Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό στα μέρη της Ανατολής ζούσε ένας σουλτάνος. Είχε αυτός δύναμη μεγάλη μα και πλούτο αμέτρητο και όριζε τις ζωές των ανθρώπων που ανάπνεαν στον τόπο του. Ο λόγος του ήταν προσταγή κι όλοι έτρεχαν να τον ευχαριστήσουν. Οι ποιητάδες έφτιαχναν για λόγου του παινέματα σε ρίμα και οι μουσικοί τα έντυναν με ακούσματα ξεχωριστά.
Κι ήρθε λένε ένας καιρός που είπε αυτός πως έφτασε η ώρα ο κόσμος να δοξάζει το όνομά του στο πέρασμα του χρόνου. Πήρε το λοιπόν την απόφαση να φτιάξει καταμεσής στην έρημο, κει που ο ήλιος λιώνει ακόμα και τα σίδερα, ένα παλάτι που όλοι θα μιλούνε για δαύτο, και θα κάμει λέει άθλο ξεχωριστό να χτίσει εκεί που τίποτα δεν χτίζεται.
Άνοιξαν τα σεντούκια του κι άρχισαν οι παράδες να πληρώνουνε μαστόρους και κουβαλητάδες. Έφεραν τα καλύτερα μάρμαρα απ’ τις άκρες του κόσμου και βάλθηκαν τεχνίτες κι εργάτες να χτίζουν ολημερίς δίχως σταματημό.
Να τρέχει ο ιδρώτας, να τρέχουν οι εργάτες, να τρέχει κι ο καιρός. Σαν έφτασαν όσα είχανε ανάγκη, άρχισαν να σηκώνονται μέσα στην άμμο της ερήμου τα πατώματα. Γινήκαν πύργοι και χτιστήκανε τοίχοι αψηλοί με τρούλους χρυσούς και ασημένιους.
Κει που κάποτε βασίλευε η θάλασσα της άμμου, τώρα φανήκαν να απλώνονται κήποι μέσα στο πράσινο που τους βρέχαν σιντριβάνια κι ολούθε τριγύρω λουλούδια σε όλων των λογιών τα χρώματα και τις μυρουδιές. Μέσα στους κήπους μονοπάτια με πλάκες και σκόρπια δέντρα άλλα με καρπούς κι άλλα μονάχα για ομορφάδα. Από παντού να ακούγονται λαλήματα πουλιών και να σκορπούνε παντού τις ευωδιές τους τα βοτάνια και τα μυρουδικά.
Ήταν λένε ένα παλάτι που ντρεπόσουνα να σηκώσεις τα μάτια σου. Οι κάμαρες να ζαλίζουνε στο μέτρημα τον νου κι όσα είχανε μέσα αραδιασμένα να κάμουνε το στόμα να χάσκει ανοιχτό. Σαν έφτασε η ώρα που τέλειωσε το παλάτι, είπε ο σουλτάνος να καλέσει τους ανθρώπους του, για να τους δείξει το καινούργιο του σπιτικό.
Τη μέρα που όρισαν οι ντελάληδες κι οι προσκλήσεις του σουλτάνου, άρχισαν να φτάνουν οι άρχοντες κι οι αφεντάδες, οι πιο ξεχωριστοί σε όλον τον τόπο. Καραβάνια με καμήλες κουβάλησαν δώρα ξεχωριστά για τη γιορτή και την πύλη του παλατιού δρασκέλισαν ποδάρια που ο λόγος τους μετρούσε πιότερο απ’ τους παράδες τους.
Υπηρέτες έτρεξαν να υποδεχτούνε τους καλεσμένους και λένε πως ο ίδιος ο σουλτάνος τους περίμενε μπροστά στο μεγάλο πλατύσκαλο. Εκεί οι υπηρέτες τους δρόσιζαν με νερά του λυτρωμού και σερμπέτια για να διώξουνε τη σκόνη του ταξιδιού απ’ τα λαρύγγια τους. Κι ύστερα ο σουλτάνος τους πήγαινε από κάμαρα σε κάμαρα και από γωνιά σε γωνιά για να τους φανερώσει τις ομορφιές που είχε του λόγου του κρυμμένες.
Σαν τέλειωσε η βόλτα από πάτωμα σε πάτωμα και από κάμαρα σε κάμαρα κάθισαν όλοι οι επισκέπτες στη σάλα του φαγητού. Ένα μεγάλο τραπέζι απλώνονταν στη μέση κι απάνω του ήταν αραδιασμένο ό, τι έβαζε ο νους σου! Πιατέλες με κρέατα όλων των λογιών και γαβάθες με φρούτα απ’ τις άκρες του κόσμου παρέα με σαλάτες δροσερές και πιοτά να χαλαρώσει το μυαλό απ’ της ζήσης τις σκοτούρες. «Φάτε και πιέστε, σαν να ήσαστε στο σπίτι σας» είπε ο σουλτάνος.
