Ποιος; Ο Λάμπρος Φιλίππου. Που; Μεταξύ Αμερικής & Ελλάδας. Πότε; Τώρα, στο Η πόλη ζει. Καμιά φορά οι πρόλογοι αδυνατούν να καλύψουν όλα εκείνα που πρεσβεύει ή εκπροσωπεί ένας καλλιτέχνης. Πέρα από τις βασικές ιδιότητες, με τις οποίες συστήνονται στο κοινό, έχουν ένα σωρό χαρίσματα και ταλέντα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και το πιο ουσιαστικό δείγμα, για να καταλάβουμε ποιοι είναι, είναι οι συνομιλίες μαζί τους. Ο Λάμπρος Φιλίππου είναι ένας από αυτούς!
Πόσο κοντά στον πρωτόγονο άνθρωπο ερχόσαστε στα τραγούδια που δεν χρησιμοποιείται ο λόγος παρά μόνο η φωνή. Εκεί, που δεν αρθρώνονται οι λέξεις…
Δε μπορώ να ξέρω πόσο κοντά έρχομαι στον πρωτόγονο άνθρωπο, όμως αυτό που με κάνει συχνά να τραγουδώ με φωνή ζώου και κραυγές στη σκηνή, αντί για λέξεις και μελωδικούς στίχους, συνοψίζεται σε μια φράση που με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο: “Mάθαμε να εκφραζόμαστε με τις λέξεις, είναι ώρα να ξαναμάθουμε να εκφραζόμαστε με τις κραυγές και τη σιωπή”. Άλλωστε, δεν ξέρω αν έχω αισθανθεί ποτέ ερμηνευτής ή τραγουδιστής. Με ενδιαφέρει μόνο να ειπωθεί η ιστορία, πάση δυνάμει, ξεκινώντας κάθε φορά από την αρχή: από τη σιωπή και την κραυγή.
Πάντως, όταν μου συμβεί να πω την ιστορία με τέτοιον τρόπο, νιώθω κοντά στη φύση μου όσο σε καμία άλλη περίπτωση. Σαν να καταργώ την κουλτούρα κι ελευθερώνομαι από όλα. Αυτό με βοηθά να ανεβαίνω στη σκηνή χωρίς όνομα, φύλο, φυλή, χρώμα, ηλικία, καλλιτεχνική ιδιότητα. Το μόνο που μένει πια για να πιαστεί κανείς είναι αυτό που από πάντα υπήρξε πυξίδα και χάρτης: η ίδια η ροή.

Eίσαστε ένα τεράστιο ταλέντο στην υποκριτική κι αυτά τα δείγματα τα είχαμε από τότε που ξεκινήσατε. Παρόλα αυτά, σε συνέντευξη σας έχετε πει ότι όλα ξεκίνησαν τυχαία. Πώς γίνεται να ανακαλύψει κανείς τυχαία ένα χάρισμα και να το απογειώσει;
Δεν ξέρω τι μπορεί να εννοούσα στο παρελθόν με την έννοια “τυχαία”. Μου φαίνεται περίεργη αυτή η λέξη τώρα. Μετατοπίζονται οι έννοιες, τα αισθήματα και οι ορέξεις από καιρού εις καιρόν, μεταλλάσσονται. Γι’αυτό και είναι απολύτως λογικό να αλλάζει κανείς γνώμη. Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω δάσκαλος δημοτικού, μετά γυμνασίου, μετά δικηγόρος, μετά λογοθεραπευτής, κι έπειτα ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός. Όπως φαίνεται, έγινα όλα τα παραπάνω. Ανεβαίνω στη σκηνή ή μπαίνω για να διδάξω ένα μάθημα και βιώνω καθαρά την εμπειρία όλων των παραπάνω ιδιοτήτων.
