Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Έντουαρντ Άλμπι (Edward Franklin Albee III) με τίτλο “Ευαίσθητη Ισορροπία” (A Delicate Balance) σκηνοθετεί στη Θεατρική Σκηνή της οδού Νάξου ο Αντώνης Αντωνίου.
Γράφτηκε το 1965-66, έκανε πρεμιέρα το Σεπτέμβριο του 1966 στο Martin Beck Theatre του Broadway (με τους Hume Cronyn και Jessica Tandy στους πρωταγωνιστικούς ρόλους) και κέρδισε το βραβείο Pullitzer καλύτερου δράματος το 1967. Στην κινηματογραφική του εκδοχή, το 1973, πρωταγωνίστησαν οι Katharine Hepburn και ο Paul Scofield. Ο Τόμπυ και η Άγκνες ετοιμάζονται να περάσουν άλλο ένα συνηθισμένο βράδυ Παρασκευής στο σπίτι τους, με μόνη παρέα την Κλαίρη, την αλκοολική αδελφή της δεύτερης. Κι εκεί που πάει να επικρατήσει η καθιερωμένη νοσηρή βαρεμάρα μεταξύ των τριών, με τις δύο αδελφές να κατηγορούν η μία την άλλη και να τσακώνονται, η βραδιά αρχίζει να αποκτά απρόσμενο ενδιαφέρον. Στην πόρτα τους καταφθάνουν ο Χάρρυ και η Έντα, φίλοι του ζευγαριού, οι οποίοι βιώνουν μία κρίση πανικού, δεν μπορούν να μείνουν στο σπίτι τους και αναζητούν απεγνωσμένα μια φιλική παρέα για να περάσουν τη νύχτα τους. Τους παραχωρείται το δωμάτιο της Τζούλιας, της κόρης των Τόμπυ και Άγκνες, για να συνέλθουν, να ηρεμήσουν και να διανυκτερεύσουν. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα, όταν σχεδόν απροειδοποίητα καταφθάνει και η Τζούλια, η οποία εγκατέλειψε τον τέταρτο σύζυγό της και ήρθε να βρει παρηγοριά στην οικογενειακή εστία. Ανακαλύπτοντας ότι το δωμάτιό της έχει καταληφθεί από τους φίλους των γονιών της, καταλαμβάνεται από υστερία και απαιτεί να το αδειάσουν, ώστε να μείνει αυτή. Οι έξι χαρακτήρες θα συγκρουστούν μεταξύ τους ανελέητα, οι γλώσσες με τη βοήθεια του αλκοόλ θα λυθούν και θα αποκαλύψουν κρυμμένες αλήθειες, πάθη και συμβιβασμούς που σιγούσαν και φώλιαζαν μέσα τους για χρόνια μη βρίσκοντας διέξοδο. Στη βραδιά αυτή δε θα υπάρξει νικητής, καθώς όλοι θα νιώσουν την πικρή γεύση της προσωπικής ήττας. Η καινούργια μετάφραση είναι της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου σε γλώσσα σαφή, στρωτή και κατανοητή, που αποκαλύπτει όλο το συναισθηματικό φάσμα του αρχικού κειμένου.
Ο Αντώνης Αντωνίου στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, ακολουθεί το μονοπάτι ενός θεάτρου χαρακτήρων, όπου τα συμβατικά προσωπεία κάποια στιγμή καταρρέουν και οι αλήθειες γίνονται αιχμηρές, σκληρές και συχνά τραυματικές. Ένας ευνουχισμένος σύζυγος, μια δεσποτική γυναίκα που θέλει να έχει τον έλεγχο των πάντων και η εν μέρει αντισυμβατική αδελφή της, της οποίας η αιρετικότητα πνίγεται στο αλκοόλ, ζουν μια επίπεδη ζωή, όπου τίποτα δε δείχνει ικανό να διαταράξει την ισορροπία μεταξύ τους. Κι όμως η κατάσταση αλλάζει άρδην και τα κατακερματισμένα πάθη ξυπνούν. Η ασφάλεια της φούσκας, που αποτελούσε το προσωπικό “ασφαλές” σύμπαν του καθενός, σπάει με θόρυβο και τα θραύσματα δεν αφήνουν κανέναν ανέγγιχτο. Ο ρυθμός ανεβαίνει και οι συγκρούσεις γίνονται ολοένα και πιο έντονες και ψυχοφθόρες, καθώς τα πυρά στρέφονται κατά πάντων και σκάβουν διαρκώς βαθύτερες πληγές. Ο καθένας γίνεται ένας παραμορφωτικός καθρέφτης των άλλων, με τις συναισθηματικές και ψυχολογικές συμβάσεις που τους κρατούσαν ενωμένους να θρυμματίζονται. Η σκηνοθετική προσέγγιση δε φοβάται να ανεβάσει τις εντάσεις των διαλόγων, ούτε να αφήσει τη γλώσσα να γίνει αιχμηρή, προσβλητική, άλλωστε πρόκειται για μία εκ βάθρων και εκ βαθέων σύγκρουση, με τα απωθημένα πολλών χρόνων να βρίσκουν διεξόδους. Περίμενα ίσως να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω και να πειράξει λίγο την κλασικότροπη χροιά της παράστασης, αλλά και χωρίς αυτή την έξτρα δόση ενδιαφέροντος το όλο εγχείρημα στέκεται πολύ καλά στη σκηνή.
