Η πλαστελίνη είναι ένα υλικό με το οποίο μεγάλωσαν πολλές γενιές παιδιών.
Ίσως να είναι και το πρώτο υλικό που μας μαθαίνει ότι αν κάτι το σκεφτούμε, μπορούμε να το φτιάξουμε κιόλας, δίνοντάς μας μάλιστα τη δυνατότητα να βλέπουμε το αποτέλεσμα ξανά και ξανά, μην μπορώντας να αμφιβάλουμε στιγμή για το ότι καταφέραμε να το δημιουργήσαμε και νιώθοντας περήφανοι για το έργο μας.
Χρώματα και σχήματα που αναμειγνύονται· καινούρια χρώματα και σχήματα που τελικά εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μας. Οι δυνατότητες είναι άπειρες! Τα χέρια πλάθουν και το μυαλό αφήνεται να ταξιδέψει –και το αντίθετο–, με τρόπο που βοηθάει στο να μπορούν οι λειτουργίες αυτές να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και μας δείχνει ότι το ένα μπορεί να λειτουργεί παράλληλα και όχι εις βάρος του άλλου. Από τα χέρια ενός παιδιού δημιουργούνται άπειροι μικροί κόσμοι, οι οποίοι μπορούν να μετασχηματιστούν, να τσαλαπατηθούν, να μείνουν ατελείς, να ζουληχτούν, να ομορφύνουν, να λεπτύνουν ή να φουσκώσουν, να ξαναδουλευτούν. Η πλαστελίνη τελικά μας μαθαίνει ότι ο κόσμος είναι ένα εύπλαστο υλικό το οποίο αλλάζει συνεχώς και ότι εμείς είμαστε αυτοί που μπορούμε να συμβάλουμε στην αλλαγή του.
Δημιουργήθηκε τυχαία τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα ιαπωνικά στρατεύματα στην Άπω Ανατολή, έκοψαν την πρόσβαση της Αμερικής στα αποθέματα καουτσούκ. Έτσι, οι επιστήμονες εταιρειών της εποχής ξεκίνησαν πειράματα για τη δημιουργία συνθετικού υποκατάστατου καουτσούκ. Κατά τη διάρκεια αυτών των πειραμάτων ο μηχανικός Τζέιμς Ράιτ έχυσε βορικό οξύ σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα γεμάτο με λάδι σιλικόνης, ελπίζοντας ότι θα ενωθούν για να δημιουργήσουν σκληρό καουτσούκ. Αντιθέτως, το μείγμα μεταβλήθηκε σε ένα μαλακό κολλώδες υλικό. Η εταιρεία έστειλε δείγματα του νέου υλικού σε επιστήμονες σε όλο τον κόσμο για να δει αν μπορούσαν να βρουν κάποια χρήση για αυτό. Κανείς δε κατάφερε να βρει κάποια χρησιμότητα, παρότι διασκέδαζαν πραγματικά να παίζουν μαζί του. Η ιστορία της πλαστελίνης είχε ήδη ξεκινήσει.