Αν κρατούσα μία, θα ήταν αυτή του Δασκάλου, αναγκαστικά. Όχι όμως ως ιδιότητα, αλλά ως οντότητα, ως ανθρώπινη φύση. Όλοι είμαστε Δάσκαλοι, αφού θέλοντας και μη όλοι διδάσκουμε, επηρεάζουμε, διεγείρουμε τα σώματα γύρω μας. Είναι σαν τον όρο της Φυσικής, “Εξαναγκασμένη Ταλάντωση”. Αναζητήστε τον στο διαδίκτυο και δείτε πού οδηγεί η αλληλεπίδραση διεγέρτη και ταλαντωτή, όταν “τα δύο μεγέθη ταυτίζονται”. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου έννοια εδώ και μερικά χρόνια στη σκηνή και τη ζωή: ο Συντονισμός. Συμπαντική αλήθεια και γεγονός στη Φύση ο συντονισμός. Στην κοινωνία αυτό είναι πιο δύσκολο να προκύψει, μιας και για να “ταυτιστούν τα δύο μεγέθη”, πρέπει να εξαλειφθεί το “εγώ”.
Δεν πιστεύω τόσο στις ανακαλύψεις, όσο στις αποκαλύψεις. Η αποκάλυψη συμβαίνει όταν ο τυφλός είναι έτοιμος να δει και ο κωφός να ακούσει.
Το να εγκαταλείψει κάποιος την Ελλάδα, να μεταναστεύσει, φαίνεται μονόδρομος. Εσάς ποιοι λόγοι σας οδήγησαν να φύγετε; Είναι το «αμερικανικό όνειρο», η ανάγκη να προοδεύσετε, η πολιτισμική μας ένδεια;
Δεν ένιωθα καλά εντός μου. Είχα άγχος. Πήγα πολύ μακριά για να συναντηθώ ξανά με τον εαυτό μου. Ήταν δύσκολο να συμβεί αυτό σε περιβάλλον όπου όλα μου θύμιζαν κάτι. Εξάλλου, δεν νιώθω ότι εγκατέλειψα την Ελλάδα, αφού τώρα την καταλαβαίνω καλύτερα και γι’αυτό έχω σαφώς στενότερη και πιο παραγωγική σχέση μαζί της. Δε φαίνεται; Έτσι ακριβώς έγινε και με τη μάνα μου, όταν έφυγα για να ζήσω μόνος μου. Πρόκειται περί comfort zones και ομφάλιων λώρων. Όταν γεννιέται ένα παιδί και κόβεται ο ομφάλιος λώρος, αυτό είναι συνάμα το πιο βίαιο πράγμα που θα μπορούσε να του συμβεί, αλλά και η πρώτη και μοναδική πράξη επιβεβαίωσης της πιθανότητας της ελευθερίας του. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν ποτέ η ελευθερία, αλλά η διαχείριση αυτής.

Η λέξη ξενιτιά ίσως είναι -για εκείνους που δεν την έχουν βιώσει- μία γραφική λέξη. Εσείς που τη ζείτε, πώς αισθάνεστε όταν τραγουδάτε το “Αλησμονώ και χαίρομαι” ή άλλα συναφή τραγούδια;
Στο στίχο «θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω», πολύ συχνά τραγουδώ: «θυμήθηκα τη μάνα μου και θέλω να πηγαίνω». Μάνα = μήτρα, γαία, χώμα, ρίζα. Όμως, δε νομίζω ότι αναφέρομαι στη μητέρα μου ούτε στον τόπο που γεννήθηκα, ούτε σε κάποιο γεωγραφικό σημείο του πλανήτη. Νομίζω, ότι ξενιτιά δεν υπάρχει, εκτός εάν είναι κανείς αποκομμένος από την πνευματικότητά του. Αυτό είναι πόνος. Για οτιδήποτε άλλο δεν πονώ. Αυτή είναι η ρίζα για την οποία με ενδιαφέρει να τραγουδήσω. Να πω μοιρολόγια για τον χαμένο άνθρωπο και να φτιάξω γλέντια για τον ανώτερο άνθρωπο. Και τα δύο, λόγοι για να τραγουδά κανείς, θρήνος και χαρά στο ίδιο γλέντι.
