Ήταν σ’ ένα παλιό κτίριο, στην αρχή της οδού Κεραμεικού. Στο δεύτερο όροφο. Η επιγραφή, στα ρωσικά, φαινόταν και από τη Ζήνωνος. Αμερικάνικες γούνες. Αθήνα-Θεσσαλονίκη -Τιφλίδα. Παλτά, σάπκες, γιλέκα για παιδιά. Το τζίρο τον έκαναν νεόπλουτες Ρωσίδες που έρχονταν στην Ελλάδα με τους συζύγους τους για δουλειές ή για αναψυχή και κάποιες Ελληνοπόντιες και Ελληνίδες.
O Κώστας ήξερε την τέχνη από πατέρα προς πάππου. Το εμπόριο γούνας ανθούσε στη Σιάτιστα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο πατέρας του έραβε ρετάλια γούνας στην Αμερική. Στη δεκαετία του ’60 γύρισε κι άνοιξε δική του βιοτεχνία. Στη Σιάτιστα. Ο Κώστας έκανε ένα ακόμα βήμα. Άνοιξε πρατήριο -παραγωγή φασόν και διάθεση- στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη ύλη εισαγόταν από Ρωσία, Φιλανδία και Δανία και ξαναγύριζε, μεταποιημένη, εκεί. Όταν η ρώσικη μαφία άρχισε να απλώνεται στη Βόρειο Ελλάδα, αποφάσισε να μεταφέρει το μαγαζί στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που είχε γνωρίσει την Όλια.
Εμπόριο γούνας και αγιοσύνη. Πράγματα ασυμβίβαστα. Μίζες, για παράδειγμα. Ή παίρνεις ή δίνεις. Ο Κώστας στη Θεσσαλονίκη έδινε από 15 ως 20 τοις εκατό του τζίρου στα «καμάκια». Ρώσους, Καζαχστανούς, Γεωργιανούς. Του έφερναν πελάτες, σε γκρουπ. Μερικοί από αυτούς αγόραζαν για να ξαναπουλήσουν. Στο γυρισμό, όμως, αποτελούσαν εύκολο στόχο. Όπως το λεωφορείο, που πέρυσι έκανε δρομολόγιο για Μόσχα κι έπεσε σε ενέδρα στο 36ο χιλιόμετρο Θεσσαλονίκης-Κιλκίς.
Η Όλια ήταν κι αυτή μπλεγμένη, όταν γνώρισε τον Κώστα. Είχε μαγαζί στο Μπατούμ. Τρία χρόνια γύριζε τον κόσμο για να βρει φτηνές γούνες. Στα ταξίδια της συναντούσε κάθε λογής φάτσες. Λαθρέμπορους, σωματέμπορους, στελέχη του παλιού καθεστώτος, μαφιόζους.
Έκανε ακόμα δυο-τρία ταξίδια. Μετά άφησε το μαγαζί στην αδελφή της. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Συνεταιρίστηκε με τον Κώστα.
Δεν είχαν προλάβει ν’ ανοίξουν το μαγαζί στην Κεραμεικού και είχαν επισκέψεις. Ήταν τέσσερις. Καυκάσιοι. Ζήτησαν δέκα τα εκατό. Είχαν σίγουρους πελάτες. Τους ψώνιζαν από τα ξενοδοχεία του κέντρου και της Γλυφάδας. Σε δυο μήνες ζήτησαν ένα πέντε τα εκατό ακόμα.
Σάββατο απόγευμα. Η Όλια βγήκε από το μαγαζί στις τέσσερις. Ανηφόρισε κατά το πεζοδρόμιο της Βηλαρά, αριστερά από την εκκλησία, όπου τα Σαββατοκύριακα, ομάδες-ομάδες, συναντιόντουσαν όρθιοι και έλεγαν τα νέα τους οι Γεωργιανοί.
Όταν τέλειωσε την κουβέντα με δυο φίλες της, κατευθύνθηκε προς τη μεριά της Αγίου Κωνσταντίνου. Μπροστά στο περίπτερο, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, δεξιά από τα σκαλιά της εκκλησίας, στο πεζοδρόμιο, που ήταν γεμάτο με Ουκρανούς, ήταν τρία καρτοτηλέφωνα. Καθώς πήγαινε προς τα ’κει, είδε το πρόσωπό του μέσα στον καθρέφτη, που ο περιπτεράς είχε κρεμάσει στα κλαριά ενός δέντρου για να ελέγχει την κίνηση.
