Άλλοτε σε δεύτερο ενικό, άλλοτε ως γενική απεύθυνση χωρίς πρόσωπο, κάποτε και εξομολογητικά, σε πρώτο, ο πολυταξιδεμένος μέσα στα χαρτιά, τα μολύβια και τα βιβλία Γιάννης Καμπύλης «τραγουδά» τα ανθρώπινα πάθη μέσα στην ποιητική του συλλογή «Πέντε Νυχτερινοί Επισκέπτες Ζητούν Εξιλέωση».
Με υποβλητικούς λεξικούς φωτισμούς και τολμηρά φραστικά σχήματα, τέμνει την ανθρώπινη μοίρα δεξιοτεχνικά και βαθαίνει εκεί που τον πονά και τον ίδιο περισσότερο.
Με μοτίβα του έννοιες όπως ο θάνατος (ή ο Χάρος), η Μοίρα, τα άνθη, τη νύχτα στήνει μια ποιητική περιπέτεια που παρασέρνει τον αναγνώστη μαζί της. Η γενικότητα των διατυπώσεων που συνδυάζεται, όμως, με την πλαστική απεικόνιση λέξεων και εικόνων (γερανοφόρα μνήματα, ο χορός της γραφίδας πάνω στο μνήμα, των λέξεων η γύμνια κ.ά) καθιστά την ποίησή του ταυτοχρόνως προσιτή και σιβυλλική.
Απευθύνεται στον γραφιά τον ίδιο, με πρόσχημα τον εαυτό του που γράφει, στη γυναίκα την ερωτευμένη, αλλά την άπιστη, στον παραδομένο πολίτη που έγινε ιδιώτης και ξέχασε την ιστορία του-ναι, η ποίηση του Καμπύλη είναι και πολιτική.
Ποια καλλιτεχνική πράξη, άλλωστε, δεν είναι μια πολιτική πράξη;
Ο Γιάννης Καμπύλης μελαγχολεί, ελπίζει, αγωνίζεται, κάνει έρωτα, αγναντεύει σιωπηλός, εμπνέεται από οικείους τόπους, θυμάται και ονειρεύεται. Πάνω από τους στίχους του πλανάται ένα πένθος, ένα χρώμα μωβ, αλλά και μια έκδηλη «ελληνικότητα». Ναι, μοιάζει το πεδίο του να είναι η Ελλάδα, όχι τόσο ιδωμένη στο αστικό της κομμάτι, όσο το φυσικό: τα δάση, οι νήσοι των εξόριστων, τα βουνά, οι θάλασσες που κρύβουν πλάσματα της φαντασίας.
Καιάδας, Σπιναλόγκα, Αίσωπος, γοργονίσια αδερφή Μεγαλέξανδρου, Αμάλθειας κέρας, Σίσυφος, Εφιάλτης, Μορφέας παρελαύνουν… Ξημερώνει, νυχτώνει, οι δρόμοι αδειάζουν, μένει ένα φως να τρεμοπαίζει κι αυτό το φως είναι η ίδια η Ποίηση που, παντοδύναμη, ακυρώνει τον θάνατο, τα γεωγραφικά σύνορα και τη ρουτίνα.
Ο ποιητής έχει μάτια χίλια να δει τον κόσμο από όλες του τις προοπτικές. Κι ειδικά ο κόσμος ο ελληνικός έχει πολλές απόψεις: ο χριστιανισμός, οι 12 θεοί, οι μύθοι, τα γεγονότα, οι πόλεμοι, οι έρωτες στις μενεξεδένιες γειτονιές της Αθήνας, το ελληνικό φως, τα αστέρια του καλοκαιρινού ουρανού και πόσα ακόμα…
Ο Γιάννης Καμπύλης δε χορταίνει να τα αγγίζει όλα, να τα αισθάνεται όλα, με τις χαρές και τους πόνους που του φέρνουν στην ψυχή του, κι έπειτα και στις δικές μας ψυχές.
Αν η ποίησή του της συγκεκριμένης συλλογής ήταν ύφασμα, θα ήταν βαμβακερό: είναι μαλακή, καθαρή, ατόφια, όχι πολυτελής και ραφιναρισμένη, ζεσταίνει το δέρμα χωρίς να το πνίγει… «Μια απεργία των ονείρων θα με σώσει τελικά», γράφει ο ποιητής.
Διαφωνώ, αγαπητέ Γιάννη. Πώς, αν απεργήσουν τα όνειρά σας, θα καταφέρνουμε να εισβάλουμε κι εμείς σε αυτά, μέσα από την πολυτάραχη γραφίδα σας που τα μεταμορφώνει σε πραγματικότητα, έστω χάρτινη;