Πώς ήταν η μέρα που ετοιμάζατε τη βαλίτσα σας για την Αμερική; Θυμόσαστε τις αγωνίες, τα όνειρα ή ακόμα και τους φόβους σας;
Προτιμώ να σας περιγράψω μια μέρα μου στην Αμερική σήμερα. Ξυπνάω και έρχομαι αντιμέτωπος με αγωνίες, όνειρα και πολλούς φόβους. Όμως, εδώ και καιρό, έχω επιλέξει να ζω εκτός comfort zone, κι αυτό φέρνει πολλά καλά. Καταφέρνω να ξεχωρίζω τη φιλτραρισμένη με φόβο σκέψη από την αληθινή ανάγκη, και να επιλέγω την ανάγκη. Ο φόβος είναι προϊόν ενοχής και αυγατίζει όσο του αφήνεις χώρο.
Επίσης, ο φόβος υπάρχει, αλλά αυτό που φοβάσαι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει, αλλά το έχεις προβλέψει ήδη ως μέγας προφήτης, και αυτό είναι αρκετό για να σου ρουφήξει όλη τη δύναμη. Έτσι αντέχεται μία μέρα, αλλά όχι μια ζωή. Εξάλλου, είναι βαθύτατα υπεροπτικό να προβλέπει κανείς το μέλλον, πόσο μάλλον την πιθανή αποτυχία του ή ακόμα και την καταστροφή του. Η σκέψη επιβιώνει μονάχα στο παρελθόν ή στο μέλλον. Η ενοχή του παρελθόντος, προβλέπει την καταστροφή του μέλλοντος. Το σώμα, από την άλλη, ισχύει μέσα από τις ανάγκες του μονάχα στο εδώ, στο τώρα. Διαλέγω να πορευτώ με το σώμα, με την ανάγκη. Ξεμπερδεύτηκα, κάπως.
Ακούγοντας τις οπερετικές σας άριες δεν σας κρύβω ότι συχνά φέρνω στο νου τον Klaus Nomi. Κόντρα τενόρος κι εσείς όπως ήταν κι εκείνος. Ήταν ένα από τα ακούσματα σας;
Τα ακούσματά μου ήταν η γκάιντα του παππού μου του Κώστα και οι μουσικές των γάμων και των πανηγυριών στο Ξινονέρι Καρδίτσας, έως τα πολύ βαριά λαϊκά. Τα λαϊκά δε μου άρεσαν τόσο, αλλά τα άκουγα «υποχρεωτικά», καθώς έπαιζαν παντού στον τόπο που μεγάλωσα. Τη μουσική του πανηγυριού, αλλά κυρίως το ίδιο το πανηγύρι ως συνάντηση, το εκτίμησα στο μεγαλείο του, σχετικά πρόσφατα, γι’αυτό και δε χάνω την ευκαιρία να φτιάξω ένα ωραίο πανηγύρι, όπου βρω χώρο.
Ο Klaus Nomi είναι, πράγματι, ένας μοναδικός καλλιτέχνης. Η ερμηνεία του στο Cold Song του H. Purcell είναι μαγική, και το δημιουργικό του εύρος υπήρξε πέρα από τα όρια της μουσικής. Έμαθα για αυτόν, όταν συμμετέχοντας σε μια παράσταση του Μιχάηλ Μαρμαρινού, τραγούδησα το Music for a while, επίσης του H. Purcell, και η αξιαγάπητη και εξαίρετη Σαββίνα Γιαννάτου, με πλησίασε μετά την παράσταση, για να μου πει μερικά συγκινητικά λόγια εκτίμησης και αγάπης, αναφέροντας ότι αυτό που άκουσε και είδε της έφερε στο νου τον Klaus Nomi. Μετά, έψαξα και είδα τι κάνει αυτός ο καλλιτέχνης και..
