Ένας ακόμα κουλτουριάρης που τις ταινίες του τις βλέπουν λιγοστοί τρελοί, είπαν στην αρχή. Έλα, μωρέ, σιγά τον Λάνθιμο, εντάξει ο Αστακός βλεπόταν, αλλά μην το κάνουμε θέμα, είπαν στη συνέχεια.
Και τώρα, η Ευνοούμενη είναι υποψήφια για Δέκα Όσκαρ, υποψηφιότητες που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των εργασιών που χρειάζονται να γίνουν για να κάνουν άρτιο ένα φιλμ.
Η τελευταία ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη μοιάζει με ένα καλοκουρδισμένο παλιό ρολόι. Όλα τα γρανάζια, οι μικρές βίδες, οι διακοσμητικές λεπτομέρειες, ο ήχος του τικ τακ, το στιλ που δημιουργεί στον τοίχο του δωματίου δημιουργούν ένα αποτέλεσμα στο οποίο δεν χωρούν προσθαφαιρέσεις.
Η αληθινή τριάδα φωτιά της χρονιάς, τελικά, είναι οι τρεις ηθοποιάρες που σμίλεψε ο Λάνθιμος κάνοντας κάθε μια να λάμπει με τον δικό της, ξεχωριστό τρόπο. Η βασίλισσα Ολίβια Κόλμαν είναι το βαρύ πυροβολικό και ειλικρινώς σκίζει ερμηνευτικά σε έναν ρόλο που δεν έχει το «εύκολο» χρίσμα του καλού ή του κακού. Η ευνοούμενη νούμερο 1 Ρέιτσελ Βάις συνοψίζει σε ένα της βλέμμα μόνο όλη την ουσία του χαρακτήρα της, κάτι σαν… «η εξουσία με πονά, αλλά αντέχω». Όσο για την ευνοούμενη νούμερο 2, την απαστράπτουσα Έμμα Στόουν, είχε την τύχη(;) να της δοθούν επικές σκηνές στην ταινία και, φυσικά, η ίδια τις απογείωσε.
Το σενάριο που είχε στα χέρια του ο Λάνθιμος, των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι Μακναμάρα, ταίριαξε απόλυτα στην αιρετική ματιά του, αν και όχι λίγοι θεωρούσαν πως άνευ πένας Φιλίππου ο Λάνθιμος θα έχανε τις ισορροπίες του.
Γιατί ο Λάνθιμος δεν έχει γίνει ακόμα όσο mainstream του καταλογίζουν-καλοπροαίρετα μεν- διάφοροι από το κοινό και την κριτική. Ο ευρυγώνιος φακός του, οι σιωπές και το φλερτ της ματιάς του πάνω σε πρόσωπα που αγωνιούν, οι λατρεμένες weird σκηνές και η δεξιοτεχνικότατη χρήση των συμβόλων αποκαλύπτουν την ταυτότητα του σκηνοθέτη πίσω από μια καλοραμμένη ταινία εποχής.
Η ταινία έχει χιούμορ, έχει πλάνα που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, είναι ένας πολύ σύγχρονος και πολύ αποτελεσματικός ύμνος στη δύναμη της γυναίκας-αλλά και στην τόσο ερωτεύσιμη αδυναμία της, φυσικά. Θέματα όπως η μητρότητα, η απώλεια, η εξουσία, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η ηδονή, η μοναξιά, η νίκη, η ήττα περνοδιαβαίνουν καλοσερβιρισμένα μπροστά από τα μάτια μας και μέχρι να παρατηρήσουμε ολόκληρο το φολκλόρ σκηνικό της βασιλικής κρεβατοκάμαρας το μυαλό μας έχει ρουφήξει κανονικότατη ποίηση.
Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ και ως Ελληνίδα, ότι ο Λάνθιμος ψιθυρίζει στα αυτιά του παγκόσμιου κοινού ένα μυστικό για τους ηγέτες, και φυσικά τον Έλληνα Πρωθυπουργό: «Ψιτ, παιδιά, άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις!» Δεν παίρνει το μέρος κανενός και, κυρίως, καμιάς εκ των τριών μουσών του. Τις ανεβάζει και ύστερα τις γκρεμίζει, χωρίς να λυτρώνει καμιά τους, αλλά, βέβαια, η μια τους, η Βασίλισσα, είναι εξ αρχής γκρεμισμένη κι, όμως, την ίδια ώρα, ένας από μηχανής θεός.
Ο Λάνθιμος φλυάρησε, κατά την άποψή μου, ελαφρώς σε ορισμένες σκηνές κάνοντας την ταινία του να έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά χαλάλι του. Μπορεί να κάνει τα πάντα με την κάμερά του, τις τεχνικές του, τους ηθοποιούς του. Μπορεί να σκηνοθετεί σε λευκά δωμάτια και με απόλυτη σιγή, μπορεί και να ιππεύει άλογα σε χλοερά γρασίδια της αγγλικής υπαίθρου υπό τον εκκωφαντικό ήχο μιας κλασικής ορχήστρας.
Για ορισμένες/ους από εμάς, είναι αδιάφορο-αν και σίγουρα καλό!- το ότι είναι υποψήφια η ταινία του για τόσα Όσκαρ. Και να μην ήταν, εμάς θα μας ενθουσίαζε. Μας αρέσει πολύ το κινηματογραφικό του σύμπαν. Και μας συναρπάζει πάντοτε το «κάτι αλλιώτικο» που έχει να μας πει ή να μας δείξει σε σχέση με πράγματα που νομίζαμε πως γνωρίζαμε, σε σχέση με πράγματα που θεωρούσαμε έως και βαρετά.
Με το μαγικό ραβδί του τους δίνει νέα πνοή!