Πάντα μ’ άρεσαν τα μικρά νησάκια. Αυτά που τα περπατάς από τη μια μεριά στην άλλην μέσα σε μία ώρα. Με ελάχιστα αυτοκίνητα. Ελάχιστες ταβέρνες. Ελάχιστους τουρίστες. Τη δεκαετία ‘90 είχες αρκετές τέτοιες επιλογές. Όλα αυτά συνδυάζονται με την αγνή μου αγάπη για τους βασανισμένους ανθρώπους του μόχθου, για την παράδοση της μουσικής τους, για την ανόθευτη λαϊκή φιλοξενία που έμφυτα είχαν στην κουλτούρα τους. Ένας νέος δηλαδή με άποψη, χαρίσματα πνευματικά, προσφιλής και αισιόδοξος.
Το πρώτο σοκ το έπαθα όταν ο Αντώνης ο Βαρκάρης ο Σερέτης, για να με πάει απέναντι, μου ζήτησε ποσό που θα άρμοζε σε κρουαζιερόπλοιο. Μόλις του είπα πως είμαι Έλληνας και ιδεολόγος, ζήτησε τα μισά, χτύπησε αλύπητα όμως αμέσως μετά δύο παχουλές Σκανδιναβές που τα έδωσαν αδιαμαρτύρητα. Αφέθηκα στα γλαροπούλια και σε δεκαπέντε λεπτά αποβιβάστηκα στο μικρό νησάκι. Εκεί βρήκα εύκολα το κατάλυμα. Μικρό (δηλαδή πιο μικρό δεν γινόταν) αλλά ό,τι πρέπει να στεγάσει τη μοναχικότητα μου και τη διάθεση για ρεμβασμό, αναστοχασμό και πνευματικότητα. Βέβαια, δεν είχε σίτα για τα γαμωκούνουπα, αλλά σκέφτηκα τους αντάρτες στη Νικαράγουα και οπλίστηκα με σθένος και αισιοδοξία.
Η κυρά Τασία, που ήταν η γυναίκα του Αντώνη του Βαρκάρη, είχε εκτός από τον τηλεφωνικό θάλαμο-σπίτι και τη μία ταβέρνα από τις δύο που υπήρχαν στη βραχονησίδα. Η άλλη μου είπε πως ανήκε στον ξάδελφό της, που είναι στα μαχαίρια γιατί κάτι είχε γίνει τέλος πάντων που δεν το συνέλαβα ακριβώς. Το δεύτερο σοκ το έπαθα όταν είδα μία γάτα, της οικογενείας και αυτή, να παίζει με ένα ψόφιο ποντικάκι στα άσπρα πλακάκια της κουζίνας, την ώρα που η μία κόρη (τεράστια!) έπλαθε κιοφτέδες και χόρευε κάτι σε Ρουβά. Η άλλη κόρη, εντελώς λιπόσαρκη, έφτιαχνε φραπέ για τις σκανδιναβές και ρώτησε την αδελφή της όλο νάζι. «Θα πάμ’ του βραδ’ στου πανηγύρ’; Θα ν’ κι ο Τόλης με την αμαξούδα τ’!»
Ως συνεπής αισιόδοξος αναθάρρησα με «του πανηγυρ», αγνόησα το ποντικάκι, τις αδελφές και τους κιοφτέδες-χημικό-πόλεμο και ρώτησα καλοπροαίρετα. «Θα ’χει παραδοσιακή μουσική; Από τα μέρη σας;» Δεν σας κρύβω πως προσπάθησα να βαρύνω λίγο την προφορά μου για να καταργήσω την απόσταση με τις εργαζόμενες μικροϊδιοκτήτριες. «Αιιιιι καλέ την Εφάρα θα φέρ’ ο Πολιτιστικός! Χαμούς θα γεν’». Δεν τόλμησα να παραδεχτώ μέσα μου ποια είναι η Εφάρα και αποτραβήχτηκα, αφού τις καλημέρισα με ευγένεια που σίγουρα θα με κατέτασε στην κατηγορία του ντιγκιντάγκα. Αδιαφόρησα για τον Ρουβά και τη Ρουβίτσα, για την Εφάρα και την Εφίτσα και αποσύρθηκα σαν επαναστάτης ευγενής στα ενδότερα του θαλάμου μου.
