Στιγμιότυπα, φωτογραφίες φτιαγμένες από λέξεις, αφηγήσεις, αρετουσάριστες, ντόπιων και αλλοδαπών. Ένας κόσμος που αναζητάει το βήμα του και το λόγο ύπαρξής του. Από τετράγωνο σε τετράγωνο κι από τεύχος σε τεύχος. Σε αυτοτελείς συνέχειες. Αποσπάσματα μιας “λογοτεχνίας του δρόμου”.
Κουμουνδούρου και Βηλαρά.
Πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου.
Άνοιξη.
Μεσημεράκι.
Ηλιόλουστο.
Με λίγη ψύχρα.
Στο σταυροδρόμι της πλατείας, αριστερά από την εκκλησία, προς τη Βηλαρά.
Σ’ ένα απ’ τα πεζούλια του πεζόδρομου, οχτώ γυναίκες κάθονται γύρω από ένα δέντρο κλαδεμένο.
Απέναντι, στα τρία μέτρα, σ’ ένα μαρμάρινο παγκάκι, άλλες τρεις. Δυο με γυρισμένη την πλάτη, η τρίτη μόλις που διακρίνεται.
Κι άλλες δυο, Γεωργιανές κι αυτές, η μια τους όρθια. Κι ακόμα πέντε από πίσω -δυο όρθιες- σε ίδια, μαρμάρινα παγκάκια. Οι όρθιες σκύβουν καμιά φορά προς τις άλλες, που κάθονται.
Άλλες δυο, μόνες τους, μιλάνε αντικριστά.
Ώς την Αγίου Κωνσταντίνου, κάποιες ακόμα, στα υπόλοιπα παγκάκια.
Όλες με μια πλαστική σακούλα στο χέρι.
Πάνω απ’ το μέτριο σε ύψος, εξηντάρες ή λίγο νεότερες. “Γεμάτες”. Μαλλιά ίσια, κοντά. Άσπρα, γκρίζα ή βαμμένα σε χρώμα ιωδίου. Τζάκετ με υαλοβάμβακα, ή γιλέκα, ανάλογα. Η μια με μαύρο, αντρικό παλτό.
Παντελόνι. Οι μισές ένα φαρδύ μπλού τζιν.
Παπούτσια άσπρα “σπορτέξ” ή μπότες μαλακιές, δεκαετίας του ‘70.
Κόσμος περνάει ανάμεσά τους.
Κάποιος με κινητό κοντοστέκεται και μιλάει.
Μια νεότερη, μοιάζει Γεωργιανή κι αυτή, με λεπτό, δερμάτινο παλτό και μποτάκια μαύρα, βαδίζει προς τη Μενάνδρου.
Μια χοντρή, μέσης ηλικίας, με ολάνοιχτο τζάκετ και μαύρο, σχετικά κοντό μαλλί, τα γυαλιά ηλίου ανεβασμένα πάνω από τις αφέλειες, μαντήλι μεταξωτό – διπλωμένο στο λαιμό, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, λέει μια-δυο κουβέντες ακόμα στη δεύτερη παρέα απ’ τα δεξιά και ξεκινάει να ρθεί προς την Βηλαρά.
Κάποιες φεύγουν.
Άλλες έρχονται.
Δυο νέες κοπέλες πλησιάζουν τη μια παρέα.
Κόρες;
Εγγονές;
Κάτι κρατάνε.
Φεύγουν.
Εκείνες συζητούν.
Κάθε Σάββατο.
Όλα τα Σάββατα.
Από τότε που έχουν έρθει, δεκαετίες τώρα, στην Ελλάδα.
Πού είναι εκείνες που ήταν στη θέση αυτή, στην ηλικία τους, πριν δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε και παραπάνω χρόνια;
Με ίσια,
αργά βήματα
Μιλούσε στο κινητό.
Βάδιζε.
Από το στενό της Γρανικού προς Πλαταιών.
Με ίσια, αργά βήματα.
Μπουφάν απλό, σπορ παντελόνι, σνίκερς.
Μέτριο ανάστημα.
Ξένος.
Κρατούσε ένα τεράστιο, αναμμένο πούρο, που σκόρπιζε καπνό γύρω του.
Πανίσχυρο φυλακτό
Αναξαγόρα. Ή Βερανζέρου. Ή Καποδιστρίου. Ή Πλατεία Βάθης.
Ένα χαρτάκι. Τυπωμένο. Αφημένο πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
ΜΕΝΤΙΟΥΜ SANUSI
Πνευματιστής!
