Το έργο του Άγγλου κωμικού και συγγραφέα παιδικών βιβλίων David Edward Williams (ευρύτερα γνωστού ως David Walliams) με τίτλο “Η Συμμορία του Μεσονυκτίου” (The Midnight Gang) σκηνοθετεί στην παιδική σκηνή του Θεάτρου Άνεσις ο Δημήτρης Δεγαΐτης.
Το βιβλίο εκδόθηκε ως παιδικό μυθιστόρημα το Νοέμβριο του 2016, ενώ διασκευάσθηκε και για το θέατρο. Ένα μπαλάκι του κρίκετ τραυματίζει τον Τομ στο κεφάλι σε ένα σχολικό ατύχημα και για τη νοσηλεία του εισάγεται στο νοσοκομείο Lord Funt, ένα από τα πιο παράξενα του Λονδίνου. Ο θυρωρός, λίγο παράξενος, με σωματική παραμόρφωση, αλλά με καλή και αγαθή καρδιά, τον οδηγεί στο θάλαμο όπου ήδη βρίσκονται ο Τζορτζ, ο Ρόμπιν, η Άμπερ και η Σάλι, τέσσερα παιδιά με το καθένα να έχει τη δική του ιστορία (και ασθένεια) και τα οποία τον βοηθούν με τον τρόπο τους να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο του περιβάλλον. Η προϊσταμένη όμως είναι μια δύσκολη και μάλλον αυστηρή κυρία που δε συμπαθεί καθόλου τα παιδιά και επιθυμεί να τους κάνει τη ζωή και τη διαμονή τους δύσκολη, βάζοντας κανόνες και θέτοντας όρια. Ο απόμακρος και μάλλον τυπολάτρης διευθυντής του νοσοκομείου, η συμπαθέστατη κι ευγενική τραπεζοκόμος, η γενικά αγαθή καθαρίστρια κι ο νεαρός ειδικευόμενος γιατρός που ξεγελιέται εύκολα από τα παιδιά αποτελούν το θετικό αντίβαρο της στριφνής νοσοκόμας. Οι “συνασθενείς” του Τομ θα τον μυήσουν στα μυστικά της “Συμμορίας του Μεσονυκτίου”, που, με σύμμαχο το θυρωρό, προσπαθεί να κάνει (έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα) πράξη τις τρελές τους επιθυμίες. Όταν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα ξεγλιστρώντας από την εποπτεία της προϊσταμένης και με την κάθοδό τους στο υπόγειο του νοσοκομείου, το κάθε παιδί εκφράζει μια ευχή που γίνεται πράξη και ικανοποιεί τα όνειρα και την επιθυμία τους για ζωή, δημιουργία και περιπέτεια. Μέσα από τη διαυγή και αθώα αυτή ματιά των γεγονότων τα θέματα που θίγονται είναι πολλά, επίκαιρα και επικεντρωμένα στην ανθρώπινη φύση. Η μετάφραση και η ελληνική θεατρική διασκευή του κειμένου που έγινε από την Άνδρη Θεοδότου, είναι εξαιρετικά προσεγμένη, αποδόθηκε σε απλή και στρωτή γλώσσα, έχει συνέχεια και ροή και μοιάζει απόλυτα προσαρμοσμένη στην παιδική σκέψη, διάθεση και ψυχοσύνθεση.
