Εξάρχεια.
1962, ίσως. Δεκέμβρης 2017, σίγουρα. Καφενείο,
μάλλον. Γιλμάζ. Γιώργος. Γρηγόρης. Τα
τρία γάμα. Από χέρι σε χέρι και από στόμα
σε στόμα. Άνθρωποι που κάθονται, πίνουνε
και μιλάνε γύρω από ένα τραπέζι, μπροστά
και πίσω από μια μπάρα, όρθιοι ή ,ακόμα
ακόμα, και σκυφτοί. Το πιο απλό πράγμα
του κόσμου· διάδραση – κι όπου μας
βγάλει. Καταφύγιο.
Ένα
επτασφράγιστο μυστικό σε μποτίλια
ουισκιού πεταμένη στην πλατεία. Μοναξιές
και προσωπικές καταστάσεις που
διαφυλάσσονται σαν κόρη οφθαλμού. Αλλά
και άνθρωποι που θέλουν να βρεθούνε.
Και παρέες. Και συντροφικές καταστάσεις.
Και φροντίδες ιαματικές με λίγο οινόπνευμα
για επιστέγασμα.
Μπορεί
να σου ταιριάξει απ’ την αρχή, μπορεί
και να χρειάζεται να το προσπεράσεις
πάραυτα – κανένα πρόβλημα. Άνθρωποι,
άνθρωποι και πάλι άνθρωποι.
Τα
στέκια, λένε, δεν έχουν όνομα. Τα αποκαλείς
όπως θες κι αυτά εμφανίζονται όταν
πρέπει μπροστά σου για να πραγματοποιήσουν
τις επιθυμίες σου· τζίνια λυχναριού
επικασιτερωμένου από τα παλιατζίδικα·
τζιμάνια άνθρωποι που σε κερνάνε γέλια
όταν τα θες, δάκρυα άμα σου λείπει η
συγκίνηση ή η μανούρα και κανένα ποτό
όταν πλησιάζει το τέλος του μήνα – ή,
καμιά φορά, και το τέλος του κόσμου. Μη
βιαστείς να τους απλώσεις το χέρι, μπορεί
να σε δαγκώσουν, χωρίς να το θέλουν. Δε
φταίνε αυτά. Μεγαλώσαν άγαρμπα, αλλά
γλυκά. Θέλουν χρόνο και αγάπη. Όπως όλα
στη ζωή.
Εξάρχεια. Είναι ένα καφενείο –μάλλον– που κοιτάει μία μικρή όμορφη ζούγκλα. Γιλμάζ. Γιώργος. Γρηγόρης. Τα τρία γάμα. Και πόσα άλλα γράμματα που χάθηκαν μέσα σε μέρες και σε νύχτες και πόσα άλλα που γνωρίστηκαν και είναι πια παρέα.
created with
WordPress Website Builder .