Άσπρο σακάκι, μαύρο πουκάμισο, κρεμ γραβάτα. Κοντός. Τον γνώρισε από το λεπτό, μαύρο μουστάκι. Της είπε να τον ακολουθήσει.
Είχανε γνωριστεί στη Μόσχα, στη ντίσκο του ξενοδοχείου Κόσμος, στο Σολάρις, πριν πέντε χρόνια. Λεγόταν Σάσα. Τσετσένος. Μέλος μιας μοσχοβίτικης «ταξιαρχίας» και «αφγκάντζι», βετεράνος του Αφγανιστάν. Της είχε δείξει -με το αζημίωτο- πώς να βρει καλό και φθηνό εμπόρευμα και της είχε ζητήσει να μεταφέρει για λογαριασμό του πρώτης διαλογής αφγανικό χασίσι. Αρνήθηκε.
Πέρασαν δυο χρόνια. Έπεσε πάνω του πάλι σε ένα από τα τελευταία της ταξίδια στην Ελλάδα. Ο Σάσα δρούσε στο κύκλωμα των γουναράδικων Λιτόχωρου-Πλαταμώνα. Ρώσοι και Γεωργιανοί αλώνιζαν Βόρειο Ελλάδα, Αθήνα και Κρήτη. Δούλευαν με Ιταλούς, που είχαν κι αυτοί σιγά-σιγά τραβηχτεί από την Πρέβεζα. Στόχος το ξέπλυμα χρημάτων από μεγάλες δουλειές σε Αμερική, Ευρώπη, Ισραήλ και Κύπρο. Όπλα, ναρκωτικά, διαμάντια. Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πιο απλά. Τυχερά παιγνίδια, λάδι και γούνες, ναρκωτικά -αλλά κυρίως διακίνηση- γυναίκες, κλοπές. Και κρίσα. Προστασία.
Κρίμα μια καλλονή σαν κι αυτήν να μην εκμεταλλεύεται τη ζήτηση που υπήρχε στην Ελλάδα για τις βόρειες, της είχε πει τότε ο Σάσα. Η Όλια του πρότεινε συνεργασία στο εμπόριο γούνας. Της έκλεισε ραντεβού την άλλη μέρα στην πλατεία Δικαστηρίων, στη Θεσσαλονίκη. Πήγε με τον Κώστα. Τα βρήκαν. Άρχισε να τους φέρνει πελάτες. Και να ανεβάζει -όμως- τις απαιτήσεις του. Τότε το ζευγάρι αποφάσισε μεταφερθεί στην Αθήνα.
Τώρα;
Της πρότεινε να τα πουν κάπου ήσυχα. Πήραν τη Βηλαρά. Κι εδώ γουναράδικα. Βιτρίνες στους στύλους μιας πολυκατοικίας, σπασμένες. Γωνία με Κουμουνδούρου, μια καφετέρια ανοιχτή. Ο κόσμος αραίωνε. Δύσκολα άκουγες ελληνικά. Μπήκαν. Κάθισαν. Ο Σάσα μιλούσε. Η Όλια προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο.
Το μυαλό της γύριζε. Δεν ήταν σωστό -έλεγε εκείνος- που άφησαν στη μέση μια συνεργασία και απλήρωτα χρέη κι έφυγαν στην Αθήνα. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι; Οι φίλοι, πάντως, συγχωρούν. Φτάνει, από ’δω και μπρος, να κρατήσουν την επαφή. Ήξερε για το μαγαζί της οδού Κεραμεικού. Δεν ήθελε, όμως, αμέσως να ενοχλήσει. Ήταν πολιτισμένος άνθρωπος. Όλα όμως έχουν ένα όριο. Της θύμισε τον γουνέμπορο Χρ. Στ., που βρέθηκε σκοτωμένος μέσα στη βιοτεχνία του, στη Θεσσαλονίκη. Πριν από δυο χρόνια. Και, φέτος, τον Σ. Γ. και το γιο του, στην Καστοριά, που τους σκέπασαν με γούνες, μέσα στο μαγαζί τους και πέθαναν από ασφυξία.
