Σύγχρονο «θέατρο του παράλογου», με πολλά δάνεια στοιχεία από το γκροτέσκο, από το κουκλοθέατρο και τις μεσαιωνικές παραβολές. Ναι, πρόκειται για έναν σκηνικό διαλογισμό, για μια άμετρη κι άτεχνη εν πολλοίς απόπειρα να προσμετρηθούν τα όρια κι η ελαστικότητα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού της Ισότητας-Ελευθερίας-Αδελφοσύνης υπό την πίεσιν του προσφυγικού κύματος και της δομικής οικονομικής κρίσης που δοκιμάζει ένα πολιτισμικό σύστημα, υποσύνολο του παγκόσμιου Ελεύθερου Εμπορίου κι υπό τον φόβο ψαλιδισμού των αδιαπραγμάτευτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αν δεν ήταν τόσο μονολογικά και τόσο χοντροκομμένα αυτά τα διαδοχικά ταχυδράματα, θα μπορούσαν ίσως να συναπαρτίσουν μια σπονδυλική στήλη πάνω στην οποία να στηρίζεται ο οργανισμός, το οικοδόμημα μιας ενδιαφέρουσας παράστασης, που παρά τις ατομικές επιδόσεις των άξιων ερμηνευτών και τις σκηνοθετικές επιδείξεις του Κυρίου Βασίλη Μαυρογεωργίου, «αγαπημένου παιδιού της ελληνικής σκηνής» (όπως χαρακτηρίζει το επίσημο τυπωμένο πρόγραμμα καθώς και τα Δελτία Τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών). Πολλά ερωτηματικά τίθενται εδώ, γιατί η εποχή με τα «Τρομερά παιδιά» του Κοκτώ πέρασε, σκηνικές μεγαλοφυΐες στην Ελλάδα, έχουμε, αλλά απέχουν πολύ από τον όρο «παιδί» κι εν πάση περιπτώσει καλές οι αγαθές προθέσεις, οι πειραματισμοί κι οι ανάδειξη νέων δραματουργών όπως ο Καταλανός Εστέβα Σολέρ, που ασκεί έντονη κοινωνική κριτική τόσο στις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης όσο και στα καταναλωτικά αδιέξοδα του Δυτικού Πολιτισμού… Όμως το αποτέλεσμα παραήταν φτωχό και ξαναμασημένο ήδη από τις μακρινές πια δεκαετίες 1950, 1960, 1970. Εντάξει, δεν μπορούμε να ζητάμε πάντα τα μέγιστα και τα βέλτιστα, όμως τα πολιτισμικά φαινόμενα έχουν πυραμιδοειδή διαστρωμάτωση κι ο πήχυς συνεχώς ανεβαίνει όσον αυξάνεται η μόρφωση κι η πληροφόρηση του κοινού, θεατρόφιλου στην προκειμένη περίπτωση.
Κάπου μεταξύ Μπέκετ και Μπρεχτ η ερμηνεία της πολύπειρης φιλολόγου και ηθοποιού, ιστορικού στελέχους του πρωτοποριακού Θεάτρου Τέχνης, ήταν και το μεγάλο ατού μιας μέτριας και βαρετής παράστασης, που δεν ήταν όμως και άρρυθμη, οφείλω να ομολογήσω. Καλά, έχουμε δει και χειρότερα στην προσπάθεια να καινοτομήσουμε, να νεολογίσουμε, να πρωτοτυπήσουμε, να προπορευτούμε. Όμως εφέτος, λίγα πράγματα μέχρι τώρα μάς συγκίνησαν πραγματικά στην Πειραιώς 260, φυτώριο εξαρχής νέων καλλιτεχνών αλλά και …σιτεμένων.
Επτά απλοϊκά μονόπρακτα λοιπόν, με σύγχρονες κοινωνιολογικές στοχεύσεις, πεπαλαιωμένοι στοχασμοί για θέματα κοινά τοις πάσιν κι ουδεμία γλαύκα εκομίσθη εις Αθήνας κι από αυτό το υποσύνολο μιας δραματικά αυξανομένης υπερπαραγωγής κι υπερκαταναλώσεως πολιτισμικών προϊόντων συνήθως «μιας χρήσης» κι αναλώσιμων στον μεγάλο ανακυκλωτήρα τού Χρόνου. Παρ’ όλα αυτά αφήνουν το στίγμα τους, ισχνό έστω, και δια της Κριτικής και μέσα από τα χιλιάδες δημοσιεύματα και κοινοποιήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και η Κάτια Γέρου και οι λοιποί καλοί ηθοποιοί, αλλά και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου αξίζουν κάτι καλύτερο από τον ανακηρύσσουν «το αγαπημένο παιδί της ελληνικής σκηνής». Όλα τα πράγματα έχουν τα όριά τους και πρέπει κάποια στιγμή να ωριμάζουμε με τον (ορατό) κίνδυνο να …σαπίσουμε και να πέσουμε (κάτω από το Δέντρο της Γνώσεως).
Κατά τα λοιπά ήταν ακόμα μία αξιοπρεπής φεστιβαλική παράσταση, από εκείνες που τρέχεις μετά για να πάρεις το λεωφορείο και να φύγεις. Ουδέν αξιομνημόνευτον. Delete and …empty trash… Και τα σκουπίδια μπορεί να μην «τραγουδάνε ακόμα», αλλά έχουν κι αυτά τη χρησιμότητά τους. Έτσι μπορούμε να συγκρίνουμε και να διακρίνουμε τα όποια αριστουργήματα. Σπάνια. Σπανίως… αλλά ευπρόσδεκτα, πάντα. Απ’ όπου κι αν προέρχονται. Ακόμα κι από «αγαπημένα παιδιά».
Κωνσταντίνος Μπούρας
Info:
http://greekfestival.gr/festival_events/kontra-stin-eleytheria/