Μια σχεδόν σιωπηλή συνέντευξη σε τρεις πράξεις με τον «αλανιάρη» δεξιοτέχνη του μπουζουκιού που είναι και πάλι καλά στην υγεία του.
Πράξη Πρώτη, τέλη Νοέμβρη 2018
Στο Αρχοντικό του Σαράντη, στην οδό Φυλής, συχνάζουν εδώ και χρόνια μουσικοί, τραγουδιστές κι ηθοποιοί. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι η παρουσία του «δασκάλου», όπως τον αποκαλούν πλέον, Μωραϊτη περνά απαρατήρητη. Πώς είναι δυνατόν; Κάθεται σε έναν από τους καναπέδες και απολαμβάνει τον φίλο του, Αλέκο Γλυκιώτη που παίζει στην ορχήστρα. Ο παλιός κοιτάζει τον επίγονό του με γλύκα και μαγκιά: από αυτά τα συστατικά είναι φτιαγμένο το βλέμμα του κυρίου Γιάννη.
Έτσι ξεκίνησα να τον αποκαλώ όταν άρχισε η σύντομη κουβέντα μας. Λίγα γνώριζα γι’ αυτόν-κυρίως το όνομα. Άλλωστε, ουδέποτε έλαβε την αναγνώριση που του αξίζει με βάση όσα έχει κάνει στην τέχνη του. Κατ’ επιλογήν, όπως δηλώνει ο ίδιος. Υποθέτω πως ένας άνθρωπος που έχει ζήσει γνήσια, ρεμπέτικη ζωή δεν έχει σχέση με κανάλια, παράθυρα, επίσημες πρεμιέρες και λοιπούς «μαϊντανισμούς».
Δεν μιλά πολύ, δε λέει πολλά. Του αρέσει να παίζει μπουζούκι. Γεννήθηκε σε αυτή τη ζωή για να ερωτευτεί και να παίξει μπουζούκι. Και τα δύο φέρνουν πληγές και χαρές. Κι ο Γιάννης Μωραϊτης ξέρει τι θα πει πόνος, μεράκι, καημός, κέφι, σεκλέτι, στεναγμός κι όλες αυτές οι «βαριές» λέξεις που βρίσκονται μες στα κιτάπια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού.
Μπραχαμιώτης (όπως και τόσοι άλλοι μπουζουξήδες) γέννημα θρέμμα, ήρθε στον κόσμο το 1944 κι έξι χρονών ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα. Έφηβος γνώρισε την αληθινή του αγάπη, το μπουζούκι, και με το που ενηλικιώθηκε άρχισε και η επαγγελματική του σταδιοδρομία που του χάρισε σπουδαία βιώματα και, φυσικά, «στραπατσαρισμένα» δάχτυλα. Ξεκίνησε στο κέντρο του Κοκώνη, στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης, δίπλα στον Μίγγο και τον Τσανάκα.
Εξήντα και βάλε χρόνια στα πάλκα, στους δίσκους, στις βραδιές, στα ταξίδια, στις παρέες και στην τέχνη είναι πολλά. «Πέρασαν σαν νερό», μου λέει και αισθάνομαι ότι δεν με κοιτά, κοιτά κάτι πέρα από μένα, πέρα από την κουβέντα μας. Δεν είναι αφηρημένος, ίσως μόνο λιγάκι κουρασμένος. «Δεν θέλω να λέω τα ίδια και τα ίδια. Το μπουζούκι είναι σπουδαίο πράγμα. Πιο σπουδαίο, όμως, είναι ο άνθρωπος.»
Πράξη Δεύτερη, αρχές Δεκέμβρη 2018
Στην Αγίου Μελετίου, στου Πόλυ Καρανδρέα το οργανοποιείο, συναντιέμαι ξανά με τον Μωραϊτη. Ο σύνδεσμός μας είναι επισήμως, πια, ο Αλέκος Γλυκιώτης, ένας μπουζουξής που, από 14 χρονών στα πάλκα, δεν σταματά να εργάζεται για το ελληνικό, λαϊκό τραγούδι κι έτσι να κερδίζει την εκτίμηση μεγαλύτερων και νεότερων.
Ο Πόλυς μάς καλοδέχεται στον φιλόξενο χώρο του και αφήνει για λίγο από τα χέρια του ένα ξύλο που δουλεύει. Στο καναπεδάκι του κάθεται και ο κύριος Γεράσιμος, παλιός κιθαρίστας με πολύ βαρύ βιογραφικό συνεργασιών.
Μια συνέντευξη μαζί του είναι θέμα χρόνου, όμως, κάθε φορά που τον πετυχαίνω παίζουμε κιθάρα και τραγουδάμε. Αγαπά πολύ τον Γιάννη Μωραΐτη, του ρίχνει άλλωστε 15 χρόνια! Η μεταξύ τους συναναστροφή έχει μεγάλο ενδιαφέρον-βλέπει κανείς την ευγένεια και τον σεβασμό που αλληλοαντιμετωπίζονται, παρά τις διαφωνίες τους σε θέματα που αφορούν παλιούς τους συνεργάτες, αλλά και κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες που είχαν και οι δύο την τύχη να γνωρίσουν.
Ο Μωραΐτης, ας πούμε, συνεργάστηκε με ονόματα, όπως: Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σταύρος Τζουανάκος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Σωτηρία Μπέλλου, Στράτος Διονυσίου, Στράτος Παγιουμτζής, Πόλυ Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Δημήτρης Κοντολάζος, Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου, Δημήτρης Μητροπάνος. Και είναι κι άλλα τα ονόματα, αλλά και οι δεκάδες χιλιάδες συμμετοχές σε στούντιο και ηχογραφήσεις.