Πάνω από 20 χρόνια εμπειρίας ανεξάρτητα από το ποια είναι τα προβλήματά σας. Μπορώ να σας βοηθήσω να λύσετε τα δυσκολότερα από αυτά στον μικρότερο χρόνο από οποιονδήποτε άλλον ακόμα και αν έχετε απογοητευθεί από άλλους πνευματιστές.
Μπορώ να κάνω τους ερωτευμένους καλύτερα από πριν.
Μπορώ να κάνω άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους να ερωτευθούν.
Επίσης δίνω πανίσχυρο φυλακτό για προστασία.
Λύνω σημαντικές δικαστικές υποθέσεις σεξουαλικού περιεχομένου.
Επιτυχίες Επαγγελματικές συμβουλές και πολλά άλλα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ 7 ΜΕΡΕΣ
Από κάτω, η διεύθυνση.
ΚΥΨΕΛΗΣ 24, ΚΥΨΕΛΗ (ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΜΠΑΡΑΚΑ)
ΤΗΛ 2108829330, 6957962655
Και από κάτω, το ίδιο κείμενο στα αγγλικά.
SANUSI INTERNATIONAL AFRICAN SPIRITUAL HEALER AND ADVISOR
Over 20 years experience no matter what your problems are…
Τέσσερα χαρτάκια.
Με ίδιο κείμενο.
Σε διάστημα λίγων εβδομάδων.
Στο καθένα άλλο όνομα.
Και διεύθυνση.
Και τηλέφωνα.
ΜΕΝΤΙΟΥΜ SANUSI
ΜΕΝΤΙΟΥΜ BINTU
ΜΕΝΤΙΟΥΜ WAHABU
ΜΕΝΤΙΟΥΜ SULAIMAN…
Μαύρα μοκασίνια
Θερμοπυλών και Πειραιώς.
Πίσω από το ιερό της εκκλησίας.
Καροτσάκι της λαϊκής.
Στα χερούλια του κρεμασμένα ένα σακίδιο και μια μπλε, νάυλον σακούλα.
Στα μπροστινά ροδάκια, από μια αλυσίδα, δεμένο ένα σκυλάκι.
Ασπρομάλλης.
Μαύρο, ελαφρύ μπουφάν.
Μαύρα μοκασίνια.
Χακί παντελόνι.
Στα παγκάκια γύρω, άστεγοι, πρεζόνια, επαγγελματίες ζητιάνοι.
Μιλάει με μια κοπελίτσα.
Το ανθρωπάκι
Πεζόδρομος. Προς την Πειραιώς.
Γύρω στους δεκαπέντε πόντους.
Ανάσκελα.
Ξεχαρβαλωμένο.
Κοκάλινο ανθρωπάκι.
Κορμί από πλαστικό, μαύρο.
Σε σχήμα φιάλης γκαζιού ή μάλλον εμφιαλωμένου γάλακτος.
Δυο λάμες βγαίνουν από κάτω, γύρω στον έναν πόντο η καθεμιά.
Στηρίζουν τα πόδια.
Δυο στρογγυλά, μεγάλα άρβυλα, ίδια με παπούτσια αναπήρου.
Μαύρα.
Σε τι χρησίμευαν;
Χόρευε μ’ αυτά;
Βάδιζε;
Χοροπηδούσε;
Στη θέση του λαιμού ένα ελατήριο, δυο διαλυμένα καλώδια και μια ξεπεταγμένη, από δεξιά, λάμα. Κρατάνε σε σύνδεση το κεφάλι.
Μια νεκροκεφαλή.
Κάτασπρη.
Μ’ ανοιχτό, κόκκινο στόμα, δόντια ενωμένα.
Για μάτια δυο κόκκινες τρύπες.
Μαλλιά μακριά, ανακατεμένα, προς όλες τις κατευθύνσεις, με μια κλίση προς τα μπρος.
Κάτασπρα κι αυτά.
Το ανθρωπάκι.
Μπορείς να το βάλεις όρθιο.
Ή πλαγιαστό.
Ανάσκελα ή μπρούμυτα.
Ποιος το άφησε εδώ;
Οι «άλλοι»
Πίσω από την Κάνιγγος
Μια στοά από κολώνες.
Τσιμεντένιες.
‘Ασπρες.
Αριστερά ο δρόμος.
Δεξιά τα εμπορικά.
Στην κολώνα μπροστά σου,
ένα μικρό φρεάτιο. Ξεσκέπαστο.
Χαμηλά, στην κολώνα,
με κόκκινο σπρέι,
ένα σύνθημα.
Οι «άλλοι» είσαι εσύ.
