώ παιδιά που δεν θα ξέρουν από θέατρο. Θα έχεις το νου σου μία σκέψη: ότι αν στα 200 παιδιά που είναι από κάτω και βλέπουν παράσταση, καταφέρουμε και επηρεάσουμε ένα παιδί, θα έχουμε κέρδος στον ελληνικό πολιτισμό. Ένας άνθρωπος από διακόσιες παραστάσεις και θα έχουμε 200 ανθρώπους στον πολιτισμό. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι αυτό;».
Τον άκουσα. Κι έτσι, στο θέατρο έρχονται άνθρωποι που μου λένε «πριν από 10 χρόνια- πριν 15 χρόνια -πριν 20 χρόνια -είχα παρακολουθεί αυτό και αυτό». Αλλά τουλάχιστον λες ότι κάτι κάνω. Ψευδαισθήσεις έχουμε, αλλά εν πάση περιπτώσει, κάτι γίνεται. Εμείς κουραστήκαμε πολύ για να κρατηθεί αυτή η δουλειά. Έχουμε συνεργαστεί με περισσότερους από 800 ανθρώπους αυτά τα χρόνια. Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς, μουσικοί, ηθοποιοί, σκηνογράφοι. Έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ τις 500.000 θεατές μόνο νέους, μόνο τα πρωινά. Άρα, κάτι κάναμε με το εκπαιδευτικό μας πλάνο.
Και οι βραδινές παραστάσεις;
Από τις 900 θέσεις που είχε ο κινηματογράφος εμείς κρατήσαμε τις 500. Έχουμε κάνει πολλές παραστάσεις. Κάνουμε και όπερες και οπερέτες. Μερικές φορές, όπως στους «Απάχηδες των Αθηνών» είχαμε groups ηλικιωμένων που τραγουδούσαν τα τραγούδια όλοι μαζί, εν ώρα παράστασης. Νοσταλγία!
Αυτή τη νοσταλγία την έχει και η «Φθινοπωρινή Ιστορία», που ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή. Εγώ συγκινήθηκα πολύ που την είδα.
Το σημαντικό και το συγκινητικό σε αυτήν την παράσταση, είναι ότι είναι μία ιστορία δύο ηλικιωμένων ανθρώπων που έχουν περάσει τη ζωή τους πάρα πολλά, ο καθένας χώρια. Έχουν διαμορφωθεί ως τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Η μία είναι πιο «τρελιάρα» γιατί έχει φορέσει μία μάσκα στη ζωή της, για να μη βλέπει ούτε εκείνη ούτε οι άλλοι, το παρελθόν της και αντιδρά, γιατί θέλει να επιβιώσει. Και ο άλλος είναι κλεισμένος στον εαυτό του. Ξαφνικά, αυτοί οι δύο άνθρωποι συγκρούονται. Συγκρούονται και διαπιστώνουν ότι έχουν μία κοινή βάση, μία κοινή πορεία και μία κοινή θέληση για τη ζωή. Γιατί η ζωή δεν τελειώνει. Η ζωή ξαναρχίζει κάθε μέρα. Πρόκειται για μία ιστορία αγάπης, μία ιστορία χαράς, μία ιστορία πόνου. Ο άνθρωπος μπορεί να πάει παραπέρα, αν βρει και μπορέσει να συνομιλήσει με το ταίρι του. Είναι πάρα πολύ σημαντικό για τους μεγάλους ανθρώπους αυτό το μήνυμα. Αυτό όμως που είδα εγώ κυρίως οι νέοι άνθρωποι που έρχονται, ενθουσιάζονται με αυτήν τη σχέση. Ίσως γιατί κάνουν προβολή μπροστά. Ίσως να λένε: «Κοίτα να δεις-αγαπιούνται, Κοίτα να δεις-είναι ωραία, Κοίτα να δεις-βρίσκουν νόημα στη ζωή».
Μα οι δύο αυτοί άνθρωποι, όντως εκπέμπουν μια νεότητα, μια όρεξη, μια ανάγκη για ζωή.
Είναι η εσωτερική ανάγκη, την οποία ο καθένας κρύβει. Για τους δύο ήρωες, δεν είχε βρει τη δίοδο της έκφρασης και εκεί βρέθηκαν και μπήκαν σε ένα κοινό δρόμο.