«Μα θέλω σαν χορτάσετε να μου μιλήσετε για όλα τούτα που αντίκρισαν τα μάτια σας μέσα στο παλάτι το δικό μου. Θέλω να μου πείτε αν η ματιά σας χαλάστηκε από ψεγάδι που δεν έβαλε ο νους μας, αν βρήκατε κάτι-μεγάλο ή μικρό- που πιστεύετε πως πρέπει εδώ και τώρα να αλλαχτεί, τώρα που ακόμα όλα είναι φρέσκα κι οι μαστόροι απ’ έξω περιμένουν. «Μην ντρέπεστε! Μιλήστε ανοιχτά και πείτε την αλήθεια! Μήπως κάτι είναι στραβό; Μήπως κάτι πρέπει να φτιαχτεί απ’ την αρχή, μην έτυχε κάτι να λείψει;» είπε ο σουλτάνος στις παρέες του.
Λένε πως οι καλεσμένοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και σηκώθηκαν με τη σειρά του ο καθένας και κίνησαν να λένε μονάχα κουβέντες παινεμού για κείνο το στολίδι που άλλαζε τώρα την έρημο με τρόπο θαυμαστό. Δεν βρέθηκε μήτε ένα στραβό, μήτε ένα ανάποδο που έπρεπε να αλλάξει σαν ψεγάδι.
Ανάμεσα στους καλεσμένους καθόταν κι ένας σοφός. Όλοι ξέραν καλά πως του έλαχε να συμβουλεύει τον πατέρα του σουλτάνου σε καιρούς αλλοτινούς κι ο λόγος του μετρούσε στις γνώμες ολωνών. Μονάχα τούτος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα απόμεινε με μια σκοτούρα στα μούτρα να κοιτάζει πότε κάτω και πότε τριγύρω τη φασαρία του κόσμου. Ο σουλτάνος τον είδε και του λέει: «Γέροντα, όλοι μίλησαν σε τούτο το τραπέζι για το παλάτι που έχω καμωμένο, κι όλοι βρήκαν να πούνε μια καλή κουβέντα και κανένα στραβό. Μονάχα εσύ δεν τίμησες το σπιτικό μου με το λόγο σου. Μίλα λοιπόν τι περιμένεις;»
Ο σοφός κοίταξε ολόισα στα μάτια τον σουλτάνο, έσκυψε με σέβας το κεφάλι μπροστά στον μεγάλο άρχοντα του τόπου και αποκρίνεται: «Σουλτάνε μου, χρόνια χίλια εύχομαι να ζήσεις για κάθε μέρα που βαραίνει το κορμί μου, όμως θαρρώ πως το στολίδι που έχεις χτίσει έχει ένα στραβό, ένα ελάττωμα, μια ρωγμή μικρή που μάτι δεν την πιάνει. Αλλιώτικα μάρτυς μου ο Θεός θα ’λεγα πως ο Παράδεισος μπροστά του χίλια χρώματα αλλάζει της ντροπής!» Ο σουλτάνος δαγκώθηκε, πετάγεται και λέει με μάνητα: «Τι είναι τούτα που ξεστομίζεις γέροντα! Τα λόγια σου θαρρώ πως κρύβουν ζήλια!
Εγώ δεν βλέπω πουθενά μήτε ρωγμή μήτε ελάττωμα σε τούτο το παλάτι! Ξέρεις να αραδιάζεις τάχατες σοφίες μα τι ξέρεις εσύ από μαστορικές και μυστικά που περνούνε από γενιά σε γενιά οι χτιστάδες κι οι μαστόροι;»
Ο σοφός δίχως να τα χάσει απαντάει: «Έχεις δίκιο μεγάλε άρχοντα του τόπου. Εγώ του λόγου μου δεν έχω χτίσει σπίτι ποτέ μου, μα σ ’αρέσει δε σ’ αρέσει να τ’ ακούς η ρωγμή υπάρχει. Όλοι την έχουν αμελήσει και κανένας δε μπορεί να τηνε φτιάξει.
Εσύ κι όλοι όσοι γυρίζουν γύρω από σένα δεν τη βλέπετε γιατί σας έχει τυφλώσει η αλαζονεία. Μιλάω για τη ρωγμή που από μέσα της έρχεται ο άγγελος του θανάτου… Σαν εκείνος φανεί κανένας δεν μπορεί να τον σταματήσει.
Δεν υπάρχει καμιά τέχνη που να κάνει κείνο που φθείρεται ν’ αντέξει, μήτε και πλούτος που να μπορέσει να φράξει τη ρωγμή. Γι’ αυτό μην κάνεις δεκανίκι τούτα τα πράγματα και θαρρείς πως σου φέρνουν ευτυχία μήτε να τ’ αφήνεις να σε τυφλώνουν…»
Discussion about this post