Ο Δημήτρης Δεγαΐτης στη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος επενδύει στη σκεπτόμενη και δημιουργική διασκέδαση του κοινού στο οποίο απευθύνεται η παράσταση. Το κάθε παιδί έχει τη δική του ασθένεια, κουβαλά τη δική του ιστορία και τα προσωπικά του βιώματα και πάνω σε αυτά τα δεδομένα χτίζονται σαφείς και διακριτοί χαρακτήρες που είναι βγαλμένοι από την καθημερινότητα, χωρίς καμία απόχρωση καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης. Το χιούμορ διατρέχει το έργο, έχει αιχμηρότητα, εξυπνάδα και δε βασίζεται σε τηλεοπτικά τσιτάτα, δημιουργώντας έναν εξαιρετικό συνδυασμό με την παιδική φρεσκάδα και ενέργεια που βγάζουν οι (ενήλικες) ηθοποιοί στη σκηνή. Και τα δύο στοιχεία είναι νομίζω απαραίτητα για να επικοινωνήσουν με το παιδικό κοινό της παράστασης και να το παρασύρουν σε ένα συμμετοχικό είδος θεατρικής θέασης και πράξης. Οι θεματικοί πυρήνες πάνω στους οποίους κινείται το έργο πραγματεύονται τη φιλία, την αλληλεγγύη, την πίστη στις ίδιες δυνάμεις, τη συνέργεια, την κατανόηση, την αποδοχή του διαφορετικού, την ενσυναίσθηση, τη φαντασία, την τρυφερότητα και την αγάπη. Η σημασία της υγείας και η προοπτική αυτής, η παραμέληση από την οικογένεια, η σημασία των ανθρώπων που στέκονται δίπλα μας στις δύσκολες στιγμές και η μοναξιά είναι επίσης θέματα που θίγονται με έναν απλοϊκά διεισδυτικό και ταυτόχρονα αποτελεσματικό τρόπο. Ο γρήγορος ρυθμός ελάχιστες στιγμές χαλαρώνει, ενώ οι διάλογοι έχουν σπιρτάδα και αμεσότητα, κρατώντας σε εγρήγορση και ετοιμότητα τόσο το παιδικό, όσο και το ενήλικο κοινό. Μελαγχολική αίσθηση (καθώς ας μην ξεχνάμε η ιστορία αφορά μια παρέα άρρωστων παιδιών) δεν υπάρχει πουθενά, αντίθετα η αισιοδοξία και η θετική διάθεση διατρέχουν το έργο και το κάνουν προσιτό και γεμάτο ζωή. Ακόμα και κάποια “αναπόφευκτα” στερεότυπα, πάνω στα οποία δομείται η αίσθηση ενός σύγχρονου παραμυθιού στη ροή της παράστασης δίνονται με τρόπο εύσχημο, χαριτωμένο και κυρίως άμεσο, φιλικό και παρεΐστικο. Οι ηθοποιοί έχουν πολύ καλή σκηνική χημεία, συνεργασίες, κινητικότητα και επιτυχημένους αυτοσχεδιασμούς, υποστηρίζοντας σε υψηλό βαθμό το σκηνοθετικό όραμα.
Ο Μάριος Κρητικόπουλος στο ρόλο του Τομ, φέρνει την αύρα του καινούργιου στο θάλαμο, ενώ προσαρμόζεται άμεσα στις ανάγκες και τα θέλω της υφιστάμενης παρέας. Έχει σκηνική άνεση, ενθουσιασμό, τη δέουσα κινητικότητα, αλλά και μια αμεσότητα που εισχωρεί στην παιδική ψυχολογία και προκαλεί την αυθόρμητη θετική ανταπόκριση από την πλατεία. Ο Βασίλης Παπαδημητρίου ως Τζορτζ με μία σχεδόν παθολογική, αλλά καθ’ όλα αφοπλιστική λατρεία στις σοκολάτες (να πω την αλήθεια ταυτίστηκα) βγάζει μια αυθεντική τρυφερότητα και ζεστασιά, η Δώρα Χουρσανίδου που ερμηνεύει την Άμπερ και παρά τα σπασμένα της άκρα εκπέμπει δυναμισμό, πείσμα και αλήθεια με τη σκηνική της παρουσία, ο Ρόμπιν του Φοίβου Σαμαρτζή που αν και προσωρινά δε βλέπει (λόγω εγχείρησης στα μάτια) μοιάζει να επικοινωνεί με την υπόλοιπη παρέα με τα μάτια της ψυχής και η Δανάη Ομορεγκιέ-Νεάνθη με τη βαθιά τρυφερότητα και την ήρεμη γλυκύτητα με την οποία υποδύεται τη Σάλι, που λόγω οργανικής εξάντλησης κοιμάται αρκετά, αποτελούν την πολύ καλά δουλεμένη ομάδα των παιδιών