Την όπερα, γενικότερα, τη γνώρισα χάρη στη δασκάλα που με πρωτοχαρακτήρισε “κόντρα τενόρο”, που ανέλαβε να μου κάνει τα πρώτα μαθήματα φωνητικής στα είκοσι τρία μου χρόνια, και με πήγαινε στη Λυρική Σκηνή να ακούω κόντρα τενόρους. Είμαι βαθιά ευγνώμων στη Τζένη Δριβάλα.
LFacting. Τι ακριβώς διδάσκετε σε αυτά τα workshops και πώς ήταν η εμπειρία σας με την κοινότητα του ΠΕΘΕΑ;
Προτείνω το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που συνδέει το άτομο με τα κοινωνικά σύνδρομα. Προτείνω την έκφραση εκτός comfort zone και δουλεύω για το σπάσιμο των επαναλαμβανόμενων συμπεριφορικών μοτίβων (patterns) που την εμποδίζουν. Προσπαθώ να πετύχω την κατάργηση της σκέψης -της υπερανάλυσης- και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο σώμα και της πίστης στο ένστικτο. Με μια φράση, το μάθημά μου είναι μια άσκηση για την ελευθερία της έκφρασης.
Όλα αυτά τα εφαρμόζω μέσα από ασκήσεις διαλογισμού που κάνω στο μάθημα, sound-baths, πρακτικές ενδυνάμωσης και θεραπείας για τη φωνή και το σώμα, και φυσικά, με την εργασία πάνω σε μονολόγους και διαλόγους, για την άσκηση “Reverse Dramaturgy” (Αντίστροφη Δραματουργία), όπως την έχω ονομάσει, όπου ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται μέσα από τη σχέση και όχι μέσα από προαποφασισμένα δραματουργικά χαρακτηριστικά ψυχολογικής ή άλλης φύσεως. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι σχέσεις, οι άξονες σύνδεσης και οι δυναμικές μεταξύ τους. Η ανάδραση, η ανατροφοδότηση ανάμεσα στα σώματα.
Όλες οι ασκήσεις και λειτουργίες του μαθήματός μου είναι βασισμένες επάνω σε αρχές της Φυσικής, της Αρχιτεκτονικής, της Γραμματικής και της Μουσικής. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μέχρι σήμερα φιλοσοφίας της διδασκαλίας μου έπαιξε η συνεργασία μου με τον Νευροεπιστήμονα, Βασίλειο Χριστόπουλο, πριν από μερικά χρόνια στο Λος Άντζελες, που συνετέλεσε στο να αντιληφθώ σε σχετικό βάθος τη λειτουργία του εγκεφάλου και αυτά που η νευροεπιστήμη αποκαλεί brain patterns ή brain policies, δηλαδή, τις πολιτικές του εγκεφάλου. Άρα, και τη ματαιότητα της σκέψης, της υπερανάλυσης.
Στο ΠΕΘΕΑ ΑΡΓΩ έκανα ένα σεμινάριο μετά από πρόσκληση μιας μαθήτριάς μου που εργάζεται στο Πρόγραμμα, η οποία με συμβούλεψε “να πάρω τους συμμετέχοντες με το καλό” και να είμαι μαλακός στη διδασκαλία μου, μιας και οι άνθρωποι αυτοί “έχουν περάσει πολλά”. Έκανα το ακριβώς αντίθετο. Μπήκα στο μάθημα πιο δυναμικός και χειμαρρώδης από ποτέ.
