«Οι Αδιάφοροι» είναι το πρώτο έργο του Αλμπέρτο Μοράβια και, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή κριτική, το πιο σημαντικό απ’ όλα. Άρχισε να το γράφει -επηρεασμένος από τον Ρεμπό και τον Ντοστογιέφσκι- σε ηλικία 18 χρονών, και το τέλειωσε ύστερα από τρία χρόνια, σε μια Ιταλία που συνταρασσόταν από άγρια πάθη. Ο Μουσολίνι έχει επιβάλει δικτατορία και οι εξεγέρσεις από τη δολοφονία του Ματεότι ήταν νωπές.
Ο Μοράβια δεν μιλάει καθόλου «πολιτικά». Στη σφαίρα της πολιτικής όμως δεν ανήκει και η συναισθηματική κατάσταση ανθρώπων που ζουν και εδράζονται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη;
Ο αναγνώστης θα διακρίνει τόσο στο νεαρό ήρωα του έργου, όσο και στ’ άλλα πρόσωπα, ανθρώπους μιας παρηκμασμένης κοινωνίας, μιας αστικής τάξης σε ηθική κάθοδο.
Μέσα από μια απλή ιστορία, ο Μοράβια παρουσιάζει ένα συναρπαστικό κοινωνικό ντοκουμέντο, ένα ψυχογράφημα χαρακτήρων, που γίνονται αντιπροσωπευτικά σύμβολα μιας συγκεκριμένης εποχής.
Υπόθεση
Οι «Αδιάφοροι» είναι οι Αρτένγκο, μια οικογένεια της αστικής τάξης που ζει στη Ρώμη. Τα βασικά πρόσωπα είναι η Μαρία Γκράτσια, η μητέρα της οικογένειας που είναι χήρα (ο πατέρας δεν αναφέρεται καθόλου) και έχει δύο παιδιά, την Κάρλα και τον Μικέλε. Στην πλοκή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο Λέο, ο -για πολλά χρόνια- εραστής της μητέρας, ενώ στο σπίτι μπαινοβγαίνει και η Λίζα, φίλη της μητέρας και πρώην του Λέο. Η οικογένεια αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της και κινδυνεύει να χάσει ακόμα και το σπίτι που μένει.
Ο εραστής της μητέρας, τους έχει δανείσει χρήματα, αποσκοπώντας όμως στην απόκτηση του σπιτιού της οικογένειας, έναντι ποσού που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία του ακινήτου. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο Λέο αρχίζει να νιώθει ερωτική έλξη για την Κάρλα, την οποία και πολιορκεί. Ο Μικέλε που δεν διατηρεί καλές σχέσεις με τον Λέο και έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση μαζί του, καταλήγει να φλερτάρει με τη Λίζα. Η Κάρλα γοητεύεται από την πολιορκία του Λέο, καθώς το να έρθει σε επαφή μαζί του, θεωρεί ότι θα της εξασφαλίζει μια καινούργια ζωή. Μια ζωή χωρίς χρέη, χωρίς τη μητέρα, μια νέα προοπτική μακριά από την οικογένεια.
Το έργο
Το βιβλίο αποτελείται από 16 κεφάλαια, ενώ όλη η πλοκή διαδραματίζεται μόλις σε δύο ημέρες. Ουσιαστικά, οι «Αδιάφοροι» (τιμώντας τον «τίτλο» τους) στερούνται ουσιαστικών ενεργειών και πράξεων. Δεν δρουν. Παρά μόνο σκέφτονται.