Κι εσύ- αν είσαι οι άλλοι- πού είσαι;
Κι αυτοί, -αν είσαι «εσύ»-
πού είναι;
Θίασος
Τάκης, ο ταξιτζής
Μέσης ηλικίας, μετρίου αναστήματος, προς το ψηλό. Φοράει μπλούζα κοντομάνικη ριγέ ή πουκάμισο ριχτό, στενό αλλά ευρύχωρο σχετικά παντελόνι, παπούτσια συχνά προς το σκούρο, λίγο φθαρμένα, ή, το καλοκαίρι, πέδιλα χωρίς κάλτσες. Στην πιάτσα κάθεται στη θέση του οδηγού, με ανοιχτή την πόρτα, ή όρθιος απ’ έξω ακουμπάει τους αγκώνες στο πάνω μέρος του ταξί. Το κορμί του είναι ίσιο, ευθυτενές, αν και κάτω απ’ το σβέρκο διαφαίνεται, όπως γέρνει λίγο πάνω στο ταξί, μια κάποια “καμπούρα”. Συχνά μιλάει με κάποιον άλλο ταξιτζή, χαμηλόφωνα. Απλός οδηγός; Ιδιοκτήτης; Ολόκληρου του ταξί; Ποτέ δεν θα τον ακούσεις να λέει πως το μεροκάματο βγαίνει. Συχνάζει στις δυο πιάτσες της Ομόνοιας, ή στην πλατεία Λαυρίου και συχνότερα μπροστά σ’ ένα από τα δυο θέατρα, στην Πλατεία Καραϊσκάκη.
Θάλεια, η καφετζού
Κοντή, αδύνατη, πρόσωπο χαμογελαστό με πεταχτά “μήλα”, μάτια κοκκινισμένα μέσα στις κόγχες τους, βραχνή φωνή, λίγο μπάσα. Μπαινοβγαίνει πίσω απ’ τη μικρή, διπλή βιτρίνα, όπου ετοιμάζει τις παραγγελίες. Καφέδες, μεζέδες, αναψυκτικά. Το καφενείο, 2 x 3. Έξη τραπεζάκια ανοιγόμενα, τα δυο μες στο μαγαζί, και τ’ άλλα στην έξοδο της στοάς, προς την Πειραιώς. Σε μερικούς πελάτες ξανοίγεται. Για τον εμφύλιο, την παλιά Δεξιά, την ΕΔΑ, το ΠΑΣΟΚ. Ώς εκεί. Όλοι συχνάζουν εδώ. Εκτός από τα πρεζόνια και τους απένταρους. Τους διώχνει και από πίσω τους “λιβανίζει”. Σ’ ένα τραπεζάκι ένας εξηντάρης. Λιγόλογος. Με τις ώρες. Ο άντρας της; Όχι. Η Θάλεια. Παντρεμένη. Στην Καλλιθέα. Έξι το απόγευμα κατεβάζει ρολά.
Ο “ξερόλας”
Ο πατέρας του είχε μανάβικο στα Εξάρχεια. Και μπακάλικο. Δίπλα-δίπλα. Δούλευε κι αυτός εκεί, βοηθούσε. Κακότροπος, βιαστικός. Πάντα. Μακρυμούρης, αδύνατος. Εριστικός.“Ξερόλας”. Έμεναν στην πολυκατοικία απέναντι. Σπίτι και μαγαζιά δικά τους. Δίπλα ένα εστιατόριο. Από πάνω, στον πρώτο, ένα σκυλάδικο. Λαϊκό, με καλή όμως φήμη. Οι “Ευαισθησίες”. Πέθανε η μάνα του. Μετά ο πατέρας του. Κάπου εκεί και ο μικρός αδερφός, ο “αυτιστικός”. Σε οχτώ χρόνια πρόλαβε να τα διαλύσει όλα. Πρώτα ανακαίνισε το μανάβικο. Τίποτα. Μετά άνοιξε ένα παλαιοπωλείο δίπλα, στο μπακάλικο. Το ‘κλεισε. Το έκανε μπαρ. Τα ίδια. Πέθανε ο ιδιοκτήτης του σκυλάδικου, μετά του εστιατορίου. Τα νοίκιασε από τον ιδιοκτήτη τους, που έμενε στον Καναδά για να κάνει “μουσική σκηνή”. Τίποτα. Κατέστρεψε όλα τα κουφώματα και άφησε στον πρώτο όροφο σπασμένα έπιπλα και στερεοφωνικά. Πούλησε πρώτα το παλιό σπίτι. Μετά τα δυο παλιά μαγαζιά. Εξαφανίστηκε.