Τι θα σκεφτόσασταν για ένα άτομο που θα σας ρωτούσε λ.χ. (λόγου χάριν) τι σχέση έχουν ένα τσούρμο από καμιά κατοσταριά στρατιώτες, ένα εντευκτήριο ή ένας χώρος όπου συχνάζουν άτομα που τα συνδέει κάτι το κοινό (όπως ενδιαφέρον, καταγωγή, επάγγελμα, κοινή κοινωνική ή πολιτική ή κομματική ένταξη και, σήμερα, χαρτοπαικτικός οίστρος) και μια γυναίκα που παραμένει στο κρεββάτι της μετά από μια πρόσφατη γέννα, αλλά και ένα πυκνόφυτο καταφύγιο άγριων ζώων;
Ασφαλώς θα αναρωτιόσασταν για την πνευματική του υγεία, καθώς και, επηρεασμένοι από την σχετική κοινόχρηστη έκφραση, για την νοητική ισορροπία τόσο του ιερέα που το βάφτισε όσο και της νονάς του!
Σίγουρα, όμως, θα το ξανασκεφτόσασταν όταν σας θύμιζε πως το τσούρμο αυτό στα ελληνικά αποκαλείται λόχος, το εντευκτήριο λέσχη, η γυναίκα λεχώνα και το καταφύγιο λόχμη. Γιατί, δεν μπορεί, θα ψυλλιαζόσασταν πως δεν είναι απλή σύμπτωση να συνυπάρχουν και στις τέσσερις λέξεις, αλλά και σε όλα τα παράγωγά τους (π.χ. λοχεία, λοχίας, λοχαγός, ίσως και αδολεσχία), ένα λάμδα και ένα χι και μάλιστα με την ίδια σειρά σε όλες.
Αν δε ήσασταν περίεργοι ή φιλομαθείς θα το ρωτούσατε (ή θα ψάχνατε σε κάποιο λεξικό για να μην εκτεθείτε για την άγνοιά σας) την εξήγηση.
Και το υπόπτου πνευματικής κατάστασης άτομο θα κορδωνόταν πληροφορώντας σας πως οι τέσσερις λέξεις έχουν ως κοινή ρίζα το αρχαίο ρήμα “λέχομαι”, το οποίο σημαίνει “ξαπλώνω” και έλκει την καταγωγή του από τη λέξη “λέχος”, ήγουν κρεββάτι ή ανάκλιντρο. Σε ένα λέχος περνά τις μέρες της η λεχώνα, σε ένα λέχος (=ανάκλιντρο) ξαπλωμένοι συνήθιζαν κάποτε να (αμπελο)φιλοσοφούν ή να τα κουτσοπίνουν τα μέλη μιας λέσχης, ανάμεσα στα φυλλώματα των θάμνων μιας λόχμης την άραζαν ή κρύβονταν ξαπλωμένα τα μέλη της πανίδας της, σε ένα κοινό χώρο κατά μία ερμηνεία κοιμόνταν και κατά μία άλλη ενέδρευαν μισοξαπλωμένοι οι στρατιώτες ενός λόχου!