Οι επιγραφές στην άλλη πλευρά του δρόμου λαμπύριζαν. Οίκος ευκαιρίας ο Κάιζερ. Καφέ Όασις. Καφέ Ιστός. Άντρες, όρθιοι, έπαιζαν στα ηλεκτρονικά. Let’s play and have some fun. Μια ξανθιά, πίσω απ’ τη τζαμαρία, κοίταγε μέσα.
Θα πέρναγε απ’ το μαγαζί, είπε. Δευτέρα μεσημέρι, μετά το κλείσιμο.
Πλήρωσε. Σηκώθηκαν.
Δευτέρα τέσσερις το απόγευμα. Πήγε. Ζήτησε τέσσερα εκατομμύρια δραχμές. Δεχόταν και επιταγή. Θα τους προστάτευε για ένα χρόνο. Τους Καυκάσιους θα τους αναλάμβανε αυτός.
«Πού να βρεθούν τέσσερα εκατομμύρια;» έκανε η Όλια. «Δεν θέλουμε φασαρίες», πρόσθεσε ο Κώστας. Χαμογέλασε.
«Τι φασαρίες;» Μήπως νόμισαν ότι είναι κανένας ατμαρόζνι, πως δούλευε μόνος του, χωρίς ν’ ανήκει κάπου, κάποιος απλός κράχτης, ένα καμάκι σαν όλους αυτούς τους ξεπεσμένους, που προσπαθούσαν να κρατηθούν στη ζωή με ψιλοκομπίνες; Αυτός ανήκε κάπου. Ορίστε. Τους έδειξε πίσω από τ’ αριστερό αυτί το τατουάζ. Ποστ. Πόστο. Αυτό σημαίνει, πως είναι επαγγελματίας εκβιαστής, ρακέτιι. Τους πελάτες, όταν δεν πληρώνουν, τους αναλαμβάνουν άλλοι. Την Παρασκευή -είπε, φεύγοντας- θα τα ξαναπούν.
Να βρουν χρήματα και να τα δώσουν; Θα ζητούσε κι άλλα. Να σβήσουν μια ακόμα φορά τα ίχνη τους; Να πάνε πού; Να το πουν στην αστυνομία; Άσκοπο. Ή μήπως να τον αναλάβουν οι ίδιοι, όταν θα ξαναρχόταν;
Παρασκευή. Δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Κώστας και η Όλια έσυραν με δυσκολία μέσα από το ασανσέρ ένα δέμα. Μήκος ένα κι εβδομήντα, βάρος εβδομήντα πέντε κιλά. Πάνω-πάνω, αν το άνοιγες, θα έβλεπες γούνες από κουνέλι. Παμπάλαιο εμπόρευμα, ξεπερασμένο. Κανείς δεν τ’ αγόραζε.
Φόρτωσαν το δέμα στο στέισον βάγκον του Κώστα και κατευθύνθηκαν βόρεια. Αυλώνας. Τανάγρα. Υλίκη. Στη λίμνη, έκαναν στάση…
Κυριακή βράδυ μια πυρκαγιά ξέσπασε στη γωνία Ζήνωνος και Κεραμεικού. Έκαψε το γουναράδικο και τρία γειτονικά καταστήματα. Ζημιές εκατομμυρίων.
Κάποιος είπε πως είδε, λίγο πριν, τρεις σκιές να βγαίνουν από την πόρτα του κτιρίου και να τρέχουν προς τη Δεληγιώργη.
Οι φίλοι του Σάσα;
Οι Καυκάσιοι;
Η πυροσβεστική κατάφερε να σβήσει τη φωτιά μόλις στις τρεις το πρωί.
*Το διήγημα “Γούνες από κουνέλι” με τρία ακόμα διηγήματα
από το βιβλίο “Μπίρα με γρεναδίνη” δημοσιεύονται μεταφρασμένα από την Μικίκο Μουραμάτσου στην ιαπωνική γλώσσα στην ιστοσελίδα μας ipolizei.gr, ως συμπλήρωμα του αφιερώματος για τα 120 χρόνια Ελληνοϊαπωνικής φιλίας που φιλοξενείται στο τεύχος μας.