Μέχρι και το «σκηνικό» όπου στήνονται οι «Αδιάφοροι» έχουν τα χαρακτηριστικά αυτής της αδιαφορίας: τα σπίτια της μητέρας και της Λίζας αποπνέουν μιζέρια, σήψη, «θανατήλα», παρακμή, μία απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί η παλιά αίγλη. Του Λέο, από την άλλη πλευρά, που υποτίθεται ότι είναι πιο σύγχρονο και δηλώνει την πολύ καλή οικονομική του κατάσταση, αποπνέει κάτι το επικίνδυνο και απρόσωπο.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ίδια τη φύση: αυτές τις δύο μέρες της ζωής των Αδιάφορων, βρέχει, κάνει κρύο, ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα, το κλίμα είναι υγρό, τα φύλλα κίτρινα.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, όμως αλλάζει συνεχώς όπως συμβαίνει με τα κινηματογραφικά πλάνα. Σαν η αφήγηση να είναι η κάμερα που παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές όπως ακριβώς είναι. Αληθινούς έως (ψυχικά) γυμνούς. Τη μία στιγμή «ακούμε» τις σκέψεις του Μικέλε και την αμέσως επόμενη κάποιου άλλου (από το Κεφάλαιο 13 μέχρι το τέλος επικρατεί η αφήγηση του Μικέλε). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο τρόπος ομιλίας, οι λέξεις, η σύνταξη αλλάζουν ανάλογα με το πρόσωπο που αφηγείται. Μια εσωστρεφής και αφοπλιστικά κλειστοφοβική αφήγηση, χαρακτηριστική της αποξενωτικής τάσης της εποχής.
Η ουσία βρίσκεται στη συναισθηματική κατάσταση των προσώπων: βιώνουν μια αλλαγή, μια παρακμή που δεν θυμίζει σε τίποτα τις παλιές εποχές και αδυνατούν να προσαρμοστούν σε αυτήν. Πλήξη, αδιαφορία, συνήθεια, ρουτίνα, ανία, αυτοκαταστροφή, παντελής απουσία όρεξης για δράση, καμία τάση βίωσης αληθινών συναισθημάτων. Περισσότερο γνώση αυτής της κατάστασης έχει ο Μικέλε, ο οποίος αναγνωρίζει στο έπακρο την αδιαφορία του, τις αντιφάσεις στις οποίες πέφτει, τη συνεχόμενη κυκλοθυμία τους και την αλλαγή απόψεων.
Ο Αλμπέρτο Μοράβια για τους Αδιάφορους: «… Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι για μένα αδιάφορος είναι εκείνος που στερείται μιας σοβαρής δικαιολογίας για δράση. Αυτό το θέμα, ξέρετε, ήταν πολύ ελκυστικό στη δεκαετία του τριάντα, ο πρώτος ωστόσο που το ανέλυσε σε ένα σοβαρό λογοτεχνικό έργο ήταν ο Ντοστογιέφσκι με τους ‘’Αδελφούς Καραμάζοφ’’. Σε αυτό το μυθιστόρημα ένας από τους αδελφούς λέει: ‘’Αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει Θεός, τα πάντα είναι δυνατά’’. Εγώ στους Αδιάφορους είπα το αντίθετο, στην πραγματικότητα, όμως, είναι το ίδιο πράγμα: ‘’Αν δεχθούμε ότι υπάρχει Θεός, τίποτα δεν είναι δυνατό΄΄. Τούτες οι δύο σκέψεις έχουν διαφορετική ιδεολογική βάση. Η ιδέα του Ντοστογιέφσκι είναι μια ιδέα χριστιανική, η δική μου μια ιδέα φροϋδική»
Τα κεντρικά θέματα του έργου μου θύμισαν Ίψεν και Πιραντέλλο, Ντοστογιέφσκι και Φρόιντ.
Ένας κόσμος «γκροτέσκος» στα μάτια των αδιάφορων, που οι αντιφάσεις και ο υλισμός κυριαρχούν. Μια οικογένεια που ζει περισσότερο στο φαντασιακό, παρά στο πραγματικό, με συμπλέγματα «ηλέκτρια» (η κόρη θέλει να «αρπάξει» τον εραστή της μητέρας, γεγονός που φτάνει και σε σημεία «αιμομιξίας») , με την ελπίδα να φτιάξει διαφορετικά ή ίδια αφηγήματα με αυτή του γονεϊκού προτύπου (η Κάρλα αναρωτιέται «θα μπορέσω να έχω μια ζωή διαφορετική από της μαμάς;»). Ένα πεδίο όπου σχηματίζονται όλα τα περίφημα «ιψενικά» τρίγωνα: Μικέλε-Κάρλα-μητέρα // μητέρα-Κάρλα-Λέο // Λέο- Μητέρα- Μικέλε // Μικέλε-Λίζα- Λέο// Λέο-Λίζα-Μητέρα.
