«Ελλάς, το μεγαλείο σου!», αναφώνησε με δάκρυα στη φωνή της. Με τέτοιο τρόπο, που λες και μίλησε στην καρδιά όλων των επιβατών στο γεμάτο τρόλεϊ.
Η αναμονή της στη στάση, εκείνη τη νύχτα του Σεπτέμβρη στην Αθήνα, θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Εκνευριστικά μεγάλη για την ηλικία της.
«Ελάτε να καθίσετε», ακούστηκε.
«Δε θέλω να καθίσω, δε θέλω…».
Με το ένα χέρι της στη μαγκούρα, με το άλλο να κρατιέται από μία κολόνα.
Συνέχισε το μονόλογο.
«Παλιά, η ζωή ήταν καλύτερη.
Δεν υπήρχε αυτό το χάλι το σημερινό».
Και ήταν αυτά τα λόγια της, που μ’ έκαναν να θέλω τόσο πολύ να τη ρωτήσω τι εννοούσε. Όχι από αδιακρισία, αλλά γιατί ήθελα να ακούσω τη δική της εξήγηση.
«Θα ήθελα να σας ρωτήσω. Γιατί είπατε πως η ζωή ήταν καλύτερη παλιά; Πώς ήταν;».
Άρχισε να μου εξηγεί τι εννοούσε. Απορώ γιατί είχα σκεφτεί πως θα θύμωνε. Μου απάντησε ότι παρά τη φτώχεια, παρά τις όποιες στερήσεις, τα νεανικά της χρόνια τα έζησε με άλλη ποιότητα. Ήταν μεν δύσκολα, αλλά όχι τόσο περίπλοκα.
Μέχρι να κατέβω, μου μίλησε για αρκετά πράγματα. Για τη ζωή της, τα παιδικά της χρόνια. Μεγάλωσε σε μια γειτονιά στου Ψυρρή, τότε που η Αθήνα θύμιζε περισσότερο εξοχή, παρά μεγαλούπολη. «Να, εδώ υπήρχαν χωράφια”.
Και μετά, πέρασε στα τωρινά. Ενημερωμένη για την επικαιρότητα, για τις εξελίξεις. Για την ανεργία στους νέους, για τα όνειρά τους. Για… για… Η φωνή της αποκτούσε αυθόρμητη τρυφεράδα… Ο λόγος της εύστροφος, αφηγηματικός, με επιχειρήματα.