Ο Αντώνης Αντωνίου ερμηνεύει τον Τόμπυ, έναν άντρα που ζει στη σκιά της δεσποτικής γυναίκας του και προτιμά να αποφεύγει τις εντάσεις και τους καυγάδες. Δημιουργεί έναν χαμηλών τόνων χαρακτήρα, βαθιά καταπιεσμένο, σχεδόν ευνουχισμένο, ο οποίος ζει μια μάλλον ανιαρή ζωή, γι’ αυτό κι όταν αντιδρά το κάνει με ιδιαίτερη ένταση στα όρια του ανεξέλεγκτου. Διατηρεί το σχεδόν απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων και είναι ακριβής στις σκηνικές απαιτήσεις του χαρακτήρα του. Η Στέλλα Παπαδημητρίου είναι η Άγκνες, η γυναίκα του Τόμπυ, που θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο καταστάσεων και ανθρώπων στο σπίτι της. Δύστροπη και συχνά επιθετική με την αδερφή της, συγκαταβατική με το σύζυγό της, με λόγο οξύ και ενίοτε άκαμπτη στάση σώματος αποτελεί την επιτομή του ανθρώπου που δεν ικανοποιείται πλήρως σχεδόν ποτέ. Θα ήθελα λίγο περισσότερο χρώμα και ένταση στη φωνητική της χροιά. Η Νατάσα Ασίκη υποδύεται την Κλαίρη, την αλκοολική αδελφή της Άγκνες με την οποία βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση. Με λόγο ρέοντα και εξαιρετική σκηνική άνεση, το παίξιμό της είναι τόσο πηγαίο και φυσικό που κάνει το θεατή συμμέτοχο στα επί σκηνής τεκταινόμενα, δίνοντας ρεσιτάλ ερμηνείας. Η Ειρήνη Κονίδου και ο Ηλίας Κατέβας ερμηνεύουν την Έντα και το Χάρρυ, το ζευγάρι που καταφεύγει στο σπίτι των Τόμπυ και Άγκνες για να ξεφύγει έστω και πρόσκαιρα από τους δαίμονές του. Οι εμμονές και οι συνεχείς επικλήσεις του νοήματος της μεταξύ τους φιλίας έρχονται σε αντίθεση με την αποφασιστικότητα με την οποία καταλαμβάνουν χώρο και χρόνο στο σπίτι των φίλων τους, με συνεπείς ερμηνείες οι οποίες συμπληρώνουν η μία την άλλη. Τελικά καταφέρνουν να γίνουν αντιπαθείς από όλους πριν αποχωρήσουν από το σπίτι των (πρώην) φίλων τους. Η Ελένη Κούστα ως Τζούλια, κόρη των Τόμπυ και Άγκνες, αποτυπώνει μια ηρωίδα γεμάτη ψυχολογικά προβλήματα, η οποία γίνεται έξαλλη με την κατάληψη του δωματίου της από τους φίλους των γονιών της. Υπήρχε μια υπερβολή τόσο στην ένταση του λόγου της, όσο και σε μια αχρείαστη υπερκινητικότητα στη σκηνή, αλλά δε χάλασε τη γενικότερη ισορροπία της ερμηνευτικής ομάδας.
Ο σκηνικός χώρος του Νίκου Κασαπάκη ήταν καλαίσθητος, δημιούργησε επίπεδα που φάνηκαν χρήσιμα στην εξέλιξη και τη ροή του έργου και εκμεταλλεύθηκε σωστά σχεδόν ολόκληρο το διαθέσιμο χώρο. Τα κοστούμια του ίδιου δεν είχαν ακρότητες και υπερβολές, ήταν σε γήινα χρώματα κι έντυσαν με αντιπροσωπευτικό τρόπο τους χαρακτήρες του έργου. Οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη προτίμησαν εύστοχα τους χαμηλούς τόνους και το παιχνίδισμα με τις σκιές και εστίασαν στους εκάστοτε πρωταγωνιστές του λόγου.
Συμπερασματικά, στη Θεατρική Σκηνή της οδού Νάξου, παρακολούθησα μια παράσταση ενός ευαίσθητου και ανθρώπινου έργου του Άλμπι, στο οποίο εύκολα ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει φόβους, ανασφάλειες, συναισθήματα και πάθη και να ταυτισθεί μαζί τους. Η σκηνοθετική προσέγγιση ήταν επίσης ανθρωποκεντρική, απέφυγε την ωραιοποίηση των αληθειών της ζωής και προσπάθησε να δώσει τροφή για προβληματισμό και σκέψη. Μπορεί να μη ρίσκαρε τη κλασσικότροπη απόχρωση του όλου εγχειρήματος με κάποιους πειραματισμούς, αλλά στηρίχθηκε στις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών, το μέτρο και τη συνέπεια για να δώσει μια δουλειά αξιοπρεπή, φορτισμένη και ουσιαστική. Η όλη παράσταση προδίδει την αγάπη και την αφοσίωση στο θέατρο δύο εξαιρετικών ηθοποιών-εργατών του, σε ένα χώρο που επί 40 χρόνια υπηρετεί τη θεατρική παιδεία με ήθος και εντιμότητα.