Μια Έντα Γκάμπλερ αλλιώτικη από τις άλλες… Δείτε την για να έχετε επιχειρήματα στον διάλογο που σίγουρα προκαλεί και στην συζήτηση που τίθεται το πρόβλημα “γιατί πρέπει να ανεβάζουμε ξανά και μανά τα ίδια έργα;”. Χάθηκαν οι νέοι; Ή μήπως είναι μια ευκολία για τον θεατή να κοιμηθεί σε μια μισοσκότεινη και χλιαρή αίθουσα χωρίς την ιδιαίτερη ανάγκη να παρά-ενεργοποιήσουν και να “κάψουν” ενδεχομένως το ίδιο κουρασμένο κεφαλάκι τους.
Το ανέβασμα έργων από το κλασικό ρεπερτόριο είναι η εύκολη λύση για το ταμείο αλλά και για τον μέσο θεατή. Ακόμη κι εγώ που βλέπω τουλάχιστον μία παράσταση την ημέρα για πάνω από 40 χρόνια, ακόμα κι εγώ μπαίνω στον πειρασμό να απαρνηθώ έναν νέο και πολλά υποσχόμενο δραματουργό προκειμένου να θυσιάσω τον πολύτιμο χρόνο μου στον βωμό ενός αθάνατου διονυσιακού τεχνίτη που δεν με έχει – εν τέλει – και καμία – μα απολύτως καμία – ανάγκη.
Ως συστηματικός κι αφοσιωμένος κριτικός Λογοτεχνίας και Θεάτρου, επιχειρώ – όσο μπορώ – να αναδεικνύω νέες φωνές που θα κοσμήσουν ενδεχομένως το πάνθεον των θεατρικών συγγραφέων για τους επόμενους αιώνες.
Στο ΘΕΑΤΡΟ ΆΛΜΑ μια ΈΝΤΑ ΓΚΑΜΠΛΕΡ περισσότερο σκανδιναβική, κινηματογραφική αλλά όχι και θεατρική, αφού από την ένατη σειρά δεν την ακούγαμε και χάναμε τις μισές συλλαβές των μασημένων της λέξεων. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό και μπορεί να συμβάλλει στην επίταση της προσοχής του θεατή, όπως στο περίφημο μισοσκότεινο και χαμηλόφωνο παρισινό θέατρο του Claude Regy. Όμως αυτό επενεργεί κυρίως υπνωτικά, αν όχι και υπνωτιστικά.
Άψογη η “όψις” του θεάματος. Υψηλή αισθητική σκηνικού και κοστουμιών, απολύτως καλαίσθητα χρηστικά αντικείμενα.
Το κείμενο είχε παραποιηθεί κι απλοποιηθεί. Αφαιρέθηκε ο οργανικά απαραίτητος (ως αντίστιξη) ρόλος της θείας Γιούλας. Είπαμε οικονομία στη διανομή λόγω Κρίσης, αλλά όχι κι έτσι!!! Πολλά πράγματα χάνονταν από την πλοκή λόγω των αυθαίρετων περικοπών που δεν μείωσαν τη διάρκεια της παράστασης αφού διακοπτόταν η ροή της ενέργειας από το τελείως περιττό κι ενοχλητικό διάλειμμα.
Οι λοιπές ερμηνείες (πλην της “εσωτερικής” Ιωάννας Παππά που “μάσησε” τον ρόλο της) ήταν περισσότερο εξπρεσσιονιστικές κι εξωστρεφείς, χωρίς να τονίζεται δεόντως κι η δραματική ένταση. Ήταν μάλλον μια ανάγνωση για το ραδιόφωνο. Οι ηθοποιοί έμοιαζαν σα να είχαν κάνει πρόβες χώρια (ο καθένας σπίτι του), δεν είχαν (ακόμη) συντονιστεί στην πρεμιέρα κι απέδιδαν πέντε παράλληλους μονολόγους, σχεδόν μετωπικά προς το κοινό, κάτι που δεν ήταν διόλου απαραίτητο.
Ο δαιμονικός δικαστής Μπρακ δεν αποδόθηκε σε όλο του το βάθος από τον καλό ηθοποιό που τον επωμίστηκε.
Ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης αποδόμησε το κείμενο. Το ανέλυσε μπροστά στα έκπληκτα κουρασμένα μάτια μας, αλλά λησμόνησε να το ανασυνθέσει σε κάτι ρευστό και λαγαρό.
Λυπάμαι που τα λέω αυτά, γιατί είναι ένας ιδιαίτερα έμπειρος κι εξαιρετικός σκηνοθέτης, με άποψη και προσωπικό όραμα, όμως αυτή του η δουλειά δεν ήταν μήτε βορειοευρωπαϊκή μήτε “μεσογειακού” ή έστω “αιγαιοπελαγίτικου” τύπου. Δεν θύμιζε ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ όπως πολλές άλλες της φετινής χρονιάς και τον τελευταίο χρόνο. Δεν είχε δηλαδή ίχνος μελοδραματισμού και δεν απέφερε γνήσια (πρωτογενή ή δευτερογενή) συγκίνηση στον επαρκή θεατή που ήξερε το έργο απέξω κι ανακατωτά αλλά δεν εύρισκε, δεν του δινόταν “πάτημα” για να αναδημιουργήσει ένα πρωτότυπο, αστραφτερό έργο μα βαθιά νοήματα κι ανεξερεύνητα υποστρώματα.
