Στην ταράτσα του εγκαταλειμμένου κτιρίου, όπου κάποτε ήταν το Πρωτοδικείο της
Αθήνας, γωνία Ομόνοια και Σταδίου.
Κομμάτια ουρανού και αραιά σύννεφα, όλων των σχημάτων.
Παράσιτα ραδιοφώνου;
Όχι, ο αέρας.
Από βαθιά, κάτω στην πλατεία, ακούγονται τα αυτοκίνητα.
Κλάξον.
Ένας γλάρος.
Από τα δεξιά προς τ’ αριστερά.
Άλλοι δυο. Πάντα προς τ’ αριστερά. Διαγώνια.
Ανοιγοκλείνουν τα φτερά.
Κρώζουν.
Εσύ, ακίνητος.
Ένας τέταρτος γλάρος πετάει προς τα δεξιά. Χαμηλά.
Το μάτι κινείται αντίθετα. Πάντα στο επίπεδο των στεγών.
Παλιά, κτίρια τετραόροφα, με στέγες από κεραμίδι.
Ανάμεσά τους δεκαόροφα κτίρια, με ταράτσες.
Ένας ιστός χωρίς σημαία.
Η Δώρου, το πίσω μέρος της.
Hondos Center.
Στροφή προς τα αριστερά.
Γρήγορα.
360 μοίρες.
Πάλι το Hondos Center.
Τώρα προς τα δεξιά. Μισή στροφή.
Γλάροι.
…Τρεις, τέσσερις, πέντε.
Στην ταράτσα πίσω μας, μια κάθετη σιδερένια σκάλα, πάνω σ΄ένα τοίχο.
Αγωγοί.
Η σκουριασμένη κουπαστή της ταράτσας, που βρισκόμαστε.
Ανάμεσα σε μας και την κουπαστή δυο μεγάλοι σωλήνες από αμίαντο,
ο ένας πάνω από τον άλλο μισό μέτρο.
Σε σιδερένια στηρίγματα, προχωρούν παράλληλα και στρίβουν,
ακολουθώντας την πορεία της κουπαστής.
Στη μια ταράτσα, στην αρχή της Αθηνάς, μια καμινάδα με πέντε εξόδους.
Μεταλλικός κάκτος.
Τρία κτίρια ώς την Αγίου Κωνσταντίνου.
Άλλα δυο ως την Πειραιώς.
Στέγες.
Κομμάτι από τα Χαυτεία.
Η απόληξη της Πανεπιστημίου.
Το μάτι χαμηλώνει.
Η πιάτσα των ταξί. Έντεκα ως την 3ης Σεπτεμβρίου και, δίπλα,
άλλα τέσσερα κινούνται προς την Αγίου Κωνσταντίνου.
Δύο άλλα ανεβαίνουν και μπαίνουν από την Πειραιώς.
Το μάτι πέφτει στο τεράστιο αυγό της πλατείας.
Την ξαναφτιάχνουν, πάλι και πάλι, δεκαετίες τώρα.
Πάνω στο γκρο μπετόν, στο κέντρο, φτιάχνουν μια στρογγυλή, δεύτερη πλατεία,
με γρασίδι και σιντριβάνι.
Ο πράσινος κρόκος του αυγού.
Και πάλι μπρος – πίσω.
…Στέγες.
Ο ουρανός.
Η πλατεία.
Ένας γλάρος στο κέντρο, ψηλά.
Δεν κρώζει.
CUT.*
Στη μηχανή
Τσάινα Τάουν, Αγησιλάου.
Ένας νεαρός Κινέζος με γυαλιά, με μαύρο, χοντρό σκελετό, μισοξαπλωμένος ανάσκελα, ανάποδα, σε μια μηχανή σταματημένη έξω από ένα κινέζικο εμπορικό, ακουμπισμένος στους αγκώνες, που είναι χωμένοι ανάμεσα στις ταχύτητες της μηχανής, σταυροπόδι, ανέκφραστος. Σκέφτεται κάτι;
Τι;
Σκέφτεται;
Που πήγαινε;
Λεωνίδου.
