Η Μαργαρίτα, φοιτήτρια και με κρυφό όνειρο να γίνει τραγουδίστρια (είχε πράγματι πολύ ωραία φωνή και είχε ξεκινήσει και μαθήματα) είχε μόλις χωρίσει από τον Κώστα, μια πολύ δύσκολη σχέση που την ταλαιπώρησε για αρκετά χρόνια.
Ο Φίλιππος, κάτοικος Νέου Ηρακλείου από πάντα, έπαιζε μουσική. Αυτή ήταν η ζωή του. Μάθαινε πολλά μουσικά όργανα, κυρίως μόνος του, έγραφε μουσική και στίχους και είχε δημιουργήσει με άλλους φίλους του από τη γειτονιά και το σχολείο, μία μπάντα.
Η Μαργαρίτα, εκτός από το δικό της το δράμα, έπρεπε να συμπαρασταθεί και στη φίλη της Άρτεμις, η οποία είχε επίσης χωρίσει από μία ακόμη δυσκολότερη σχέση.
Ο Φίλιππος και οι φίλοι του είχαν πάρει πολύ ζεστά το θέμα της μπάντας και έβγαιναν και έπαιζαν στο δρόμο. Πολύ συχνά στο στέκι τους, στην πλατεία του Ν. Ηρακλείου.
Η Μαργαρίτα δέχθηκε άλλο ένα τηλεφώνημα από την Άρτεμις και πήγαν μαζί στο στέκι τους στο Μαρούσι. Πάλι κάτι είχε γίνει και η Άρτεμις έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Όταν η Άρτεμις της είπε ότι θα της έφτιαχνε το κέφι μόνο αν πήγαιναν να δουν κάτι φίλους της από τη θεατρική ομάδα, αντιστάθηκε στην αρχή γιατί βαριόταν, αλλά ως σωστή φίλη έπρεπε τουλάχιστον να την πάει με το αυτοκίνητο.
Ο Φίλιππος για άλλη μια φορά βρέθηκε στη γνωστή πλατεία και άρχισαν να παίζουν με τα παιδιά διάφορα τραγούδια. Κόσμος άρχισε να μαζεύεται γύρω τους.
Η Μαργαρίτα, μετά από πολύ μπίρι-μπίρι, πάρκαρε και πήγε μαζί με την Άρτεμις. «Έλα Μαργαρίτα! Αυτοί είναι που παίζουν μουσική στην πλατεία!». Η Άρτεμις πήγε περιχαρής να τους χαιρετήσει: «Ήρθα τελικά! Με έφερε η φίλη μου η Μαργαρίτα! Παιδιά, τραγουδάει κι εκείνη, για ξεκινήστε!». Ο Φίλιππος σήκωσε τα μάτια του από την κιθάρα να δει ποια ήταν αυτή η τραγουδίστρια…