Τι σχέση έχει ένας (εμπειρικός) ηλεκτρολόγος από τη Θεσσαλονίκη, που κατεβαίνει στην Αθήνα τη δεκαετία του ‘70 να δουλέψει στα μεγάλα θέατρα με μια πόρνη από τη Μολδαβία; Τι σχέση έχει ένα παιδί που μιλάει μόνο του στην είσοδο μιας πολυκατοικίας με έναν κουκλοπαίχτη που έμαθε την τέχνη του στα βάθη της Ινδίας; Και αυτές οι ιστορίες πώς συναντιούνται σε μια αποθήκη θεάτρου στα περίχωρα της Αθήνας;
Οι απαντήσεις βρίσκονται στο μυθιστόρημα “Η μνήμη του δρόμου” του Νίκου Καμτσή, που έφτασε στα χέρια μας από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ και επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι έχουμε “βαριές πένες” στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Τέσσερις ανθρώπινες ιστορίες, με κοινά χαρακτηριστικά τις διαδρομές – σε βάθος χρόνου- ανάμεσα σε τόπους και μια “ασφάλεια” που καίγεται όπως στα ηλεκτρικά κυκλώματα, ξεδιπλώνονται μπρος στα μάτια μας για να συναντηθούν απρόσμενα σε μια συνθήκη που ξεπερνά κάθε φαντασία.
Ο Νίκος Καμτσής, όντας πάνω από όλα άνθρωπος του θεάτρου, “γέννησε” αληθινούς, ζωντανούς χαρακτήρες, όπως είναι οι ρόλοι που καλείται να ερμηνεύσει ή να σκηνοθετήσει. Κάθε ιστορία, δεν μένει στην απλή καταγραφή, αλλά διεισδύει στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Καταλαβαίνεις τους λόγους για τους οποίους οι ήρωες δρουν και πράττουν με συγκεκριμένο τρόπο στην πορεία της ιστορίας τους.
Επιπλέον, αυτό το λεπτομερές χτίσιμο αληθινών χαρακτήρων έχει ως αποτέλεσμα τον διαφορετικό τρόπο αφήγησης κάθε ιστορίας. Φαίνεται ξεκάθαρα η αλλαγή του τρόπου “παρουσίασης” κάθε… μνήμης, γεγονός που απορρέει από το “διαφορετικό” του κάθε χαρακτήρα. Διαφορετικό ως προς τις προσωπικότητες, τον δρόμο και την αφετηρία του καθενός.
Εδώ, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι αν και άνδρας, ο συγγραφέας αναλύει με περίτεχνο τρόπο το γυναικείο ψυχισμό, παρουσιάζοντας γυναίκες-σύμβολα. Μητέρα, ερωμένη, κόρη. Πέραν του ότι κεντρικές ηρωίδες είναι δύο, πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των χαρακτήρων, αλλά και της ιστορίας, είναι οι “δευτερεύουσες” ηρωίδες, που τελικά σε καμία περίπτωση δεν είναι δευτερεύουσες, αλλά η αρχή ή το τέλος: ο έρωτας του Σκορδή, που αποδείχτηκε και η αδυναμία του, η μητέρα της Αλεξάνδρας (ή Ντάριας), η μητέρα της Λιούντα, η μητέρα του Θεόφιλου Πάτση, αλλά και η Ινδή ερωμένη του.
Το γυναικείο στοιχείο είναι πάρα πολύ έντονο, και την ίδια στιγμή έρχεται ως αντίποδας, το σύμβολο του κυρίαρχου αρσενικού, του πατέρα. Ενώ δηλαδή έχουμε πρωταγωνιστές δύο γυναίκες και δύο άντρες, σημαντικό ρόλο στις ιστορίες παίζουν άλλες γυναίκες και οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτές και τους πρωταγωνιστές. Την ίδια όμως στιγμή, ένα σύμβολο δημιουργεί τη μεταξύ τους ένωση και αν θέλετε, το “τραύμα”: ο πατέρας.
Προς την κατεύθυνση της λεπτομερούς ψυχογραφίας, κινείται ο ρυθμός και ο λόγος. Η κάθε λέξη είναι επιλεγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να “εμπεριέχει” την επόμενη. Και εξηγώ: όπως στο θέατρο ο ρυθμός και η λέξη παίζουν καίριο ρόλο για να ζωντανεύεις πάνω στη σκηνή ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα, το ίδιο συμβαίνει και στη “Μνήμη του Δρόμου”. Οι λέξεις είναι σοφά τοποθετημένες σε έναν ρυθμό που οδηγεί στην κορύφωση του σύγχρονου δράματος που παίζεται σε μια “παρατημένη” αποθήκη.
Ο συγγραφέας ξεκινάει από το ρεαλισμό και χωρίς καν να το καταλάβεις, η αφήγηση περνάει σιγά σιγά προς τον υπερρεαλισμό: από την ιστορία του Σκορδή, που μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη του ‘60 μέχρι το αληθινό ταξίδι του Θεόφιλου Πάτση στην Ινδία, που όμως φέρει σημαντικούς συμβολισμούς, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο ρεαλισμό και το όνειρο. Σοφή επιλογή, καθώς μόνον έτσι μπορούμε να οδηγηθούμε στην τελευταία “πράξη” -στο παρόν της αφήγησης- η οποία φέρνει, με έναν τρόπο, έναν εξαγνισμό ή -με θεατρικούς όρους- την αριστοτελική κάθαρση.
Κεντρικά θέματα του έργου είναι ο έρωτας, κυρίαρχη και κινητήριος δύναμη, η μετανάστευση, οι διαφορετικές κουλτούρες που μπορούν να συναντηθούν σε έναν κοινό τόπο, όταν τους ενώνει μια αλήθεια, με σκοπό να αναδειχθεί ο πολιτισμός, που είναι παρών στο κάθε τι, κι όχι μόνο στο θέατρο ή στις Τέχνες. Μα πάνω απ’όλα, αυτό που αποκτά κεντρική υπόσταση είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: Η μνήμη. Η μνήμη η προσωπική, η ατομική, που καθορίζει πράξεις και προκαλεί δράσεις, οι οποίες φτάνουν να επηρεάσουν την συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας. Και το ανάποδο: η συλλογική μνήμη, τα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα, οδηγούν σε ατομικές αποφάσεις, δημιουργώντας μνήμες ατομικές. Τη μνήμη τη φέρνει ο δρόμος. Και ο δρόμος δημιουργεί μνήμη.
Αξίζει πραγματικά να διαβαστεί. Και τελικά, αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, όχι μόνο όταν διαβάζουμε το έργο, αλλά και στην καθημερινότητα, είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα δικό του αδύναμο σημείο. Μια “ασφάλεια” που μπορεί να καεί. Μπορεί και όχι. Αυτό θα το καθορίσουν οι συνθήκες, ο τόπος, ο χρόνος. Αν όμως καεί, πρέπει να έρθει η ισορροπία. Η λύση. Όσο κι αν πονάει.