Προχωρούσε. Σεπτέμβριος. Αρκετή ζέστη. Φορούσε ένα μακρύ, μαύρο, βρώμικο παλτό. Ξανθός, ψηλός. Καραφλός. Με ξυρισμένο κεφάλι, που από τη μια μεριά του έτρεχε αίμα. Το κράταγε. Παραμιλούσε. Ήταν σα να κράταγε ένα κινητό λίγο πάνω απ’ το ένα αυτί του. Από τους λίγους περαστικούς, δεν τον κοιτούσε κανείς. Χίλια τα εκατό, ξένος. Βόρειος. Παραπάταγε. Τον είχαν χτυπήσει; Είχε πέσει κάπου, λίγο πριν, μόνος του; Τί έλεγε; Πού πήγαινε;
Κάσμπα
Σωκράτους και Πειραιώς.
– Άνδρας, 50-55 χρονών. Ανακατεύει το πλαστικό, διαφανές κύπελλο του καφέ, καπνίζει, ξεφυσάει συνεχώς τον καπνό, μουρμουρίζοντας τελείως αθόρυβα “Να σου γαμήσω…” ρυθμικά κάτι…
– Σιδερένιες, μαύρες καρέκλες-πολυθρόνες
στρογγυλό, “μαρμάρινο”, ανοιχτό κρεμ τραπεζάκι
σε μαύρη βάση σιδερένια, μια διακοσμημένη κολώνα
που καταλήγει σε τρεις απολήξεις.
Στο πεζοδρόμιο, κλεισμένο γύρω-γύρω
από σιδερένιες ζαρντινιέρες: μικρά φυτά – ελιές, δάφνες,
κάτι σαν πικροδάφνες, κοντά, καχεκτικά.
– Έξι τραπεζάκια στο περιφραγμένο από τη ζαρντινιέρα χώρο του πεζοδρομίου και δυο μπάρες με ψηλά καθίσματα από τη μια μεριά, πίσω του.
– Στις μπάρες κάτι Κούρδοι, ή Μπαγκλαντεσιανοί…
– Συνεχής ροή, εναλλαγή προσώπων.
– Casba – ALL DAY FOOD BAR.
ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ – ΕΝΕΧΥΡΑ.
SERVICE MOBILES LAPTOPS.
ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΧΡΥΣΟ – ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ – ΛΙΡΕΣ – ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ.
– ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟ Η ΓΕΥΣΗ.
Η ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ απέναντι.
Προχωράει μόνο του
Καροτσάκι. Προχωράει μόνο του.
Έξι δέματα ίδια, μαύρες σακούλες.
Από πίσω, ο άνθρωπος που το σέρνει, δεν φαίνεται.
“ Έδινε με μπαλόνια αέρα…”
Μια μπλε πολυκατοικία
Βηλαρά και Νικηφόρου,
δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Αφηγείται η Λιούντα,
από μάνα Ρωσίδα και πατέρα Γεωργιανό,
60 ετών,
πρώην δασκάλα μουσικής
στο Τμπίλισι, την Τιφλίδα..
Δουλεύει στο γουναράδικο,
που είναι στο ισόγειο.
Λέει και τον καφέ.
Ξέρει τους πάντες, την ξέρουν όλοι.
Πάνω από 1,65 μ.,
καστανόξανθη,
λίγο μακρόστενο πρόσωπο,
με ανοιχτά μελί μάτια.
Το σπίτι της, στον τρίτο όροφο είναι πάντα γεμάτο.
«Η Φωτεινή,
που είναι στο άλλο δωμάτιο,
ήρθε πριν μερικούς μήνες
από τη Γεωργία.
Δουλεύει σε διακοσμήτρια,
όλο νεύρα,
στη Γλυφάδα.
Την σύστησε
μια Ουκρανή.
»Τους βλέπεις; Είναι όλοι τους φοβισμένοι,
πάνε στα σπίτια φίλων, δεν κάνουν ρεπό,
πριν δούλευε σε άλλες,
μήπως τους πιάσει η αστυνομία.
Πάνε σε γραφεία Ευρέσεως Εργασίας.
Δεν έχω τώρα, τους λένε. Σε δυο βδομάδες θα έχω.
Κόλπο με τους Έλληνες,
δεν δίνουν πίσω τα λεφτά
150-200 ευρώ.
»Μια από τη Γεωργία ήρθε με πούλμαν,
24 χρονών, δυο παιδιά.
Πέθανε μέσα στο μπαγκάζι.
Παίρνουν λεφτά με τόκο, δανείζονται για να πληρώσουν 3.000 ευρώ,
που τους παίρνουν για να τους φέρουν κρυφά από τη Γεωργία.
