Μία τέτοια συλλογή διηγημάτων με φόντο την Αθήνα των τελευταίων χρόνων δεν θα μπορούσε να μας ξεφύγει. Η Πόλη ζει. Η πνοή και ο παλμός που την χαρακτηρίζουν οφείλεται στους ανθρώπους της. Πίσω από παράθυρα και πόρτες, σε μικρά δρομάκια και μεγάλες λεωφόρους, σε μαγαζιά μεγάλα και τελευταία υπόγεια εκτυλίσσονται ιστορίες άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτή. Και ο Δημήτρης Τζάνογλος παρουσιάζει τις δικές του όπως τις άκουσε ή όπως τις φαντάστηκε. Και είναι άκρως γοητευτικές.
Ένας μοναχικός αφηγητής αγναντεύει από ψηλά την πόλη και αναπλάθει με τη φαντασία του ιστορίες καθημερινής φρίκης, τρέλας, παραλογισμού ή και ανθρωπιάς που διαδραματίζονται στα ενδότερά της. Με λόγο κοφτό, σύντομο και περιεκτικό, ο Δημήτρης Τζάνογλος μας μεταφέρει στο δικό του σύμπαν, πάνω και μέσα στην πόλη.
Η ενδοοικογενειακή βία, οι εργασιακές σχέσεις, η οπαδική τρέλα, η μοναξιά, ο ατομικισμός, οι χαμένες ιδεολογίες, η δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου, οι άστεγοι, η αποξένωση εντός του αστικού τοπίου είναι μερικές από τις θεματικές αυτής της συλλογής διηγημάτων. Αγγίζει τη δική μας γενιά, αυτή των 30+ που μεγάλωσαν σε μια πόλη αχανή και σκληρή, που κρύβει όμως συνάμα τη δική της ιδιότυπη τρυφεράδα και ρομαντισμό.
Τα διηγήματα με μετέφεραν κι εμένα κάπου ψηλά, εκείνες τις βραδιές που αγναντεύεις και σκέφτεσαι τι να ζουν οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια τους την ώρα που εσύ απολαμβάνεις τον καθαρό (ή έστω τον γεμάτο ρύπους) αέρα της πόλης. Και αυτό ακριβώς ήταν και η επιτυχία του. Εικόνες και συναισθήματα, σκέψεις που όλοι λίγο πολύ έχουμε κάνει αποτυπώθηκαν στο χαρτί με τρόπο ιδιαίτερο. Πραγματικά ήθελα κι άλλο. Ήθελα οι ιστορίες να είναι μεγαλύτερες, να μην τελειώσουν τόσο γρήγορα, να ρουφήξω κι άλλες στιγμές ζωής μέσα από τη γραφή του Δημήτρη. Ίσως όμως τότε να μην αφηνόταν η φαντασία μου ελεύθερη. Ίσως τότε να μην κατάφερνα να δώσω τη δική μου ερμηνεία σε όσα διάβαζα και το δικό μου ιδανικό τέλος.
Όσο ωμός κι αν ήταν ο ρεαλισμός των ιστοριών, η ενσυναίσθηση και η ευαισθησία του συγγραφέα ήταν παντού ολοφάνερη. Δεν θα γράψω τις αγαπημένες μου γιατί αισθάνομαι ότι θα προδώσω κάτι ή θα κατευθύνω κάποιον. Και αυτά τα διηγήματα πρέπει να διαβαστούν με καθαρό και ελεύθερο μυαλό.
Θα κλείσω όμως με τη φράση κλειδί αυτής της συλλογής: “Τελικά, όταν αισθάνεσαι ελεύθερος, είναι όμορφη αυτή η πόλη”.