Εν κατακλείδει, παρακολουθούμε με το στόμα ανοιχτό την υποκρισία μιας οικογένειας, που για το φασιστικό καθεστώς ήταν ο πυρήνας της ίδιας της Ιταλίας. Η πραγματικότητα που παρουσιάζεται στους Αδιάφορους αντιτίθεται στην ρητορική του φασισμού που θέλει μια Ιταλία υγιή, δυνατή, αρρενωπή έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο με την αξία της οικογένειας να είναι ανάμεσα στις πιο ισχυρές.
Ένα παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ένα μετέωρο βήμα ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την υποκρισία. Ποιος τα ορίζει; Ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια. Τελικά, όλοι είναι ένοχοι. Όλοι ξεκίνησαν το ντόμινο των γεγονότων. Οι μάσκες στο τέλος δεν πέφτουν. Αντίθετα, παραμένουν με περηφάνια πάνω στα πρόσωπα.
Τότε και Τώρα
Δε νομίζω ότι η επιλογή των εκδόσεων «Ελληνικά Γράμματα» να εκδώσουν το έργο του Μοράβια, σε καινούργια (και εξαιρετική) μετάφραση ήταν τυχαία.
Όσο διάβαζα το έργο, κοιτούσα ξανά και ξανά την ημερομηνία που γράφτηκε: 1929. Αν δεν το ήξερα, θα νόμιζα ότι είχε γραφτεί σήμερα. Είναι τόσο συναφές με την τωρινή εποχή, που σχεδόν σε τρομάζει. Και στις μέρες μας δεν καραδοκεί η άνοδος τους φασισμού; Η μάστιγα του σήμερα δεν είναι μια αδιαφορία που ταλανίζει τους πάντες; Δεν πρόκειται για έναν κόσμο όπου έχουν διαστρεβλωθεί οι αντιλήψεις και οι ηθικές αξίες; Δεν επικρατεί μια αποξένωση και μια εσωστρέφεια; Και κυρίως: Ποιος νοιάζεται; Μάλλον κανείς.
Ο Μοράβια ασκεί, ξεκάθαρα, κριτική. Όμως, όσο κι αν πονάει, πρόκειται για ένα ρεαλιστικό και βαθιά ανθρώπινο έργο, που εισβάλει στα άδυτα των πιο σκληρών και ντροπιαστικών σκέψεών μας. Οι «Αδιάφοροι» θα μπορούσαν να περπατούν δίπλα μας καθημερινά. Μπορεί να είναι τέρατα. Ίσως όμως, έχουν τους λόγους τους.
Δείτε εδώ πληροφορίες για την έκδοση
ΣΧΗΜΑ: 13.5 x 20 cm | ΣΕΛΙΔΕΣ: 448 | ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΜΑΛΑΚΟ | ISBN: 978-960-19-0756-7 | ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 2019
Η έκδοση εμπλουτίζεται με μια εξαιρετική εισαγωγή του έγκριτου Εντοάρντο Σανγκουινέτι, ένα σπουδαίο κριτικό σημείωμα της Αλεσάντρα Γκραντέλις, τέσσερα σημαντικά και σπάνια κείμενα του ίδιου του Μοράβια, που επεξηγούν και αναλύουν περαιτέρω τα νοήματα του έργου του και της εποχής κατά την οποία το έγραψε, καθώς και ένα αναλυτικό Χρονολόγιο για τον συγγραφέα