Σκέφτηκα, πως, αν τόσοι άνθρωποι που έρχονται στα σεμινάριά μου και “δεν έχουν περάσει πολλά”, δυσκολεύονται πολύ μα λειτουργούν τελικά τόσο όμορφα, σε ένα μάθημα που είναι τόσο απαιτητικό σωματικά και ενεργειακά, τότε εκείνοι του ΑΡΓΩ, που “έχουν περάσει πολλά”, μαχόμενοι μέσα σε τόσες εξαρτήσεις και ισχυρότατα patterns, με μερικούς, μάλιστα, να έχουν φτάσει ως το θάνατο και να γυρίζουν πίσω, έχοντας επιλέξει τη ζωή, θα πρέπει να μας διδάξουν το μεγαλείο της ζωής! Τι να τους πει το Reverse Dramaturgy και το Re-acting το δικό μου! Έτσι κι έγινε.. Είχαμε εξαιρετικά αποτελέσματα. Πολλοί από τους συμμετέχοντες ζήτησαν αμέσως να συμμετάσχουν και σε επόμενο workshop που έκανα έξω, στους δρόμους της πόλης, δυο μέρες μετά, εκτός Προγράμματος ΑΡΓΩ.
Κέρδισα σοφία για δυο ζωές από αυτήν την εμπειρία. Σκοπεύω να κάνω κι άλλα τέτοια workshops και να δουλέψω με ομάδες και προγράμματα απεξάρτησης, σωφρονιστικά ιδρύματα, ορφανοτροφεία, ιδρύματα ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης κ.α., ανά την Ελλάδα και τον κόσμο.

Στο βίντεο της συγκεκριμένης δράσης περνούν κάποιες λεζάντες που μπορούν να κάνουν κάποιον να εμβαθύνει ή έστω να σκεφτεί κάτι που μέχρι πριν δεν είχε βρει τα λόγια να το εκφράσει. Όπως για παράδειγμα: «Ποιος αντέχει την ησυχία», «Το σώμα δεν ξεχνά» (Οι μύες διαθέτουν μνήμη, όντως) ή «το σώμα δε λέει ψέματα», «Αν δε μπορείς να μιλήσεις τις λέξεις, χόρεψέ τες», ή ακόμα ότι «ο μονόλογος παραμένει διάλογος … όλα είναι ανάδραση»…
Αφού είπατε «βίντεο», θα πρέπει να σημειώσω, ότι εγώ λέω την ιστορία στο μάθημα, αλλά στο βίντεο τη λέω μαζί με τον εδώ και δυο χρόνια συνεργάτη μου, Αλέξανδρο Γιαννακάκη (videographer, designer), ο οποίος έχει αναλάβει να αποτυπώνει σε ένα βίντεο μερικών λεπτών όσα συμβαίνουν σε δέκα και είκοσι ώρες μαθήματος. Το ότι σας «μίλησαν» οι λεζάντες στο βίντεο σημαίνει ότι εγώ τα είπα καλά, οι μαθητές μου τα επιβεβαίωσαν με πράξεις, και ο Αλέξανδρος τα τοποθέτησε όλα μέσα σε τέσσερα λεπτά με τόση συνέπεια και δραματουργική αρτιότητα, που ένιωσα λες και το μοντάζ το έκανα εγώ ο ίδιος.
Πίσω στο θέμα μας: ησυχία = η πνευματική κατάσταση του ανώτερου ανθρώπου, το τίποτα, η σιωπή μέσα στην αρμονία, το μηδέν – μέγιστος εχθρός του Δυτικισμού. Το σώμα είναι το απόλυτο φίλτρο για όλα, μιας και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να αντιδρά, να προειδοποιεί για τα πάντα, να φανερώνει όλες τις ανάγκες και να ζητά να καλυφθούν. Το μυαλό ψεύδεται συνεχώς, τρέφεται με ενοχή, φιλτράρει με φόβο, υποφέρει από τα τερτίπια του ‘εγώ’.
Αν δε μπορείς να μιλήσεις τις λέξεις, χόρεψέ τες, ναι. Και το ανάποδο, φυσικά. Γενικά, κάνε κάτι, με ό,τι έχεις τώρα, προχώρησε, γέννα, βρες το, φτιάξτο, πάρε την ευθύνη, πάντως.
