Άουτς!
-Τι έπαθες, ρε φίλε;
-Μόλις διάβασα το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ.
Τον έχουν αποκαλέσει το κακό παιδί της λογοτεχνίας και ο ίδιος ίσως και να το απολαμβάνει. Ανθρωπολόγος, πεζογράφος και, φυσικά, κριτικός λογοτεχνίας. Βιβλιοφάγος, αν και θα μειδιούσε ειρωνικά με τον όρο.
Αρνητής πτυχών της νεοελληνικής πραγματικότητας που δεν λένε να ξεκολλήσουν από ένα κακώς εννοούμενο χθες και ένα ακόμα χειρότερα εννοούμενο παλιό-άρα μοντέρνος ο Δημοσθένης Κούρτοβικ;
Πιθανώς. Οι ορισμοί του, πάντως, στο Νέο Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας που κατέφθασε αχνιστό και πικάντικο στα γραφεία του Η Πόλη Ζει μπορούν να διαβαστούν σήμερα και αύριο και πολύ πολύ αύριο. Ακόμα και προχθές. Ο ίδιος ο συγγραφέας τους ξεκαθαρίζει πολύ ντόμπρα την θέση του στον πρόλογο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ: «ένα σώμα αφορισμών δεν οφείλει να συνιστά ένα ιδεολογικά συνεπές οικοδόμημα».
Πράγματι, δεν είναι αυτή η δουλειά των αφορισμών. Σίγουρα, βέβαια, αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα, του διανοητή ή διανοούμενου με απεύθυνση σε κοινό, ακόμα και αν αυτός επιλέγει να δημοσιεύσει ένα βιβλίο που πυρπολεί τα πράγματα όπως πιστεύονται και γίνονται από τον καθησυχασμένο όχλο μιας χώρας, ενός αστικού κέντρου, μιας κοινότητας ανθρώπων στον σύγχρονο, δυτικό, «πολιτισμένο»(;) κόσμο.
Δίνοντας αρκετό χώρο στη λογοτεχνία, τους συγγραφείς, την κριτική, το γράψιμο, τα βιβλία, επιλέγει και μερικές σχεδόν απρόσμενες έννοιες και καταπιάνεται μαζί τους μπαμ και κάτω-κάθε του φράση μοιάζει με αυτό που στη γαστρονομία ονομάζεται amuse-bouche: μικρά, θαυματουργά ορεκτικά για το σεξ, τον παπαδοπουλισμό (ω, ναι), την επιτήδευση, το φολκλόρ, το ταλέντο.
Ποιος να το έλεγε ότι αρμονικά θα συγκατοικούσαν οι έννοιες αυτές και δη σε ένα ανάγνωσμα που χωρά σε κάθε τσάντα και κομοδίνο; Μικρές, θαυματουργές εκρήξεις εγκεφαλικών κυττάρων για εμάς, τους αναγνώστες του αιρετικού αυτού γραφιά. Όχι, δεν μας τα καίει-όχι πάντοτε, τουλάχιστον- αλλά, θα έλεγε κανείς, μας τα αναγεννά, μας τα φρεσκάρει.
Αυτός που σε γενικές γραμμές συμφωνεί μαζί του αισθάνεται άβολα όταν σκάει αφορισμός με τον οποίο διαφωνεί-σχεδόν ενοχλείται που διαφωνεί. «Γιατί διαφωνώ εδώ;», «Έτσι είμαι εγώ, λες;». Υποψία βάσιμη πως συμβαίνει ακριβώς το ίδιο σε αντίστροφη περίπτωση. Μάλλον, όμως, χρειάζεται μια μικρή απόσταση από τα ευφυέστατα κείμενά του-«εγώ γιατί δεν το σκέφτηκα πρώτος/η αυτό;»-για να τα απολαύσει κανείς στο έπακρον.
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχει χιούμορ, άποψη, πνεύμα, αλλά και μια σταλιά ελληνικής μελαγχολίας έως και ευθιξίας. Ας μην ξεχνάμε ότι γράφει για πράγματα και καταστάσεις μέρος των οποίων, πριν απορρίψει, έχει σίγουρα υπάρξει και ο ίδιος. Τι γλυκιά, άλλωστε, η προτελευταία φράση του βιβλίου του και, όπως οι περισσότερες εκεί μέσα, δεκτική πολλών αναγνώσεων κυριολεκτικά και μεταφορικά: «το χιούμορ απέχει μόλις ένα βήμα από το δάκρυ».
Φτάνει κάποιος στην τελευταία σελίδα αβίαστα. Μέχρι εκεί, το ταξίδι με ενδιάμεσες στάσεις την πολιτική, πνευματική και πολιτιστική ζωή της χώρας είναι απλά απολαυστικό.