Η πόρτα άνοιξε μετά δυσκολίας. Το ψυγείο δούλευε σαν να ήταν μηχανή τράτας. Το κρεβάτι έτριζε. Εγώ πήρα το μαγιό μου και πήγα στην πιο απομακρυσμένη παραλία. Μου έκανε εντύπωση, βέβαια, πως και οι δύο που προσπέρασα αλλά και αυτή που κατέληξα ήταν γεμάτες από ξαπλώστρες όλων των ειδών και των τύπων. «Τι διάολο», είπα από μέσα μου, «ακόμα και εδώ να καταστρατηγούν τον ελεύθερο χώρο;» Τέλος πάντων, δεν υπήρχε ψυχή, τα έβγαλα όλα (είμαι υπέρ του φυσικού γυμνισμού ως ένδειξη κριτικής του καταναλωτισμού κ.λπ. κ.λπ.), έκανα μία βουτιά και αφού έκανα πιο πέρα με ευγένεια μία ξαπλώστρα διαλυμένη και σκουριασμένη, έστρωσα τη μαύρη μου πετσέτα και ξάπλωσα μπρούμυτα.
Με είχε πάρει λίγο ο ύπνος, όταν άκουσα βήματα να τσαλαπατάνε πάνω σε τροχάλες και λιθάρια. Κάποιος έρχονταν προς τη μεριά μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα μία γιαγιάκα, με ένα μπαστούνι και τσεμπέρι να ροβολάει. «Ευτυχώς που είμαι μπρούμυτα», είπα και καμώθηκα τον κοιμισμένο. Ήρθε από πάνω μου. Με σκούντηξε έντονα με τη μαγκούρα. «Ε ξύπνα, γουέικ. Ξαπλώστρα χίαρ, μαστ λετ ξαπλώστρα». Γύρισα την κοίταξα. Ένα μοχθηρό βλέμμα στυλ νίντζα με διαπέρασε. «Έλληνας είμαι γιαγιά», της είπα προσπαθώντας να την ψυχολογήσω. «Αιιιι δικούς μας είσαι; Τις ξαπλώστρες δεν τσ βλεπς;»
«Γιαγιά δεν είμαι αναγκασμένος να πληρώσω. Η παραλία ανήκει στον λαό». «Ποιο λαό βρε τσογλαν! Ιγώ τις έσυρα μέχρις ιδού. Ιγού μάζωξα τα λιαθάρια και θα μ’ πεις ισύ για λαού;» Και μου δωσε μία πιο δυνατή με τη μαγκούρα. Σηκώθηκα και εγώ, εκείνη άρχισε να σκούζει, «ανώμαλε» και κάτι τέτοια. «Που μενς;», με ρώτησε άγρια. «Στην κα Τασία» της είπα. «Α, στη νυφούλα μ’; Τέτοιους αλητάμπουρες μαζεύει. Κάτσε και θα δεις». Έφυγε, ξάπλωσα, προσπάθησα να ηρεμήσω.
Ξανάκουσα βήματα, ένας τεράστιος μπάτσος με χτύπησε με το πόδι. «Ίφερα τον άλοννα γιο μου να δεις τι θα παθς». Σηκώθηκα, εκείνος με έσπρωξε, εγώ του ’χωσα μία και φώναξα «κάτω το κράτος» (σε μια πιο βαριά προφορά), εκείνος με ακινητοποίησε την ώρα που η κωλόγρια-τσιράκι-των-δυνάμεων-καταστολής με χτύπαγε με τη μαγκούρα.
Κατέληξα στο αστυνομικό τμήμα με κατηγορίες για αντίσταση κατά της αρχής, βιαιοπραγία, προσβολή δημοσίας αιδούς. Από το κρατητήριο το βράδυ άκουγα την Εφάρα να μαρσάρει, την αμαξούδα του Τόλη να τραγουδά και τις δυο αδελφές να χαχανίζουν. Όχι τίποτε άλλο, δεν έφαγα και τους κιοφτέδες.
Αυτή η οικογένεια Ανταμς με ενηλικίωσε!