Όλα είναι διάλογος, επειδή όλα είναι διάλογος. Όλα είναι ανάδραση, ανατροφοδότηση, απάντηση σε ένα ερώτημα, σε ένα κάλεσμα, αρκεί να το ακούσεις. Αν απαντήσεις χωρίς να έχεις ακούσει, είσαι αμέσως εκτός θέματος.
Το καλύτερο με την ανάδραση είναι ότι κανείς δεν ξέρει να πει πότε ακριβώς ξεκίνησε η δράση, για να έρθει η ανάδραση. Όλα είναι η συνέχεια του πριν. Δεν υφίσταται έναρξη, παρά μόνο μια συνεχής ροή. Όλα είναι κομμάτι της ροής.
https://www.youtube.com/watch?v=choB59iebqU
Πανκ και παράδοση. Γκάιντα και μπαρόκ. Βουκολικό και Όπερα. Σκόρπιες λέξεις που όλες όμως ανταποκρίνονται σε ό,τι κάνετε. Τι εκφράζει για εσάς κάθε μία από αυτές;
Αρχικά, η παραδοσιακή μουσική- όπως και το Baroque- έρχεται παρέα με ποίηση πολύ υψηλού επιπέδου και ιστορίες που έχουν συνταρακτική δύναμη και απλότητα. Η παγκόσμια παραδοσιακή και θρησκευτική μουσική, που σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζονται, και οι χοροί τους, είναι σίγουρα ό,τι πιο ψυχεδελικό, υπερβατικό και punk έχω συναντήσει ως σήμερα. Από τις Ινδιάνικες τελετές, το Ικαριώτικο γλέντι, τους Κέλτικους χορούς, ως το Haka των Māori, τα Ηπειρώτικα, την Tarantella, τις Αφρικανικές ρυθμικές τελετουργίες που μοιάζουν να μην έχουν τέλος, τη Gospel λατρευτική μουσική και τόσα άλλα.
Punk για τον Δυτικό τρόπο σκέψης είναι η παραδοσιακή μουσική και ο τρόπος που μεγάλωσα στο χωριό, κι ο παππούς μου με τη γκάιντα του, που αμφιβάλλω αν ήξερε ποιος είναι ο Διόνυσος ή Βάκχος κι όμως τον καλούσε συνεχώς και εκείνος ερχόταν. Στην Αφρική, οι αφρικανικοί χοροί δεν είναι punk, είναι απλά χοροί. Δεν είναι αντικαθεστωτικές τάσεις και δράσεις, είναι απλά άνθρωποι που χορεύουν σαν να είναι πουλιά με τεράστια χέρια, και πόδια που νομίζεις ότι πατούν εκατό μέτρα βαθιά μέσα στη γη, για να μπορούν να χορεύουν έτσι. Στην όπερα τραγουδάει ο θεός. Στην Ήπειρο τραγουδάνε τα βουνά κάνοντας λαρυγγισμούς πουλιών.
Έτσι κι εμένα, κυριολεκτικά, με διεγείρει σωματικά και πνευματικά να μπλέκω το βουκολικό με την όπερα, την υπαρξιακή ποίηση με τις κραυγές λύκων και πουλιών, τους βυζαντινούς ύμνους και τα τσιγγάνικα τραγούδια με το avantgarde και το punk, και στη μέση του σμυρνέικου αμανέ να βάζω ένα ποίημα που έχω γράψει στα αγγλικά, και να μην ολοκληρώνω ούτε το ποίημα ούτε το τραγούδι, επειδή θέλησα μολαταύτα να πω δυο στίχους από κάποια αναγεννησιακή άρια – αρκεί να λέγεται η ιστορία – , σαν αυτή να είναι η πιο λογική δραματουργία.