Δύο μεγάλοι ηθοποιοί, με μία εμπειρία πάνω στη σκηνή, είναι πιο «εύκολη» δουλειά για το σκηνοθέτη;
Αν επικοινωνήσεις με το σκηνοθέτη, είναι πολύ πιο εύκολο. Από σκηνής, ο ηθοποιός, όσο χρονών και να ‘ναι και όση εμπειρία και να έχει, πρέπει να είναι μαθητευόμενος. Πρέπει να ακούει το σκηνοθέτη του, να παίρνει τη σκέψη του, να παίρνει την εικόνα του, να την κάνει πράξη, να μπορεί να την κάνει πράξη χωρίς αντίρρηση και χωρίς να βάζει το εγώ του μπροστά. Έτσι μόνο μπορεί να βλέπει ο σκηνοθέτης, αν αυτό που κάνει ο ηθοποιός είναι καλό ή κακό. Για να έχει τη δυνατότητα μετά ο σκηνοθέτης να το αλλάξει, να μπορεί να αντιληφθεί αν αυτό που κάνει ηθοποιός είναι καλό ή κακό. Δυστυχώς, άμα περάσουν τα χρόνια και έχεις την εμπειρία, τότε μαθαίνεις ότι εκεί πάνω, πρέπει να είσαι στρατιώτης. Ότι το σώμα σου πρέπει να είναι εργαλείο, ότι η σκέψη σου πρέπει να συμπορεύεται με αυτή του σκηνοθέτη, για να βγει κάτι καλό. Αυτός που είναι από κάτω βλέπει καλύτερα από αυτόν που είναι πάνω. Αυτός που είναι πάνω στη σκηνή, έχει τα εφόδια της προσωπικότητάς του και έχει και ένα τρόπο να εκφράζεται. Αλλά πάντα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει ένας τρόπος σκέψης ή ένας τρόπος έκφρασης. Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιοι τρόποι, μπορείς να τους δοκιμάσεις από σκηνής. Αν δεν μπορείς να τους δοκιμάσεις, το μειονέκτημα δεν είναι του σκηνοθέτη, αλλά είναι το ίδιου του ηθοποιού. Για να γίνεις ηθοποιός, πρέπει να καταλάβεις ότι το θέατρο δεν μαθαίνεται. Μπορεί να περάσεις 40-50 χρόνια πάνω σε μία σκηνή και ακόμη να λες ότι δεν έχεις μάθει.
Οι έμπειροι ηθοποιοί πρέπει να βοηθάνε το σκηνοθέτη και όχι να του βάζουν τοίχους, λέγοντάς του ότι εγώ θα κάνω αυτό γιατί αυτό νιώθω. Γιατί σημαίνει ότι δεν μπορείς να δοκιμάσεις πράγματα. Εγώ αυτό το είχα και από νέος πάνω στη σκηνή. Το σιγούρεψα όταν έκανα τον πίθηκο του Κάφκα. Έφτανα σε σημείο λιποθυμίας για να φτάσω να ανταπεξέλθω σωματικά σε κάτι που ήταν τελείως διαφορετικό από εμένα. Και αν δεν το έκανα, έλεγα δεν είμαι ικανός, άρα πρέπει να το κάνω.
Ένας ηθοποιός πάνω στη σκηνή πρέπει να είναι πειθαρχημένος προς τον εαυτό του πρώτα και να λειτουργεί τα εκφραστικά του μέσα, αλλά όπως του πει ο σκηνοθέτης του. Και μετά ο σκηνοθέτης μπορεί να το απορρίψει και να πει έκανα λάθος και να ζητήσει από εσένα να το κάνεις κάπως αλλιώς. Κι εσύ πρέπει να το κάνεις. Έστι λειτουργήσαμε και με τη Μάνια Παπαδημητρίου.
Η επιλογή της «Φθινοπωρινής Ιστορίας» έγινε λόγω της επετείου;
Όχι απλά έτυχε. Μου έκανε ένα τηλέφωνο η Άννα Γεραλή και μου λέει «δεν κάνουμε τη Φθινοπωρινή Ιστορία» και της λέω και δεν το κάνουμε; Έτσι, τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Μάνια και ο Σταμάτης Κραουνάκης είπε ότι θα γράψει μουσική. Ταίριαξε λοιπόν μία ομάδα που το είχαμε κέφι και μεράκι να το κάνουμε και φαίνεται ότι λειτούργησε.
Ποια είναι η καλύτερη κριτική που ακούσατε;
Η καλύτερη κριτική μου ήρθε το Σάββατο. Ήταν ένας Ρώσος με τη γυναίκα του, που μίλαγαν Ελληνικά, αλλά είχαν ρωσική παιδεία και μου έγραψε «είναι η πρώτη φορά που είδα στην Ελλάδα ρωσικό έργο και ένιωσα ότι βλέπω, ακούω, αισθάνομαι το συγγραφέα σε ένα περιβάλλον που δεν ξέρω αν στη Ρωσία θα το κάναμε». Μιλούσε για την εικονική πραγματικότητα που έχουμε για σκηνικό. Μου λέει «Πρέπει να το πάτε στη Ρωσία για να δείξετε πως ένα έργο, κλασικό μπορεί να παρουσιαστεί τόσο σύγχρονα! Ήταν σαν να άκουγα ρωσικά. Άκουγα ελληνικά και σκεφτόμουνα ρωσικά».