“το χιούμορ απέχει μόλις ένα βήμα από το δάκρυ”
- «Όποιος έχει δει πώς καλλιεργούνται οι δημόσιες σχέσεις στον ελληνικό πνευματικό χώρο, αισθάνεται ότι η αποφυγή τους δεν είναι ζήτημα ηθικής, αλλά αισθητικής»
Επιτέλους, ας μιλήσει κάποιος και για αισθητική σε αυτήν την χώρα. - «Τι χρησιμότητα θα είχαν οι δημοσκοπήσεις αν δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν αυτό που περιγράφουν;»
Όταν ο Κούρτοβικ ρωτά, είναι το καλύτερο. Και ρωτά πρώτα τον εαυτό του πάνω σε εξαιρετικά επίκαιρα και εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα. Εμείς απαντάμε, άραγε ή συνεχίζουμε να καταβροχθίζουμε το γραπτό του; Συνεχίζουμε και βαθαίνουμε, μάλιστα.
«Δικαιωματισμός είναι η τέχνη του να εφευρίσκεις δικαιώματα, όπως ο καπιταλισμός εφευρίσκει ανάγκες.»
Α, πόσο λαχταριστά αντιδημοφιλής άποψη! Άλλωστε, «το πιο ασυγχώρητο αμάρτημα στην Ελλάδα είναι να λες φανερά αυτό που σκέφτονται όλοι κρυφά».
Χτύπα κι άλλο μπας και πάρουμε μπρος.
- Σαν την Ελλάδα κι εμείς, οι περισσότεροι από εμάς, δηλαδή σαν «αυτοκίνητο που μαρσάρει συνεχώς ακινητοποιημένο στη λάσπη»; Άουτς.
- Κι έπειτα γλυκαίνει το πράγμα πάλι. Προς στιγμήν. Άφθονο υλικό για κάποιον έξυπνο stand up comedian. «Τον μεταμοντερνισμό στο εξωτερικό τον εισηγήθηκαν φιλόσοφοι και λογοτέχνες, στην Ελλάδα το περιοδικό Κλικ» και «Μπεστ σέλερ είναι ένα βιβλίο που όσοι έχουν βιβλιοθήκη δεν θα το τοποθετούσαν σε περίοπτη θέση, ενώ όσοι θα το τοποθετούσαν δεν έχουν βιβλιοθήκη»
Επιβεβαιώνουμε-τι, όχι; - Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ μιλά για την διαφορά ανάμεσα στην ποιότητα ζωής και την χαρά της ζωής, για την «αγνοημένη μειονότητα των ανθρώπων της πλειονότητας», για τους κλόουν πολιτικούς και τους πολιτικούς κλόουν, για τον αντιρατσιστικό ρατσισμό, για τα άφυλα φύλα και για ένα σωρό άλλα πολύ σπουδαία ζητήματα. Κάθε σελίδα του θα μπορούσε να αποτελεί προμετωπίδα ενός ολόκληρου βιβλίου. Τότε, όμως, ίσως να βαριόμαστε να διαβάσουμε, εμείς οι ειδήμονες των social media.
- Και γι’ αυτό υπάρχει, βέβαια, εξήγηση κατά τον συγγραφέα: «Τα κινητά τηλέφωνα γίνονται ολοένα εξυπνότερα. Το άθροισμα της ευφυίας τους και της ευφυίας των χρηστών τους μένει βέβαια σταθερό.» Άουτς, ξανά.
Κρίση ταυτότητας. Ποιος είμαι; Τι κάνω; Πόσο Νεοέλληνας κι εγώ τελικά; Γιατί δεν έχω ασχοληθεί πιο σοβαρά με τον Παπαδιαμάντη; Όχι, εγώ δεν έχω τυποποιημένα βίτσια στο σεξ. Ή μήπως…
Τουλάχιστον, για εμάς που επιμένουμε να τυπώνουμε την εφημερίδα μας μία φορά τον μήνα σταθερά και με πείσμα, υπάρχει και η σελίδα 49 του βιβλίου, που ευαγγελίζεται επιστροφή έντυπων εφημερίδων, λόγω του χάους και της παραπληροφόρησης που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Η αγαπημένη μου σελίδα. Μετά την 72, φυσικά, που είναι για μένα ένα από τα πιο εύστοχα έχω διαβάσει για την Λογοτεχνία ποτέ, βλ. «η δικαιοσύνη της λογοτεχνίας είναι ότι αναγνωρίζει τα εξώγαμα της ζωής.»
- «Τίποτα δεν έχεις διαβάσει, τότε», σα να ακούω τον Δημοσθένη Κούρτοβικ να μου λέει. Γιατί είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσε να γράψει πανεύκολα κι ένα αντικούρτοβικ λεξικό, να αφορίσει λιγάκι και τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί όχι;