Γνώστες έχουν χαρακτηρίσει το παίξιμό του «επιθετικό και αλανιάρικο».
«Ο Γιάννης Μωραΐτης ανήκει σε εκείνη τη χορεία μπουζουξήδων που έδωσαν έμφαση στη δεξιοτεχνία, έπαιξαν σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις και πρόσθεσαν πόντους στην εξέλιξη του λαϊκού οργάνου, χωρίς να έχουν αφήσει πίσω τους δικά τους τραγούδια – ή ίσως λιγοστά. Τα ταξίμια τους όμως, οι εισαγωγές τους, τα σόλο τους που αποτυπώθηκαν στη δισκογραφία μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να θεωρηθούν ψηφίδες συνδημιουργίας», γράφει γι’ αυτόν ο δημοσιογράφος-ερευνητής Δημήτρης Μανιάτης.
«Τι θα απογίνει το μπουζούκι στην Ελλάδα, κύριε Γιάννη;», τον ρωτώ. «Προχωράει το μπουζούκι. Προχωράει. Υπάρχουν νέα παιδιά που είναι πολύ καλά, τα οποία, όμως, πρέπει να μην ξεχνούν να μελετάνε τους παλιούς. Αυτοί είχανε τα βιώματα… Δεν γίνεται αλλιώς. Ακούω, καμιά φορά, τα καινούργια τραγούδια που από κάποιους αποκαλούνται λαϊκά, ενώ δεν είναι. Κάποια από αυτά εγώ τα λέω εμετικά.»
Μου αναφέρει τον Μπαγιαντέρα, τον Χιώτη («έμπαινε στην Columbia και τρέμανε τα τασάκια»), τους δύο Στράτους, τη Γκρέυ, τη Χρυσάφη, τη Ντάλια, τη Μπέλλου («σκέτος τσαμπουκάς, αλλά πρώτη τραγουδίστρια»)…
Για όλους που έχει συνεργαστεί, φυλά μια ζεστή κουβέντα. «Ο Τσιτσάνης ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Ο πιο γλήγορος από όλους! Έφτιαχνε υπέροχα τραγούδια στη στιγμή, συνταιριάζοντας τη μουσική με τους στίχους. Εγώ αυτό το ταλέντο δεν το είχα ποτέ.»
Μετά από λίγο, σηκωνόμαστε και ο Γιάννης Μωρραϊτης μας δείχνει από το youtube ένα βίντεο με τον ίδιο να παίζει κατά τη διάρκεια της βραδιάς που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Μετρονόμος προς τιμήν του και προς τιμήν του Πολυκανδριώτη στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Παρακολουθούμε όλοι το βίντεο σιωπηλοί. Ο κύριος Γεράσιμος λέει: «Α, ρε Γιάννη!»
Και είναι συγκινημένος.
Πράξη Τρίτη, τέλη Δεκέμβρη 2018
Ομόνοια, λίγες μέρες πριν αλλάξει η χρονιά. Ψωνίζω στην Ομόνοια και πετυχαίνω κατά τύχη τους δύο μαέστρους, όπως τους αποκαλώ, Μωραΐτη και Γλυκιώτη σε ένα καφέ. Χαιρετιόμαστε φευγαλέα, αισθάνομαι πως δεν θέλω να ενοχλήσω. Είναι και οι δυο τους χαμογελαστοί-στα μάτια μου, λιγάκι «ξεκρέμαστοι» σε ένα περιβάλλον χωρίς πάλκο, χωρίς όργανα, χωρίς μουσική, σε ένα περιβάλλον αστικό, όπου τώρα όλοι και όλα τρέχουν βιαστικά να προλάβουν, μην αφήνοντας χρόνο σε κανενός είδους… καραντουζένι να ξεδιπλωθεί.
Μερικές εβδομάδες μετά και ενώ έχω γράψει αυτό το κείμενο ενημερώνομαι ότι ο Γιάννης Μωραΐτης νοσηλεύεται. Για ευνόητους λόγους, αποφάσισα να το δημοσιεύσω μόλις μάθω ότι είναι και πάλι καλά. Γιατί ήμουν βέβαιη πως η ανάρρωση και η επανάκαμψή του είναι θέμα χρόνου.
Μοιράζομαι ακόμα μια σκέψη. Η Περπατησιά του Μωραΐτη πάνω στον κόσμο, στον χρόνο αυτόν που του έχει δοθεί για να δώσει κομμάτια της ψυχής του, μοιάζει, στ’ αλήθεια, με ταξίμι τρυφερό που παίζει ένας μπουζουξής μόνος του, σπίτι, σε ώρα προσωπικής μελέτης. Βέβαια, τον Γιάννη Μωραϊτη και τις τρεις φορές που τον συνάντησα τον πέτυχα να κάθεται. Επίσης, καμία από τις τρεις δεν τον άκουσα να παίζει.
Τι σημασία έχει, όμως, αυτό που μπορούν τα μάτια να δουν; Κάποιες φορές, μετράει περισσότερο στη ζωή, ό, τι και στη μουσική. Το αυτί. Συμφωνείτε, κύριε Γιάννη;
ΥΓ: Φωτογραφία εξωφύλλου: Κίκα Ρόκα για το ogdoo.gr