Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Τον Ιούλιο κλείνουν 5 χρόνια.
Κάθε απόγευμα, από την μέρα που τον πήραν έρχομαι ως εδώ.
Μαζί περπατούσαμε και αγναντεύαμε σε τούτη δω τη λίμνη τα απογεύματα.
Που τον έχουν δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως αν έρθει πάλι, εδώ θα τον βρω.
Δε μένω πολύ.
Ώσπου να βασιλέψει.
Όπως μαζί του.
Μετά κούτσα – κούτσα παίρνω το δρόμο για πίσω.
Εκεί κουρνιάζω στη γωνιά μου. Όρεξη πολύ δεν έχω.
Παλιά πεινούσα περισσότερο γιατί τα βραδάκια τρώγαμε μαζί.
Εκείνος από το πιάτο του, εγώ από το δικό μου. Ίδια ώρα.
Μετά τη βόλτα. Πάνε αυτά.
Την ώρα της βόλτας την κράτησα.
Κούτσα – κούτσα έρχομαι.
Σαν να έχουμε ορίσει πως θα βρεθούμε.
Στο σπίτι το σχολιάζουν.
«Έφυγε πάλι», λένε.
Την πρώτη φορά που έφυγα, δεν το προσέξανε. Τη δεύτερη-τρίτη φορά νομίσανε πως με χάσανε. Όταν γύρισα, είχαν ανησυχήσει.
Μετά, μια μέρα, ο μικρός του γιος με πήρε το κατόπι στα κρυφά να δει που πάω. Το έκανε δυο – τρεις φορές για να βεβαιωθεί. Νόμιζε πως δεν τον είχα καταλάβει, που με παραμόνευε. «Άστον» είπα μέσα μου, «άμα θέλει να έρχεται, ας έρχεται».
Συνεχίζω κάθε βραδάκι από τότε. Εγώ την ίδια βόλτα που κάναμε μαζί κάνω. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Σε εκείνους όλο αυτό τους φαίνεται σπουδαίο. Με έχουν περί πολλού.
Ο μικρός τους είπε: «Πάει και στέκεται για λίγο στη λίμνη. Κοιτάζει μέσα, μακριά, λες και περιμένει κάτι. Άμα δύσει κούτσα – κούτσα επιστρέφει. Δρόμο δεν αλλάζει ποτέ».
Καταλαβαίνω πως εκείνοι όσο και να θέλουν, δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο για αυτό το λόγο τους κάνει εντύπωση. Από κάτι μισόλογα ξέρω πως εκεί που τον έχουν, πάνε μια – δυό φορές το μήνα, κι αυτό το κάνουνε και μέγα θέμα.
Περιμένω να γυρίσει να κόψουμε πάλι μαζί κάνα κρινάκι.
«Που πήγες» ρωτάει η μεγάλη. «Πήγα να αλλάξω νερό στον μπαμπά» λέει η μικρή. «Τα λουλούδια είχαν βρωμίσει». Λουλούδια που βρωμίσαν; σκέφτομαι. Καλά κάνω εγώ και πάω στη λίμνη.
Εκεί τα λουλούδια είναι ζωντανά. Και μοσχομυρίζουν. Κόβαμε και φέρναμε στη μεγάλη κανά μπουκέτο όταν ερχόμασταν παρέα.
Εγώ να κόψω λουλούδια δεν γίνεται. Και τι να τα κάνω αν θα τα έκοβα, που να τα δώσω.
Περιμένω να γυρίσει να κόψουμε πάλι μαζί κάνα κρινάκι. Να το δώσει στη μεγάλη να γελάσει, που είναι συνέχεια μουρτζούφλα από τότε που τον πήραν. Εμένα όταν γυρνάω, με χαϊδεύει καμιά φορά.
«Τι πας και πας;» μου λέει ένα βραδάκι που είχα μόλις μαζευτεί. «Δε θα ξανάρθει».
Τρεις μέρες έκανα να φάω, τότε. Δεν τη συγχώρεσα ποτέ, δικό της θέμα αν δεν πιστεύει. Ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του, αυτό ξέρω εγώ. Μια μέρα την είδα που έκλαιγε. «Να, ορίστε,» θα της έλεγα αν μπορούσα, «εσύ μπορείς και κλαις.
Είναι στη φύση σου, δική σου δουλειά. Δική μου είναι να τον περιμένω.» Πως να το πω; Και να μπορούσα, δηλαδή, μήπως και θα καταλάβαινε;
Είναι η ώρα.
Σχεδόν έδυσε πάλι.
Ούτε σήμερα ήρθε.
Μπορεί αύριο.
Ας πάω κούτσα-κούτσα…