Μια φορά κι έναν καιρό τα πρώτα χρόνια του κόσμου, λένε πως ένα μεγάλο δάσος απλώνονταν από άκρη σε άκρη πάνω σ’ αυτήν εδώ τη γη. Ήταν τα πρώτο μεγάλο δάσος τα πρώτα χρόνια του κόσμου. Όπου και να γύριζε κανένας το κεφάλι του αντίκριζε δέντρα που υψώνονταν στον ουρανό, το ένα δίπλα στο άλλο με τα κλαδιά τους πλεγμένα έτσι αναμετάξυ τους, που αν σήκωνες τα μάτια σου, ουρανό δεν μπόραγες να δεις.
Κι ανάμεσα στα δέντρα, βρίσκονταν φυτρωμένα παντού ολόγυρα βοτάνια κι αγριολούλουδα που σκόρπαγαν τις μυρουδιές τους σ’ όλον τον αέρα. Ζώα μεγάλα και μικρά ζούσαν μέσα σ’ εκείνο το δάσος, πλάσματα από κείνα που σέρνονταν, από κείνα που πετούσαν κι από κείνα που έτρεχαν στα τέσσερα.
Μα λένε οι ιστορίες των παλιών πως ήρθε μια μέρα που επάνω σ’ ολάκερο το δάσος απλώθηκε μια μυρουδιά που δεν ήταν των αγριολούλουδων μήτε και των βοτανιών. Γιατί λένε πως κείνη η μυρουδιά ήταν απ’ τα δέντρα που καίγονταν στην άλλη άκρη του τόπου. Μια μυρουδιά βαριά έφτανε παντού, μια κάπνα σκέπαζε το δάσος κι όχι μονάχα αυτό.
Η φωτιά που είχε ξεσπάσει στην μιαν άκρη είχε φέρει αναστάτωση μεγάλη σ’ όλα τα ζώα. Έβλεπες παντού ζώα να τρέχουν, άλλα με τον τρόμο στα μάτια μήπως προλάβουν και σωθούν, άλλα να ουρλιάζουν καμένα απ’ τη φωτιά κι άλλα να κλαίνε, όπως τα ζώα ξέρουνε να κάνουν, για τα μικρά τους που δεν γλίτωσαν. Και τώρα πέρα από τη μυρουδιά και τον καπνό, άκουγες ένα κλάμα που έρχονταν μέσα από τα δέντρα κι ένα κουρνιαχτό να σηκώνεται από τα ζώα που έτρεχαν να ξεφύγουν από κείνο το κακό.
Μια μεγάλη παρέα από ζώα, ελέφαντες, ζαρκάδια, αλεπούδες κι αντιλόπες βρέθηκε, λένε, μπροστά σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Η φωτιά είχε κυκλώσει τώρα τον τόπο κι είχε αρχίσει να καίει τα δέντρα στην άκρη του ξέφωτου.
Ξαφνικά εκεί που η παρέα έτρεχε να γλιτώσει έχοντας μπροστά έναν ελέφαντα, κείνος αντίκρισε κάτι που πολύ τον παραξένεψε. Γιατί, λένε, πως ο ελέφαντας είδε ένα κολιμπρί, το πιο μικρό πουλί σ’ ολάκερη την πλάση, να παίρνει φόρα και να πέφτει μέσα σε μια λακκούβα με νερό, να πίνει όσο νερό χώραγε στο στόμα του-όλο κι όλο δυο σταγόνες-να σηκώνεται με δύναμη και να χύνεται κόντρα στη φωτιά.
Να πετάει το νερό, να ξαναγυρνάει στη λακκούβα γρήγορα-γρήγορα, να παίρνει ξανά στο στόμα του δυο στάλες νερό, να σηκώνεται με δύναμη και να χύνεται και πάλι πάνω στη φωτιά με πείσμα. Να πετάει το νερό, να γυρνάει και να πέφτει ξανά στη λακκούβα, για να πάρει νερό απ’την αρχή.
Ο ελέφαντας σάστισε, κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό, την προβοσκίδα κατεβασμένη και τα αφτιά πεσμένα να βλέπει το κολιμπρί, που τώρα έπαιρνε καινούργια φόρα για να βάλει για μια φορά ακόμα νερό μέσα στο στόμα του-κείνες τις δυο σταγόνες-και να χυθεί ξανά κόντρα στη φωτιά.
Μαζί του απόμειναν να κοιτάνε και τ’ άλλα ζώα της παρέας, τα ζαρκάδια, οι αλεπούδες κι οι αντιλόπες. Ο ελέφαντας γυρίζει και φωνάζει του πουλιού: «Ε! αδερφέ! Τι κάνεις εκεί πέρα; Τρελάθηκες; Πας να τα βάλεις με το θεριό; Τρέχα να σωθείς! Δεν θα τα καταφέρεις!» μ’ ακούς;
Το κολιμπρί άκουσε τις φωνές του ελέφαντα, γυρίζει, τον κοιτά στα μάτια και του απαντάει: «Αδερφέ, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να σβήσω στο τέλος τη φωτιά, αλλά εγώ κάνω αυτό που μου αναλογεί…»