Ο Βασίλης Κυριακόπουλος έγραψε κάποια κείμενα από τα οποία βγήκε η “Μέδουσα”, την οποία απογειώνετε με την θεσπέσια ερμηνεία σας. Είναι ασθένεια ο έρωτας ή ο φόβος του έρωτα κατά την γνώμη σας; Είναι πραγματικά ελεύθερος εκείνος που δεν ερωτεύεται;
Πριν από αρκετά χρόνια, καθώς βρισκόμουν σε Ευρωπαϊκή περιοδεία με την παράσταση “Πεθαίνω σαν Χώρα“, σε σκηνοθεσία Μ. Μαρμαρινού, νομίζω στη Βιέννη έγινε μια ανοιχτή συνέντευξη τύπου, όπου ο συγγραφέας του έργου, Δημήτρης Δημητριάδης, ρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον ώθησε να γράψει αυτό το πολιτικό αριστούργημα. Ο συγγραφέας απάντησε ότι δεν πρόκειται περί πολιτικού έργου, αλλά για ερωτική απογοήτευση που πέρασε, χωρίζοντας με τον σύντροφό του, και μέσα σε τρεις μέρες θρήνου ολοκλήρωσε τη συγγραφή του έργου, όπου η χώρα στην οποία αναφέρεται ήταν ο ίδιος. Στην περίπτωση της Μέδουσας, έχω την αίσθηση ότι συνέβη το αντίθετο. Υπέροχο, ε;

Πόσο απελευθερωτική μπορεί να είναι η τέχνη; Το να μπαίνεις και να βγαίνεις εύκολα σε αυτό που, σε άλλη περίπτωση, θα ονομαζόταν τρέλα, και συνάμα πόσο δύσκολο ή τρομακτικό;
Η έκφραση είναι απελευθερωτική και η τέχνη είναι, πράγματι, μία εξαίρετη εκδοχή της. Εκατοντάδες ακόμη εκδοχές στην καθημερινότητά μας. Αν εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στην τέχνη, αδικούμε τους εαυτούς μας και υπερφορτώνουμε την τέχνη. Το οξύμωρο είναι, ο ίδιος άνθρωπος να είναι απελευθερωμένος στη σκηνή και όχι στη ζωή του. Ανάποδα θα έπρεπε να συμβαίνει. Ελεύθεροι άνθρωποι να δημιουργούν στην τέχνη και όχι να κάνουμε τέχνη για να ελευθερωθούμε.
Να μπαίνεις και να βγαίνεις πού; Είναι παρά φύση αυτά τα πράγματα. Χρειάζεται υγεία για να λειτουργήσει ο μηχανισμός. Ούτε μπαίνεις, ούτε βγαίνεις πουθενά. Είσαι εσύ όλη την ώρα. Εσύ ο σκύλος, το ζώο, ο θεός, ο βλάκας, ο σοφός, ο τρελός, ο φοβισμένος, ο άνθρωπος. Ας μη δαιμονοποιούμε την ίδια μας τη φύση λες και δεν καταλαβαίνουμε ακόμα τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας. Όλα αυτά υπάρχουν. Κι άλλα τόσα. Είναι όντως εξαιρετικό άλλοθι να μπορείς να φοράς προσωπεία στη σκηνή και να γίνεσαι κάτι που δεν είσαι, αλλά μπορεί να γίνει και τρομερή παγίδα αυτό και να χάσει κανείς το μπούσουλα. Θέλει ισορροπία και υγεία το παιχνίδι αυτό.
Ναι, σαφώς, όταν υποδύεσαι έναν εγκληματία, δε χρειάζεται να ταυτιστείς με αυτή καθαυτή τη φύση των πράξεών του για να είσαι καλός στο ρόλο. Μπορείς απλά να πεις “τα λόγια σου”. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε στο μοντάζ και στη μαγεία του σινεμά και της σκηνής. Βρείτε το Kuleshov effect στο YouTube, το εξηγεί σε 25 δευτερόλεπτα.