Ήρθε μία κοντή. Δεν μπορούσε να ανοίξει το κορμί της,
όταν έφτασε,
20 ώρες μέσα στο μπαγκάζι.
Ένα πούλμαν, 12 κρυμμένες,
ο οδηγός τους έδινε με μπαλόνια αέρα,
μια μεγάλη,
ούτε τουαλέτα, στη Θεσσαλονίκη, μήπως τους δουν…
Αν ήθελαν να κάνουν στα σύνορα έλεγχο, θα’ βαζαν σκυλιά,
άρα πληρώνονται».
Και οι τρεις μαζί
Ώρα τρεις τα μεσάνυχτα. Ο γέρος πήγε πάλι να ψωνίσει, με το αυτοκίνητό του, στην πιάτσα με τις μαύρες, Καποδιστρίου και 3ης Σεπτεμβρίου γωνία. Εκεί, που μόλις ακουστεί η λέξη “αστυνομία”, πέφτει σύρμα και οι κοπελιές που στέκονται κι απ’ τις δυο μεριές στο σταυροδρόμι, τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις, για να γλιτώσουν. Δυο πολύ αδυνατούλες και μικρές Νιγηριανές, άντε 50 κιλά η καθεμιά, τον πλησίασαν. Τότε του μπήκε η ιδέα. Τους πρότεινε να πάνε και οι τρεις μαζί. Συμφώνησαν. Από 20 ευρώ η καθεμιά και 20 για το ξενοδοχείο. Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Τον οδήγησαν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο στη Σωκράτους δεξιά, λίγο πριν τη Σατωβριάνδου.
Η είσοδος ήταν στενή, με ένα καθρέφτη. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και άδειο από έπιπλα. Άρχισε να γδύνεται. Του είπαν να πάει στο μικρό μπάνιο με το πλαστικό παραπέτο για να πλυθεί. Υπάκουσε. Ξαφνικά κάτι τον θορύβησε. Κοίταξε στο δωμάτιο. Οι δυο μικρές είχαν πάρει το πορτοφόλι από τα ρούχα του και το είχαν “ψιλομαδήσει”. Ακολούθησε καυγάς. Αυτές γελούσαν. Του είχαν πάρει δυο-τρία εικοσάρικα. Δεν είχε και πολύ περισσότερα. Έφυγαν. Πήγαν προς στην πιάτσα. Τις ακολούθησε. Νέος καυγάς. Άρχισε να φωνάζει, ότι θα καλέσει την αστυνομία και θα τις καταγγείλει στον ξενοδόχο. Κάτι του ‘δωσαν πίσω, κάτι κράτησαν. Έφυγε.
Μαύρες κατσαρίδες
Αφηγείται πάλι η Λιούντα.
Περιγράφει μια πενταόροφη, κίτρινη πολυκατοικία,
που φαίνεται από το παράθυρό της, στη Νικηφόρου.
«Πακιστανοί, στο ισόγειο, στο πάτωμα, γκαζάκι φτιάχνουν πατάτες, φασόλια,
από αποθήκη Αθηνάς.
Τους κυνηγάει η αστυνομία, σαν μαύρες κατσαρίδες,
σκουπίδια, τρεις τενεκέδες,
πότε μυρίζει από αυτούς, πότε από σκουπίδια.
Όλοι μυρίζουν – ξέρω ποιος έρχεται.
Μαύροι μυρίζουν, όπως ξένοι,
νέγροι, σκούρο μαύροι –
και να πλένεις…
»Ουκρανοί – στον πρώτο όροφο, δυο αδελφές,
με τον γέρο που του πήρε τα χρυσαφικά
κομμώτρια, 10 ευρώ, 20 κοπέλες,
στη βεράντα πηδάνε από παράθυρα,
τρεις οικογένειες.
Ό,τι βρίσκουν τρώνε,
τσιγγουνιά, μαζεύουν έπιπλα από τον δρόμο.
»Δεξιά δεύτερο όροφο Πακιστανός
με τη γυναίκα του, έχει και παιδί,
μαντήλα στο κεφάλι,
τρώνε με το χέρι από το πιάτο,
κουλτούρα όχι σαν Ουκρανές.
Αριστερά Γεωργιανός με Πόντια
μαγαζί από κάτω – φέρνει από Γεωργία
τα πάντα – πολύ τσιγάρο, πήραν σπίτι.