Και εγώ συνειδητοποιήσα, ότι το σκηνικό και η ατμόσφαιρα, μου έφεραν εικόνες από μυθιστορήματά του Ντοστογιέφσκι.
Σε αυτό, λειτούργησε και εικόνα και μουσική και κατ’ επέκταση η ερμηνεία που ήταν μπροστά από την εικόνα. Όλα μαζί δίνουν μία τέτοια αίσθηση που την εισπράττεις.
Θέλετε να συνεχίσετε αυτήν την πορεία σας για άλλα 40 χρόνια;
Με πήρε ο Γιώργος ο Ρεμούνδος τηλέφωνο και μου λέει: «Θα έρθω να δω την παράσταση να κλείσουμε τα 40 χρόνια και να αρχίσουμε τα δεύτερα 40»! Με τη φαντασία και τη σκέψη όλα είναι καλά. Είναι δύσκολη η περίοδος θεατρικά. Χαίρομαι που υπάρχουν πολλές δουλειές αλλά νομίζω ότι η ιστορία του θεάτρου έχει αφεθεί μόνο στα χέρια των ανθρώπων που δουλεύουν στα θέατρα και όχι στα χέρια της πολιτείας. Η πολιτεία δεν προωθεί τον πολιτισμό όσο άλλοτε. Και πιο παλιά υπήρχαν προβλήματα, αλλά είναι τέτοιες οι ανάγκες επιβίωσης αυτού του λαού που ο πολιτισμός μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Όταν χάνεται η ευημερία, όταν τα πράγματα είναι δύσκολα, ο άνθρωπος κοιτάει πρώτα την επιβίωση και μετά κοιτάει να βελτιώσει τη σκέψη και την αισθητική του. Όμως, όταν οι άνθρωποι πάνε στο θέατρο περνάνε με διάφορους τρόπους καλά. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.
Μπορεί να διασκεδάζουν, βλέποντας πιο ελαφρά θεάματα, για να γελάσουν και να πάνε σπίτι τους. Γιατί αυτό έχουν ανάγκη. Ίσως όμως και γιατί δεν τους έχει δοθεί η ευκαιρία να δουν κάτι που να τους κάνει να καταλάβουν ότι υπάρχουν και πράγματα στο θέατρο εκτός από αυτό. Γιατί το θέατρο, δεν είναι μόνο για να διασκεδάσεις. Το θέατρο έχει γεννηθεί σαν παιδεία, σαν εκπαίδευση, για να μάθεις. Από τους αρχαίους χρόνους, ήταν τελετουργία, ήταν υποχρεωτικό και τους έδιναν χρήματα για να πάνε θέατρο. Ήταν ένα είδος γνώσης και σχολείο. Τώρα δεν είναι σχολείο, έχει περάσει στη σφαίρα της διασκέδασης. Και οι άνθρωποι που αγωνίζονται για το θέατρο και βάζουν το μυαλό τους και τις σκέψεις τους, είναι λίγο απομονωμένοι ουσιαστικά.
Η εποχή έχει φέρει την οικονομική κρίση και ο άνθρωπος δεν έχει το κέφι να πάει στο θέατρο. Σε μας έρχονται κυρίως ηλικιωμένοι. Όταν φεύγουν από δω είναι πρώτα συγκινημένοι και μετά χαρούμενοι. Και λένε «Αχ τι ωραία που τσίμπησες την ψυχή μας». Και αυτό για τον ηθοποιό και τη δουλειά του είναι παρήγορο. Δίνεις σημαντικές ψυχικές στιγμές σε αυτόν που έρχεται και πνευματικές. Του δίνεις και τη χαρά και την ευαισθησία και την ελπίδα.
Ευχαριστώ θερμά το Λάμπρο Τσάγκα και εύχομαι κι εγώ με τη σειρά μου, το Κνωσός να συνεχίζει να υπάρχει για άλλα 40 χρόνια!
Το Θέατρο Κνωσός
Το 1978 ιδρύθηκε από τους Χρίστο και Λάμπρο Τσάγκα Καλλιτεχνική μη κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία ΠΑΛΚΟΣΕΝΙΚΟ, που λειτούργησε ανελλιπώς ως ελεύθερος θίασος και ένα χρόνο ως ημικρατικό ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ και σήμερα ως πολιτιστικό σωματείο Εν θεάτρω Έκφρασις – Τέχνη Πολιτισμός.
