Ασφαλώς και θα θεωρείτε πιο δική μας, πιο ελληνική, την “θύρα”, ακόμα και αν στην πράξη χρησιμοποιείτε σχεδόν αποκλειστικά στον καθημερινό σας λόγο την λατινογενή “πόρτα”. Και τούτο παρότι ο εθνικός μας ποιητής προτιμούσε την πρώτη («Δεν είν’εύκολες οι θύρες/Εάν η χρεία τες κρουταλή.») ακόμα και ως γλωσσοπλάστης («Σαν πτωχού που θυροδέρνει/Κι είναι βάρος του η ζωή.»).
Έχετε, όμως, αναλογιστεί ότι η πόρτα δεν είναι και τόσο ξένη; Προέρχεται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα που έδωσε στα ελληνικά, μεταξύ πολλών άλλων, το επίρρημα πέρα, τις λέξεις πόρος, πέρασμα και το συγγενολόι τους (περνώ, πέραμα, πορεύομαι, έμπορος, ποντοπόρος, Πειραιάς, Περαία κ.λπ.), αλλά και την… πόρνη. Καθώς και τον λατινογενή όρο πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών για το λιμάνι (port, porto) που διατηρείται στα τοπωνύμια διαφόρων σημείων της χώρας, όπου σπεύδουμε όταν το επιτρέπει ο καιρός για να πλατσουρίσουμε (Πόρτο Γερμενό, Πόρτο Ράφτη, Πόρτο Χέλι, Πόρτο Λάγος και πάει λέγοντας). Αλλά και το έτερο δάνειο: το ρεπορτάζ.
Έδωσε, όμως, και μια άλλη ξενόφερτη λέξη που πολιτογραφήθηκε και στα ελληνικά· αλλά δεν φαντάζεστε με την πρώτη ποια. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά (για να διαβάσετε και το υπόλοιπο κείμενο). Η ίδια ρίζα έδωσε ανάμεσα σε τόσα άλλα την μεσαιωνική γαλλική λέξη “déporter” που σήμαινε διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, ξεδίνω (από τη δουλειά, από μια σκοτούρα), το ρίχνω έξω, κοντολογίς ξεπορτίζω. Ως ουσιαστικό εμφανιζόταν ως “déport”. Αυτό πέρασε με τους Νορμανδούς με μία παρεφθαρμένη (από λάθος ή παρερμηνεία) μορφή ως “desport” στην Αγγλία, όπου καρατομήθηκαν τα δύο πρώτα γράμματα και έμεινε “sport”. Σιγά-σιγά δε περιορίστηκε να σημαίνει τις αθλητικές δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, με εξαίρεση τους ισπανόφωνους που διατηρούν το αρχικό “deportes”.
Ενδιαφέρον σπορ η ετυμολογία! Και, ετυμολογικά πάντα, μεγάλο λάθος να θεωρούνται σπορ, έστω και πνευματικά, αθλήματα “εσωτερικού χώρου”, όπως το μπριτζ, το σκάκι, αλλά και οι… πόρτες!