Γράφει ο Γιώργος Χριστόπουλος
Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Τέννεσσι Ουίλλιαμς (Thomas Lanier Williams III) με τίτλο “Η Νύχτα της Ιγκουάνα” (The Night of the Iguana) σκηνοθετεί στο Θέατρο Πορεία η Μαρία Μαγκανάρη.
Ξεκίνησε να γράφεται το 1948 και παρουσιάστηκε ως μικρό μυθιστόρημα-αφήγηση, ενώ το 1959 ο συγγραφέας το παρουσίασε ως μονόπρακτο. Συνέχισε να γράφει διαφορετικές εκδοχές του για να καταλήξει στην τελική τρίπρακτη μορφή του το 1961 και να κάνει πρεμιέρα στο Royale Theatre του Broadway το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Το 1964 ο John Huston σκηνοθέτησε την κινηματογραφική βερσιόν του έργου με πρωταγωνιστές τους Richard Burton, Ava Gardner και Deborah Kerr.
Ο αιδεσιμότατος Σάννον, ένας αποσχηματισμένος ιερέας, νυν ξεναγός μικρών εκδρομικών ομάδων και αθεράπευτος γυναικάς, καταφτάνει στο φθηνό πανδοχείο της μεσόκοπης, υπερσεξουαλικής Μαξίν, κάπου στο Μεξικό, ψυχολογικό ράκος και κατηγορούμενος για την αποπλάνηση ενός ανήλικου κοριτσιού από το γκρουπ που συνοδεύει. Η ιδιοκτήτριά του έχει πρόσφατα χηρεύσει και προσπαθεί να βρει τα πατήματά της διευθύνοντας το πανδοχείο. Ο Σάννον της ζητά στέγη, αλλά κυρίως ψυχολογική υποστήριξη και προστασία από την επίθεση που δέχεται από τις θρησκευόμενες γυναίκες της ομάδας και τον οδηγό του λεωφορείου, που θέλουν να επιστρέψουν το ταχύτερο δυνατό στον προορισμό τους και να καταγγείλουν τη συμπεριφορά του στις αρχές. Όταν τελικά φεύγουν και τον εγκαταλείπουν στο Costa Verde, καταφθάνουν στο πανδοχείο η γεροντοκόρη Χάννα, μαζί με το γηραιό και άρρωστο πατέρα της, ο οποίος επιχειρεί να εμπνευστεί και να γράψει το πιο πρόσφατο ποίημά του. Όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι ήρωες περνούν το βράδυ μαζί, αντιμέτωποι με τις αλήθειες και τα ψέματά τους, τη μοναξιά και την ανάγκη τους για ανθρώπινη επαφή, τα διλήμματα της θρησκείας και καταφεύγουν ο ένας στον άλλο για κουβέντα, απαντήσεις και συντροφιά, προσπαθώντας να γεμίσουν τα εσωτερικά τους κενά με την “καλοσύνη των ξένων”.
Η μετάφραση έγινε από τη σκηνοθέτιδα και διατήρησε την εσωτερικότητα, την ευαισθησία, αλλά και την υφολογία του αρχικού κειμένου.
Η Μαρία Μαγκανάρη ανέλαβε τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης, δίνοντας έμφαση στη διαφορετικότητα των χαρακτήρων των ηρώων, την ιδιαιτερότητά του καθενός, τις διαφορές τους, αλλά και την κοινή τους αναζήτηση για κατανόηση, ανθρωπιά και συντροφικότητα. Οι χαρακτήρες αυτοί μπορεί να μην είναι ακριβώς οι άνθρωποι της διπλανής πόρτες, αλλά είναι αναγνωρίσιμοι και ακόμα πιο αναγνωρίσιμα είναι τα πάθη, τα τραύματα και τα αισθήματά τους, τα οποία κουβαλούν σαν αλυσίδες και προσπαθούν να τα μοιραστούν για να ελαφρύνουν τα δεσμά τους. Οι ήρωες φλερτάρουν με την υπερβολή και η εξωτερίκευση του λόγου τους έρχεται συχνά σε αντίθεση με τις εσωτερικές και συχνά ασυνείδητες ανάγκες και επιθυμίες τους. Η υπέρβαση του ρεαλισμού γίνεται με μέτρο και λογική, καθώς η σκηνοθετική ματιά δεν επιθυμεί να συνομιλήσει με τον φαινομενικό παραλογισμό των χαρακτήρων, αλλά να κοιτάξει βαθύτερα, στα μύχια της σκέψης και της ψυχής τους και να τα προσφέρει στο κοινό για να ταυτιστεί μαζί τους. Η πολυεπίπεδη εμβάθυνση υπήρξε εμφανής, είχε οξύτητα, αλλά υπήρχαν αρκετές στιγμές που ένιωσα το δισταγμό της σκηνοθέτιδας να φτάσει στο μεδούλι και να προτιμά την επιστροφή προς την επιφάνεια για να μην “κουρελιάσει” τους ήρωές της. Δημιούργησε εικόνες που είχαν χρώμα, ένταση, κίνηση, νεύρο, αλλά χαλιναγώγησε σε κάποιο βαθμό τη φαντασιακή παράμετρο της ματιάς της. Παρ’ όλα αυτά η παράσταση είχε ρυθμό, πολλές εξαιρετικές στιγμές στις ερμηνείες των ηθοποιών και η δυναμική της άγγιξε το θεατή, τον προβλημάτισε, σε κάποιες σκηνές τον συνεπήρε πριν τον επιστρέψει στην πραγματικότητα του παρόντος.