Επομένως, δεν είναι ούτε τρομακτικό ούτε δύσκολο να είσαι ηθοποιός. Δύσκολο και τρομακτικό υποθέτω πως είναι να διαβαίνεις χιονισμένα μονοπάτια με τα παιδιά σου στην πλάτη και να χαροπαλεύεις σε θάλασσες φτάνοντας στη στεριά όπου σε περιμένουν εχθροί, επειδή είσαι, λέει, ξένος. Το να αλλάζεις ρόλους στο σινεμά και στη σκηνή δεν είναι δύσκολο, είναι ευχάριστο και ok.
Ποια είναι η αγαπημένη σας performance -δική σας ή κάποιου άλλου/ άλλης- και ποια η σκοπιμότητα τους;
Όλες οι δικές μου performances είναι αγαπημένες μου. Και πάρα πολλές, άλλων δημιουργών. Έβλεπα πρόσφατα τις ωραίες “γης μαδιάμ” και τους ωραίους “τουρλού” σε videos από τη συμμετοχή τους στο Schoolwave. Δεν έχει καν σημασία αν είναι “καλός” για την αισθητική μου ο τρόπος που παίζουν τα τραγούδια τους. Είναι καλό να βλέπεις τι κάνουν τα παιδιά και οι έφηβοι της εποχής. Κάτι έχεις να μάθεις από εκεί. Όπως είναι πολύ χρήσιμο να βλέπεις τι κάνουν οι γριές και οι γέροι που ζουν σε σημεία του κόσμου που έχει ακόμα χώμα καταγής.
Επίσης, μου αρέσει πολύ να βλέπω ανθρώπους που ξεκινούν να εμπλέκονται με την τέχνη σε ηλικία που “δεν ενδείκνυται”. Έχω συχνά μαθητές 40 και 60 χρόνων στα workshops μου. Ο άνθρωπος σε κίνηση. Μεγάλη νίκη.
Η σκοπιμότητα σε οτιδήποτε κάνουμε, υποθέτω πως είναι να αρέσει αυτό που κάνουμε, ώστε να μας αποδεχτούν και να νικήσουμε τον μέγιστο υπαρξιακό φόβο, αυτόν της μοναξιάς. Άλλη μια παρεξήγηση κι αυτή, αλλά ίσως η πιο δύσκολη από όλες. Σε πιο φροϋδική γλώσσα, κάνουμε ό,τι κάνουμε για να μας αποδεχτούν, επιτέλους, ο μπαμπάς και η μαμά.
Προσωπικά, φροντίζω να βγαίνω να λέω την ιστορία όσο γίνεται πιο γυμνός, ώστε να με τσακώνω επί τόπου, όποτε πάω να πω ψέμματα επ’ αυτού. Επίσης, δουλεύω σκληρά, ώστε να δίνω καθημερινά την έγκριση ο ίδιος στον εαυτό μου, για να αποφύγω όσο γίνεται να είμαι έρμαιο επιβραβεύσεων και απορρίψεων. Κάπως έτσι η σκοπιμότητα του τραγουδιού μου να είναι η ανάγκη μου για τραγούδι, του ποιήματός μου η ανάγκη μου για ποίηση, και της τέχνης μου η ανάγκη μου για έκφραση, για γέννα. Πάντως, είναι δύσκολο να βρει κανείς φως μακριά από την αυταξία του.
Να επιπλέεις στη θάλασσα ή να ξαπλώνεις στο νωπό γρασίδι;
Ας κλείσουμε, λοιπόν, με την ευχή να καταφέρνουν να πλέουν στη θάλασσα όλοι οι κατατρεγμένοι της γης και να ξαπλώσουν στο νωπό γρασίδι όλα τα παιδιά, νικητές μετά από ατελείωτο παιχνίδι.