Χάρη στο ζήλο, τον κάματο, την πίστη και τις δυνατότητες των στελεχών τους κατάφεραν να είναι ίσως ο μοναδικός θίασος που αυτοσυντηρήθηκε και άντεξε, τόσα χρόνια, μακριά από πρωτεύουσες, διαρκώς σε περιοδείες χειμώνα-καλοκαίρι, σε χωριά και πόλεις σε όλη την Ελλάδα, και το εξωτερικό, προσφέροντας γνήσια και πολύπλευρη θεατρική πείρα, στους ανθρώπους που συμμετείχαν, και παραστάσεις επιμελημένες σε ένα ποικιλόμορφο κοινό, με αξιόλογα έργα του Ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Από το 1981 ασχοληθήκαν με το Αρχαίο Δράμα και από το 1985 αποκτήθηκε μόνιμη στέγη, το Θέατρο ΚΝΩΣΟΣ, ένα σύγχρονο πλήρες θέατρο με 500 θέσεις και μεγάλη λειτουργική σκηνή. Το 1987 με συνεργάτες τους: Γ.Τσαρούχη, Ν.Κούνδουρο, Β.Φωτόπουλο, Κ.Σφέτσα, επιχειρήσαν και υλοποιήσαν ένα πλάνο «θεάτρου για παιδιά και εφήβους», με παραστάσεις στις οποίες συμμετείχαν μαθητές και καθηγητές. Το κοινό ξεπέρασε τις 500.000 θεατές.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»
«Φθινοπωρινή Ιστορία»
Του Αλεξέι Αρμπούζωφ
με την Άννα Γεραλή και τον Λάμπρο Τσάγκα
«Στην κρίσιμη καμπή του χρόνου, αν τύχει και η ζωή σου φέρει μια καίρια συνάντηση πρέπει να μην ξαστοχήσεις, να της ανταποκριθείς.
Όμως μπορείς; Τί θα συμβεί αν θελήσεις να το διερευνήσεις ;»
Με τη «Φθινοπωρινή Ιστορία» σε μετάφραση της Παυλίνας Γαλανοπούλου, ανοίγει την αυλαία του το «Θέατρο Κνωσός» για να γιορτάσει τα 40 χρόνια του στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας.
Η «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αρμπούζωφ είναι μια τρυφερή ιστορία γεμάτη χιούμορ και ανατροπές που δείχνει πώς ο έρωτας και η ανάγκη για ζωή μπορεί να νικήσει το χρόνο και το βάρος του και να μας γεμίσει αισιοδοξία και κουράγιο.
Με την ευαίσθητη, σύγχρονη σκηνοθετική ματιά της Μάνιας Παπαδημητρίου το έργο του Αρμπούζωφ παίρνει άλλη διάσταση.
Όπως η ίδια αναφέρει :
«είναι η ιστορία που μας λέει πως η ζωή έχει μεγαλύτερη φαντασία από μας και συχνά μας κάνει δώρα που μοιάζουν παράταση χρόνου. Σαν μια πίστα παιχνιδιού μέσα στην οποία κερδίζεις ακόμα δυο ζωές. Μέσα σε μια ψηφιακή πραγματικότητα οι δύο ήρωες του έργου συναντιούνται και συγκρούονται για να συμφιλιωθούν και να αγαπηθούν με τον πιο ανάποδο τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς».
Ο Σταμάτης Κραουνάκης υπογράφει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο και μοναδικό ταλέντο, τη μουσική στο έργο του Αρμπούζωφ, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που δεν θα αφήσει κανένα ασυγκίνητο.
Η Άννα Γεραλή και ο Λάμπρος Τσάγκας συναντώνται για πρώτη φορά στην ίδια θεατρική σκηνή, μετά από χρόνια παράλληλης θεατρικής πορείας, συμφοιτητές ακόμα από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενσαρκώνοντας τους ήρωες του έργου με τρυφερότητα και χιούμορ.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Παυλίνα Γαλανοπούλου
Σκηνοθεσία: Μάνια Παπαδημητρίου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Βοηθός Σκηνοθέτη : Δανάη Καλαχώρα
Σκηνογραφία &video art: Χριστίνα Οικονόμου
Κοστούμια: Κώστας Κουβάτσος
Φωτισμοί : Δημήτρης Παπαδόπουλος
Υπεύθυνη Δημοσιότητας: Δέσποινα Κραουνάκη
Παίζουν: Άννα Γεραλή–Λάμπρος Τσάγκας
Παραστάσεις :
Σάββατο 20:00μ.μ.
Κυριακή 19:30μ.μ.
Εισιτήρια: Γενική είσοδος 15€,άνω των 65- πολύτεκνοι-ΑΜΕΑ 10€, group άνω των 10 ατόμων 8€.
Προπώληση Εισιτηρίων: Viva .gr – Ταμείο Θεάτρου
Θέατρο Κνωσός
Τηλέφωνα 210 8677070 FAX 2168001912
Email: latsagas@otenet.gr