που συντροφεύουν τον Τομ και ουσιαστικά γίνονται η παρέα και η οικογένειά του. Ο Δημοσθένης Φίλιππας παίζει το θυρωρό, ξεφεύγοντας έξυπνα από την παγίδα της τυποποίησης σε έναν άχαρο ρόλο “Κουασιμόδου” και γίνεται ο συνδετικός κρίκος της συμμορίας των παιδιών με τα όνειρά τους, περνώντας με εύστοχο και καίριο τρόπο το μήνυμα ότι η όποια σωματική δυσπλασία δε συνοδεύεται και από αντίστοιχη πνευματική ή ψυχολογική, αλλά μπορεί να αφορά έναν καθ’ όλα λειτουργικό και συνειδητοποιημένο άνθρωπο. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου στο ρόλο της στριφνής και δύστροπης προϊσταμένης, φέρνει εις πέρας σχεδόν υποδειγματικά την αποστολή της, χάρις στην ειρωνεία του λόγου της, στις εκφράσεις του προσώπου της που φανερώνουν μια σχεδόν φυσική απέχθεια στα παιδιά και στην όλη στάση του σώματός της στη σκηνή. Ο Θανάσης Ισιδώρου (Γιατρός Λούπερς, Νέλι και Σερ Στρίλλερς) και η Ανδριανή Νεοκλέους (Ντίλι, Τούτσι) συμπληρώνουν με το ταλέντο και τη ζωτικότητά τους μια σφιχτή ερμηνευτική ομάδα που δείχνει να διασκεδάζει και η ίδια στην παράσταση και να απολαμβάνει τις στιγμές της στο θεατρικό σανίδι.
Η Αρετή Μουστάκα δημιούργησε έναν ευέλικτο και απόλυτα λειτουργικό σκηνικό χώρο, χωρίς τίποτε περιττό, με τις ιδέες της να γίνονται σημαντικό εργαλείο για το σκηνοθέτη στη διαδοχή των σκηνικών εικόνων. Τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη ντύνουν εύστοχα τους χαρακτήρες, δίνουν χρώμα στην παράσταση, χωρίς όμως να αποσπούν την προσοχή από τη ροή της. Η πρωτότυπη μουσική του Νίκου Τσέκου έχει μια εθιστική αίσθηση και συνοδεύει με μελωδικά σπιρτόζικο τρόπο το λόγο. Η επιμέλεια της κίνησης από τη Μαρίζα Τσίγκα απέφυγε την υπερβολή, είχε δυναμισμό, ζωντάνια και υπηρέτησε σωστά την επικοινωνία των μηνυμάτων του κειμένου προς το κοινό. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα είχαν κάποιες αδύναμες στιγμές στην εστίαση στα νοητικά ταξίδια της παιδικής ομάδας, αλλά δημιούργησαν μια αρκετά υποβλητική ατμόσφαιρα για τις μεταμεσονύκτιες αναζητήσεις τους. Τα σκίτσα του Γιάννη Στύλου ενσωματώνονται πανέξυπνα στη σκηνική δράση μέσω του videowall.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άνεσις, παρακολούθησα ένα σύγχρονο παραμύθι, που αποτελεί ένα ψυχογραφικό ταξίδι στην παιδική φαντασία, τη δημιουργικότητα και τα όνειρά τους. Η σκηνοθετική προσέγγιση πλάθει διακριτούς παιδικούς χαρακτήρες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τον καθένα και την καθεμία, αλλά με κοινό γνώμονά τους τη διάθεση και τη δίψα για ζωή. Η σημασία της υγείας, ψυχικής και σωματικής, η οικογενειακή εγκατάλειψη, αλλά και οι παρέες που κάνουμε από επιλογή και με τις οποίες μοιραζόμαστε τις σημαντικές μας στιγμές είναι θέματα που θίγονται με έναν δημιουργικά απλό τρόπο που καταφέρνει να επικοινωνήσει τόσο με το παιδικό, όσο και με το ενήλικο κοινό που παρακολουθεί την παράσταση. Η ερμηνευτική ομάδα έχει ομοιογένεια, πολύ καλή σκηνική χημεία, ζωντάνια και ενθουσιασμό, ώστε ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του κοινού που την παρακολουθεί. Μια κεφάτη θεατρική δουλειά με πολύ ενδιαφέρον τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους ενήλικες συνοδούς τους.