»Στο τρίτο δεξιά νοικιάζουν κρεβάτια, όχι δωμάτια.
5 ευρώ το κρεβάτι.
Μια κλαίει, άλλη κλαίει, γνωριμία γίνεται.
»Τρίτο αριστερά
Πολωνοί,
μουσική με τέτοια δύναμη –
πίνουν μπύρα, βότκα.
»Στον τέταρτο ένας Πόντιος, νοικιάζει κρεβάτια
δυο διαμερίσματα έχει αγοράσει,
και γυναικούλα του δουλειά στο Stanley ξενοδοχείο,
την διώξανε
έφερνε φαγητά, για να ταΐζει,
όχι τζάμπα,
πήγαινε λαχαναγορά που πετάνε
και τα πουλάει.
Έβγαλε “ματάκι” πόρτας – και ζήταγε λεφτά, κρεβάτια βρώμικα,
κάτω σε προβιά στο πάτωμα, 5 ευρώ…»
Θίασος
Έλλη, η γιατρίνa
Δούλευε κάποτε στην Πολυκλινική, Πειραιώς και Σωκράτους. Τότε, που ο χώρος έσφυζε από τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Δεν τέλειωσε ποτέ την Ιατρική. Βοηθός μικροβιολόγος. Τώρα, που η Πολυκλινική έχει ξεπέσει, η Έλλη, από καιρό στη σύνταξη, βοηθάει τους πάντες μέσα και γύρω απ’ την πλατεία. Όχι μόνο με φάρμακα και συνταγές αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους. Μεσόκοπη. Ξανθιά, με την παλιά αλογοουρά και το ελαφρύ χνούδι στο πρόσωπο, καλοσυνάτη και γελαστή, όπως τότε, που τη φλέρταραν όλοι. Και τώρα την φλερτάρουν. Η Έλλη, η γιατρίνα.
Χρήστου, ο δικηγόρος
Έχει το γραφείο του σε κάποιο στενό, προς τη μεριά της Βερανζέρου. Ή από τη μεριά της Δώρου. Ή, μάλλον, προς τη Γαμβέτα. Τοκίζει χρήματα, έχει διασυνδέσεις στον Κορυδαλλό, σχετίζεται με έναν οπλουργό, συχνάζει πολλές ώρες σε ένα προποτζίδικο κοντά στην Κάνιγγος. Φοράει ένα τριμμένο παλτό και κουβαλάει μια τσάντα πέτσινη, παλιά. Σε τίποτα δεν θυμίζει τους καλοντυμένους συναδέλφους του, που συχνάζουν τα πρωινά στα δικαστήρια της Ευελπίδων και στα άλλα, που είναι κοντά στον Άρειο Πάγο. Αναλαμβάνει μικροϋποθέσεις, βγάζει άδειες παραμονής σε ξένους, πληρώνει την εγγύηση για να αποφυλακιστούν μικροεγκληματίες.
Όλια, η τσιγαρού
“Ρωσοπόντια”. Ή, πιο σωστά, Ελληνίδα του Πόντου. Από αυτούς που ο Στάλιν έστειλε προπολεμικά από τον Καύκασο στο Καζαχστάν. Ήρθε με την οικογένειά της στην Ελλάδα το 1965, όταν ήταν πέντε χρονών. Τώρα είναι εξήντα. Το στέκι της είναι στο παλιό Δημαρχείο από πίσω, πότε στα μαρμάρινα πεζούλια, πότε στο γρασίδι της δεξιάς πλευράς. Προμηθεύεται τα λαθραία τσιγάρα που πουλάει από τον “μεγάλο”, που έχει βαγόνια ολόκληρα. Τα παίρνει με πίστωση. Μέσα σε είκοσι χρόνια την έχουν πάει στο Τμήμα της Ομόνοιας μόνο τρεις φορές. Κι αυτό, παρόλο που το ρητό της αστυνομίας, για την περίπτωση των “τσιγαράδων” είναι: “Καινούριος; Άσ’ τον να δουλεύει. Παλιός; Πιάσ’ τον”.
* Ευχαριστώ τον φίλο τοπογράφο Γιώργο Μ. για την παραχώρηση του βίντεο που τράβηξε πρόσφατα από την ταράτσα του παλιού Πρωτοδικείου, στην Ομόνοια.
Τα σκίτσα είναι του Ζαχαρία Ψαράκη