Η άνοιξη έχει πολλούς τρόπους να κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της στους δρόμους μιας πόλης που υπομένει καιρούς και εποχές κι αυτό συμβαίνει θέλουμε δε θέλουμε.
Η ζωή περνά για εμάς, χωρίς εμάς. Και μπορεί να αισθανόμαστε ως υπάρξεις το κέντρο του σύμπαντός (μας), όμως δεν είμαστε καθόλου αυτό μέσα στο ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα.
Για να αντιληφθούμε πότε αλλάζει κάτι γύρω μας πάντως, πρέπει όντως να εστιάσουμε στο εγωκεντρικό του πνευματικού μας συστήματος. Κι όπως η άνοιξη έρχεται, έτσι κι εμείς, το πότε θα το αντιληφθούμε ότι έρχεται, είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό.
Στη γειτονιά μας την Κυψέλη, η άνοιξη δίνει το στίγμα της μέσα από μικρά διακριτικά σημάδια. Η εσωτερική αυλή του γραφείου αλλάζει χρώμα, γίνεται λίγο μωβ και πράσινη, ενώ η γύρη λίγο αχνοφαίνεται ανάμεσα στο πλακάκι, όσο το ρετσίνι κάνει τις σόλες να σκούζουν. Ο ήλιος δημιουργεί μικρά τετραγωνάκια στα μικρά στενά της γειτονιάς, εκεί που άλλοτε η ψύχρα της σκιάς δε σε άφηνε να σταθείς ήσυχος, αλλά σε έκανε να κουκουλωθείς λίγο παραπάνω.
Προσωπικά όμως, κατάλαβα ότι ήρθε η άνοιξη στην Κυψέλη και τη ζωή μας, όταν πάρκαρα μια Πέμπτη βράδυ. Η ώρα ήταν περασμένη, η ησυχία στο δρόμο ακροβατούσε ανάμεσα στη γαλήνη και τον τρόμο, οι θέσεις πάρκινγκ ανύπαρκτες μέχρι τη συμβολή Επτανήσου και Τήνου. Με αγωνία όπισθεν-πρώτη-όπισθεν-πρώτη για να χωρέσω σε μια σφήνα ανάμεσα σε κάδους και μηχανάκια, κλείνω φώτα-ραδιόφωνο, βγάζω κλειδί από τη μίζα, τσάντα στον ώμο, μπουφάν στο χέρι κι ανοίγω πόρτα.
Τι ήταν κι εκείνο; Μια έντονη μυρωδιά που δεν ήξερες αν ήταν γιασεμί ή νυχτολούλουδο. «Ήρθε πάλι», σκέφτηκα και κοιτώντας πάνω, το στοίχημα κέρδισε μια ψηλή νεραντζιά με άνθη και καρπούς, έξω από το αιωνόβιο καφενείο. Ούτε το μπουφάν δε χρειάστηκα στους ώμους και συνέχισα προς την είσοδο της πολυκατοικίας που είχε γίνει λίγο πιο κόκκινη απ’ ό,τι συνήθως.