Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό στα μέρη της Ανατολής ο Νασρεντίν Χότζας, αυτός ο σοφός τρελός. Μια μέρα κίνησε νωρίς απ’ το χωριό του να πάει σ’ ένα διπλανό χωριό να κάνει τις δουλειές του.
Λένε, πως είχε παρέα μαζί του το γιο του, ένα παλικαρόπουλο που θα’ τανε γύρω στα δώδεκα με δεκατέσσερα και τον γάιδαρό του τον Καράογλαν με τ’όνομα.
Βγήκαν στη δημοσιά και άρχισαν να περπατάνε και μετά από ώρα καθώς ο ήλιος πήρε να πυρώνει τον κόσμο γυρίζει ο γιος του Χότζα και του λέει: «Πατέρα, ν’ ανέβω πάνω στην πλάτη του γαϊδουριού, γιατί κουράστηκα απ’ το περπάτημα;» Ο Χότζας του είπε ν’ ανέβει κι έτσι κι έγινε.
Ο γιος του Χότζα, κείνο το παλικαρόπουλο που θα ’τανε γύρω στα δώδεκα με δεκατέσσερα βρέθηκε τώρα καβάλα στο γάιδαρο. Και περπατούσαν και πήγαιναν, στη μέση του δρόμου το γαϊδούρι, πάνω του το παιδί και μπροστά να κρατά το σκοινί ο Νασρεντίν. Κι εκεί που πήγαιναν μέσα στη δημοσιά μετά από ώρα συναντούν μια παρέα χωρικούς που πήγαιναν αυτοί με τα εργαλεία στα χωράφια τους.
Καλημερίστηκαν και χαιρετήθηκαν. Την ώρα που προσπερνούσαν γυρίζει ένας από τους χωρικούς και λέει στους άλλους: «Μωρέ τι πράγματα είναι τούτα; Δεν ντράπηκε κοτζάμ παιδί να στρογγυλοκάθεται πάνω στο γάιδαρο και ν’ αφήνει να περπατάει μέσα στον ήλιο ο γέρος πατέρας του; Ντροπή του, χάλασαν τα νιάτα!»
Τα ακούει τα λόγια τούτα ο Χότζας και λίγο πιο κάτω λέει του παιδιού του: «Άντε τώρα, γιέ μου, να κατέβεις απ’ τον γάιδαρο, γιατί κουράστηκα θαρρώ εγώ του λόγου μου τώρα…» Δίνει μια ο γιος του και κατεβαίνει απ’ το γαϊδούρι και να σου ο Χότζας κάθεται με τη σειρά του τούτος πάνω στη ράχη του Καράογλαν.
Και περπατούσαν και πήγαιναν μέσα στη δημοσιά, καταμεσής του δρόμου το γαϊδούρι, πάνω του ο Νασρεντίν και παραδίπλα το παιδί κι ο ήλιος ανέβαινε ψηλά κι έκαιγε όλον τον κόσμο.
Σε μια στροφή του δρόμου συναντούν μια παρέα από εμπόρους. «Καλημέρα, Χότζα εφέντη!» «Καλημέρα και σε σας!» χαιρετήθηκαν και καλημερίστηκαν, όλοι τον ήξεραν τον Χότζα σε κείνο τον ντουνιά. Είχαν οι έμποροι ζώα φορτωμένα με όλων των λογιών τις πραμάτειες και πήγαιναν στα γειτονικά χωριά να τις πουλήσουν στα παζάρια. Την ώρα που περνούσαν από δίπλα τους κάποιος από τους εμπόρους γυρίζει και λέει: «Καλά δεν ντράπηκε του λόγου του να βρίσκεται στρογγυλοκαθισμένος ο παλιόγερος στην πλάτη του γαϊδάρου και να αφήνει το παιδί του, που θα ’ναι δεν θα ’ναι δώδεκα δεκατεσσάρων χρόνων, να περπατάει κάτω από τέτοιο λιοπύρι; Ντροπή του!»
Τα άκουσε όμως τα λόγια τούτα ο Νασρεντίν και λίγο παρακάτω, σαν αυτοί προσπέρασαν κι έφυγαν, γυρίζει και λέει του παιδιού του: «Άντετε, γιέ μου, ανέβα κι εσύ τώρα πάνω στο γαϊδούρι, γιατί έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας και το χωριό είναι μακριά. Δίνει μια ο γιος του Χότζα και βρίσκεται καβάλα στη ράχη του Καράογλαν.
Και τώρα, λένε, πήγαινε καταμεσής στη δημοσιά ο γάιδαρος και πάνω του ήταν καθισμένοι ο Χότζας μπροστά να κρατά τα γκέμια αυτός και το παιδί του πισωκάπουλα τον κρατούσε απ’ τα ρούχα του. Κι εκεί που πήγαιναν λοιπόν συναντούν σ’ ένα ποταμάκι ένα γιοφύρι. Από κάτω, στην καμάρα του και στις όχθες κάμποσες γυναίκες έπλεναν τα ρούχα τους και κουβέντιαζαν.
Καλημερίστηκαν και χαιρετήθηκαν, μα, λένε οι ιστορίες των παλιών πως, την ώρα που ήταν ο Νασρεντίν στη μέση του γιοφυριού, γυρίζει μια από τις γυναίκες και λέει στις άλλες: «Καλά, τι παλιάνθρωποι είναι τούτοι; Είναι κι οι δυο τους στρογγυλοκαθισμένοι πάνω στη ράχη του ζώου, κι αυτό το κακόμοιρο εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται. Μα δεν το σκέφτηκαν καθόλου το ζωντανό; Ψυχή δεν έχει μωρέ,το ζώο; Ντροπή τους!»
Ακούει όμως τούτες τις κουβέντες τους ο Νασρεντίν, και σαν άφησαν το γιοφύρι και βρέθηκαν μακριά από τις γυναίκες, γυρίζει ο Χότζας και λέει του παιδιού του, ένα παλικαρόπουλο που θα ’ταν δεν θα ’ταν δώδεκα δεκατεσσάρων χρόνων: «Θαρρώ πως ήρθ’ η ώρα να κατέβεις, να περπατήσουμε και λίγο, γιατί μια δυο στροφές έχουμε ακόμα και σε λίγο θα φτάσουμε στο χωριό να κάνουμε τις δουλειές μας…»
Στ’ αλήθεια, δεν πέρασε κάμποση ώρα και να σου σε λίγο φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού. Εκείνο τον καιρό, είχαν τη συνήθεια οι άνθρωποι να κάθονται έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους και στις αυλές τους και να περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας και κουτσομπολεύοντας. Κάποιος βλέπει το Νασρεντίν Χότζα με το παιδί του να έρχονται περπατώντας και το γάιδαρο ξεκάβαλο. Γυρίζει και λέει στους άλλους: «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε, γειτόνοι, τούτους δω που μπαίνουν στο χωριό μας! Αυτοί οι άνθρωποι θαρρώ, πρέπει να’ ναι τελείως τρελοί κι ανόητοι. Μα πού ακούστηκε μέσα σε τέτοιο λιοπύρι, να περπατάνε οι άνθρωποι και να πηγαίνουν τα γαϊδούρια ξεκάβαλα;»