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης αναμετρήθηκε με το ρόλο του αιδεσιμότατου Σάννον, ένα διχασμένο πρώην κληρικό που δείχνει να αναζητά τόσο την ταυτότητά του, όσο και το λόγο της ίδιας του της ύπαρξης, παράλληλα με το πως έφτασε στο συναισθηματικό και ψυχολογικό βάλτο που βρίσκεται. Καταφέρνει να εξωτερικεύσει την ανισορροπία που επικρατεί μέσα του, τον αγώνα του για μια κάποια ενσυναίσθηση, αλλά αφήνει σε αυτήν την προσπάθεια κάποια κενά, ενώ οι φωνητικές του εξάρσεις δεν εξυπηρέτησαν πάντοτε επιτυχημένα αυτήν την παλλόμενη εσωτερική του τρικυμία.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου ήταν η Μαξίν, ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, μία γυναίκα με κατανόηση, έντονες σεξουαλικές ορμές και καταπιεσμένη εσωτερική ενέργεια. Ο λόγος της μεστός, ουσιαστικός και ενίοτε παιγνιώδης, με ρούχα και κίνηση που τόνιζαν την πλεονάζουσα σεξουαλικότητά της, δημιουργεί ένα χαρακτήρα εξαιρετικά μελετημένο και ιδιαίτερο και τον αποδίδει χωρίς να χάσει την ουσία και το μέτρο του, σχεδόν αψεγάδιαστα.

Η Σύρμω Κεκέ ερμηνεύει τη Χάννα, την καταπιεσμένη, ευαίσθητη και μυστηριώδη γεροντοκόρη που φτάνει στο πανδοχείο με τον πατέρα της. Η ερμηνεία της έχει εσωτερικότητα, ευαισθησία και μια υφέρπουσα πικρία για αρκετά ανολοκλήρωτα πράγματα στη ζωή της. Στις σκηνές της με το Σάννον, υπήρχε λεκτική χημεία, αλλά μου έλειψε το κινητικό και σωματικό ταίριασμα, μια αρμονία συνολικότερη που θα ολοκλήρωνε την εικόνα.
Ο Γιώργος Μπινιάρης υποδύθηκε τον Μόμο, πατέρα της Χάννα, ο οποίος ζει σε ένα παράλληλο ονειρικό σύμπαν, αφοσιωμένος στους στίχους και τα ποιήματά του. Είχε μια απόκοσμη και χαμηλότονη γνησιότητα σε αυτό που έκανε και υπήρξε μια ανάσα γεμάτη λυρισμό και ανθρωπιά στη ροή του έργου.
Η Τζούντιθ της Δήμητρας Βλαγκοπούλου ήταν βγαλμένη από τα στερεότυπα μιας κλασσικής θεούσας και οδήγησε το χαρακτήρα της στην υπερβολή τόσο τη λεκτική, όσο και την κινητική.
Η Βίκυ Κατσίκα στο ρόλο της νεαρής Σάρλοτ, θύματος του Σάννον, έβγαλε στη σκηνή την απελπισία ενός νεανικού και εξ’ αρχής καταδικασμένου έρωτα και μαζί με τον Πέτρο Μάλαμα στους ρόλους του Πέδρο και του Χανκ συμπλήρωσαν επιτυχημένα το καστ της παράστασης.
Τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα αποτυπώνουν με χαρακτηριστικό και ευφυή τρόπο ένα τροπικό περιβάλλον, χρωματιστό, με μια πινελιά επίπλαστης ξενοιασιάς διακοπών, όπου θα ξεδιπλώσουν όλη την εσωτερική τους καταπίεση οι ήρωες. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αποτελούν μια εξίσου ευφυή προσθήκη στην παράσταση, καθώς είναι διαφορετικά και ντύνουν με ακρίβεια τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα. Το ηχητικό περιβάλλον που συνθέτει η Nalyssa Green δεν περνά απαρατήρητο, ούτε παρεμβαίνει στη ροή του λόγου. Οι φωτισμοί της Μαρίας Γοζαδίνου χαμηλοί, δημιουργώντας σκιές και μια ομίχλη στο βάθος της σκηνής, έδωσαν ένα μυστικιστικό τόνο στο σκηνικό χώρο.