Γιατί είναι πολυεπίπεδο και πολυδιαστασιακό αυτό το κείμενο, όχι μόνον γιατί παίζεται ανελλιπώς και πολλαπλώς, αλλά γιατί ξεφεύγει από το λεγόμενο “αστικό δράμα” και λαμβάνει αρχετυπικές, τραγικές διαστάσεις. Έχει ακόμα και κοινωνιολογικό, εθνολογικό, θρησκειολογικό, οικονομολογικό ενδιαφέρον, αφού η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε πλεόνασμα ελεύθερου χρόνου δίχως να προσθέτει αξία σε αυτό το πολύτιμο αγαθό.
Όλ’ αυτά γίνονται γιατί η κόρη του στρατηγού γεννήθηκε γυναίκα και πλήττει εγκλωβισμένη μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις του ρόλου τους. Είναι αντράκι που ζηλεύει τους αρσενικούς, αλλά δεν είναι αρκετά ντόμπρα για να αρνηθεί να τους καταστρέψει. Διακατέχεται από ρομαντικά, ουτοπικά πρότυπα περί Ηθικής και περί Κάλλους, βιώνει την δυσαρμονία της ως κεκαλυμμένη ευλογία, μέχρι που όλο αυτό το κατασκεύασμα καταρρέει σαν σαθρή ιδεοληψία στο κεφάλι της, αφήνοντας πίσω συντρίμμια που κινούνται μεταξύ γελοίου και παραδοξότητος.
Χαρακτηριστική η τελευταία φράση του πωρωμένου και πολύπειρου Δικαστή: “Μα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!!!” ή “Ποιος κάνει τέτοια πράγματα;”. Όχι πάντως οι καλοβολεμένοι, οι διεφθαρμένοι, συμβιβασμένοι, οι καιροσκόποι που ανέχονται τα ερωτικά τρίγωνα προκειμένου να ανέλθουν κοινωνικώς και οικονομικώς. Εκείνοι που είναι ικανοί να πουλήσουν τα παιδιά τους και να φάνε τη μάνα τους σε μπιφτέκια, θυσία στο βωμό των μωροφιλοδοξιών τους. Ματαιοκάματοι… Όμως η Έντα Γκάμπλερ δεν είναι έτσι. Είναι απλώς μια ράθυμη, ραδιούργα τεμπέλα, που δεν έχει τα κότσια να αντισταθεί και δεν διανοείται να πάρει τον δύσκολο δρόμο της Νόρας εγκαταλείποντας το προσωπείο και τις εμπεδωμένες συμβάσεις που υπηρετεί σαν άβουλη κούκλα μια ζωή.
Η Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν μοιάζει με τη “Δεσποινίδα Ζυλί” του Στρίντμπεργκ. Είναι ηρωϊκές, έστω και στο τέλος… Δεν αντέχουν να σέρνονται, όταν είναι γεννημένες να κολυμπούν και να λάμπουν ανάμεσα στα άστρα…
Η αύξηση της εντροπίας του συστήματος της μικροκοινωνίας που επιτρέπεται να βρεθεί στους τοίχους ετούτου του πολυτελούς σπιτιού οδηγεί στην αναγκαστική έκρηξη που θα ηρεμήσει μόνον όταν δημιουργηθούν νέες ισορροπίες κι αναδιαταχθούν τα πρόσωπα υιοθετώντας άλλους ρόλους που χηρεύουν. Ο καθένας όμως ακολουθεί την “φύσιν” του κι αυτό είναι αδήριτη ανάγκη, νομοτέλεια σχεδόν. Αυτό είναι το τραγικό στοιχείο, ο θεματολογικός άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται το δραματικό αδράχτι και συνυφαίνεται η συνταρακτική πλοκή.
Λίγα από αυτά πέρασαν στην παράσταση του Θέμη Μουμουλίδη. Κι αν ήταν λόγω άγνοιας θα ήταν συγγνωστή, όμως η προσωπική “άποψη” που υποκρύπτει την φιλοδοξία της δήθεν φιλοδοξίας δημιουργεί πολλά κενά και απορίες στον επαρκή αναγνώστη.
Το σίγουρο είναι πως κι αυτή η παραγωγή θα συζητηθεί. Κάθε διαφωνία λειτουργεί θετικά στην διαφήμιση ενός καλλιτεχνικού έργου και στρέφει τα φώτα των ενδιαφερομένων πάνω του. Γι’ αυτό, παρακαλώ κι ελπίζω να διαβάσετε τις όποιες ευθαρσώς διατυπωμένες επιφυλάξεις με τον δικό σας “λοξό” τρόπο (κατά τον Λοξία Απόλλωνα).
Εν κατακλείδι, δεν ξέρω αν θα προτιμούσα να δω μια βαρετή, συμβατική παράσταση με το κείμενο ορθοφωνημένο απολύτως, εκεί που απολαμβάνεις όλο αυτό το τεχνούργημα με αισθητική ηδονή.
Το θέατρο δυστυχώς περιέχει πολλούς κώδικες, γλωσσικούς και παραγλωσσικούς, με αποτέλεσμα ενίοτε να γίνεται μουτζούρα και να χάνεται ο Λόγος, καθώς και ο λόγος να βρισκόμαστε εκεί και να επιχειρούμε να τον παρακολουθήσουμε…
Μετά Λόγου Γνώσεως,
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