Το τελευταίο θεατρικό έργο του Γιάννη Τσίρου με τίτλο “Ημέρα Κυρίου” σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Μάνος Καρατζογιάννης.
Ένα νεαρό ζευγάρι περνά την Κυριακή του χαλαρώνοντας στις ξαπλώστρες δίπλα στην πισίνα του κήπου του σπιτιού τους. Το περιβάλλον μαρτυρά μια οικονομική ευμάρεια, που είναι εμφανής, χωρίς όμως να κραυγάζει. Στο σπίτι μένει μόνιμα και μια νεαρή οικιακή βοηθός-οικονόμος, ενώ υπάρχει πάντοτε και ένας υπεύθυνος ασφαλείας, ο οποίος επιτηρεί το χώρο μέσα από ένα κλειστό κύκλωμα με κάμερες. Στη φαινομενικά ήρεμη και χαλαρή ατμόσφαιρα της ημέρας βλέπουμε να κυριαρχεί μια απόσταση μεταξύ του ζευγαριού που έστω και αν δε φτάνει το επίπεδο της αποξένωσης, κάνει την επικοινωνία τους προβληματική. Ο άντρας έχει τον αέρα του επιτυχημένου, του τακτοποιημένου, που απλά επιθυμεί να απολαύσει προσωπικές στιγμές στην αργία του Η γυναίκα διακρίνεται από μια διάχυτη νευρικότητα και μια σκυθρωπότητα, οι οποίες επιτείνονται από έναν (τυχαίο;) βανδαλισμό του βιτρό της σοφίτας, στην οποία κοιμάται. Άγνωστος πέταξε μέσα στη νύχτα μία πέτρα, σπάζοντας το βιτρό και αναστατώνοντας τον ήδη ευαίσθητο ψυχισμό της. Ο λόγος της ενέργειας αυτής είναι άγνωστος όπως και ο δράστης, με τις υποψίες να στρέφονται κατά του μουσουλμάνου κηπουρού που πιθανώς να επιβουλεύεται την περιχαρακωμένη ευζωία τους. Αυτή η αναζήτηση του ενόχου και των πιθανών κινήτρων του αρχίζει να ξετυλίγει το μίτο της προβληματικής σχέσης του ζευγαριού και να αναδεικνύει τις αδυναμίες και τις ανασφάλειες όλων των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Όλοι κρύβουν κάποια μυστικά, κάποια απωθημένα, ακόμα και κάποιες Ερινύες που τους καταδιώκουν και ζητούν μερίδιο από τη ζωή και την καθημερινότητά τους. Πέρα από την επιφάνεια στις μεταξύ τους σχέσεις υπάρχουν πολλά επίπεδα τα οποία δεν είναι εμφανή, αλλά μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια με την παραμικρή αφορμή, ενώ η αίσθηση της χαράς, της ηρεμίας, ακόμα και της απόλαυσης είναι τόσο εύθραυστη που δεν υπάρχουν εχέγγυα για τη μονιμότητά της.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθετεί την παράσταση με μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση επενδύοντας στον προβληματισμό επί του αξιακού συστήματος που έχει υιοθετήσει ο καθένας μας και τον τρόπο που το εφαρμόζει στην καθημερινότητά του. Οι τέσσερις ήρωες έχουν από γραφής διαφορετική ψυχοαύνθεση και ευαισθησία και στις διαφορές αυτές εστιάζει η σκηνοθετική προσέγγιση. Ο τρόπος σκέψης του καθενός επηρεάζει την ψυχραιμία και την ευθυκρισία του και καθορίζει τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές του. Οι σχέσεις των ηρώων έχουν πάντοτε ένα δεύτερο (δραματουργικό και υφολογικό) επίπεδο, το οποίο συχνά ταράζει τη φαινομενικά ήρεμη επιφάνεια. Υπάρχει μια συνεχής αναμονή για μια κλιμάκωση της υποβόσκουσας έντασης μεταξύ των χαρακτήρων, αλλά αυτή αναβάλλεται μέχρι την απότομη έκρηξη προς το τέλος. Το έδαφος γι’ αυτήν την έκρηξη καλλιεργείται μεν στις προηγούμενες σκηνές αλλά δεν οριοθετείται πάντοτε επαρκώς και δεν πυροδοτείται με την καθαρότητα και τη σαφήνεια που θα ήθελα. Ο ρυθμός έχει κάποιες στιγμές που πέφτει, αλλά χωρίς να χάνεται το ενδιαφέρον για τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Τα εσωτερικά τραύματα του καθενός αποκαλύπτονται στην πορεία, όπως και ο τρόπος αντιμετώπισής τους που προοιωνίζει και τις ψυχολογικές ρωγμές που ο καθένας τους εμφανίζει. Η οικειότητα που νιώθει ο θεατής για τον κάθε τύπο χαρακτήρα και η αναγνωρισιμότητά του στην καθημερινότητά μας συγκαταλέγεται στα ατού της παράστασης.
Ο Μάξιμος Μουμούρης είναι ο κύριος Ματθαίου, ένας πλούσιος και κυνικός μεσήλικας που ζει με όλες του τις ανέσεις στα προάστια. Είναι φιλάρεσκος, με αρκετά υπερτροφικό εγώ λόγω επαγγελματικής επιτυχίας και θέλει να είναι ο ρυθμιστής των σχέσεών του με τους άλλους, χαρακτηριστικά που υπερασπίζεται με συνέπεια στη σκηνή. Δεν αποδέχεται την ήττα και προτιμά να έχει τον έλεγχο τόσο των ανθρώπων, όσο και των καταστάσεων. Από τις πολύ καλές ερμηνευτικές του στιγμές. Η Φαίη Ξυλά στο ρόλο της Ιουλίας, της ασταθούς ψυχολογικά συζύγου, αποτυπώνει με επιτυχία τόσο με τις εκφράσεις της, όσο και με το λόγο της την εσωτερική της ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Είναι εύθραυστη, έχει εμφανείς ρωγμές και ευαίσθητες πλευρές, αλλά και μία κρυφή εσωτερική δύναμη που τη βοηθά να μην καταρρεύσει. Ο Βασίλης Αθανασόπουλος υποδύεται τον Άρη, το νεαρό υπεύθυνο ασφαλείας του σπιτιού. Ο λόγος του είναι ξενοφοβικός, στα όρια του ρατσισμού, ενώ η παρουσία του επιχειρεί να εμπνεύσει την ασφάλεια που αντιπροσωπεύει η θέση του στο σπίτι. Η ερμηνεία του έχει σαφήνεια και συνέπεια, αλλά αποτελεί μειονέκτημα ότι γενικά οι εκφράσεις του προσώπου του δεν εναρμονίζονται με το διχαστικό του λόγο. Η Αναστασία Παντούση παίζει τη Λένα, την οικιακή βοηθό του σπιτιού, η οποία αγωνίζεται φιλότιμα να αντεπεξέλθει στο βαθμό δυσκολίας των καθηκόντων της. Έχει μέτρο και ισορροπημένη σκηνική παρουσία και μία αναπάντεχη (δεδομένου ότι είναι η πρώτη της θεατρική εμφάνιση) ωριμότητα και σοβαρότητα στο παίξιμό της.
Το σκηνικό της Τέτας Τσαβδαρίδου αποτυπώνει τον κήπο με την πισίνα μιας πλούσιας μονοκατοικίας και προσαρμόζεται επιτυχημένα στο διαθέσιμο χώρο. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα εναρμονίζονται με φυσικό τρόπο με τους χαρακτήρες που ντύνουν, ενώ η μουσική του Γιώργου Πούλιου συνοδεύει αρμονικά το λόγο και τη σκηνική δράση. Οι φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου δημιουργούν εξαιρετική ατμόσφαιρα και εστιάζουν σωστά στα πρόσωπα των εκάστοτε πρωταγωνιστών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, παρακολούθησα ένα νέο Ελληνικό κείμενο που παρά κάποιες εγγενείς ατέλειες, αποτυπώνει χαρακτήρες, γεγονότα και καταστάσεις μιας σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Η σκηνοθετική οπτική εστιάζει στην ψυχογραφική σκιαγράφηση των ηρώων του έργου, η κλιμάκωση της έντασης είναι αισθητή (αν και με κάποιες ασάφειες) και το τελικό αποτέλεσμα κρατά το ενδιαφέρον του θεατή. Οι ερμηνείες έχουν πολύ καλή σκηνική χημεία, με ελάχιστες αρρυθμίες και αποτελούν ένα από τα δυνατά σημεία της παράστασης, η οποία κρατά μέχρι το τέλος το θετικό της πρόσημο.