Όταν μιλάμε για πιο στιλιζαρισμένα θεατρικά (και κινηματογραφικά) είδη, όπως η όπερα και τα musicals, όπου στο ζενίθ μιας τραγικής κατάστασης ένας ήρωας αρχίζει να τραγουδάει και ίσως και να χορεύει, τίθεται πάντα το θέμα της συγκίνησης. Αν υποθέσουμε πως η συγκίνηση είναι ζητούμενο -γιατί μπορεί και να μην είναι-, τα μουσικά ιντερμέδια, λογικά, οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Σε «πετάνε», σε «ξενίζουν», σε απομακρύνουν από μια πιθανή ταύτιση με τους χαρακτήρες. Η ιστορία δείχνει όμως, πως υπάρχουν και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις. Η ιστορία δείχνει επίσης πως κάποτε, ο κόσμος πήγαινε στην όπερα για να «ρίξει ένα καλό κλάμα». Εγώ, προσωπικά, απεχθάνομαι αυτά τα είδη. Όμως…
Με αφορμή αυτήν τη σκέψη και τα επερχόμενα 68α γενέθλια του Τρίερ, λες και δεν ήταν αρκετά δύσκολη η ζωή τώρα τελευταία, έκατσα χθες και ξαναείδα μετά από δέκα χρόνια το «Dancer in the dark», την τελευταία ταινία της τριλογίας «Golden Heart Trilogy», στη θεματική που ξεκίνησε ο Δανός σκηνοθέτης το 1996 με το «Δαμάζοντας τα Κύματα» (που τυχαίνει να είναι η αγαπημένη μου ταινία στον κόσμο). Ταινία που απέσπασε και τον χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών το 2000.
Η ταινία είναι σπαρακτική. Σπαρακτικότατη. Και μπορεί να ξέρουμε τον «σαδιστή» Τρίερ και την τάση του να σοκάρει, αλλά αυτή η περίπτωση είναι κάτι διαφορετικό, γιατί το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» καταφέρνει να είναι ένα συναισθηματικό σκωτσέζικο ντουζ, παρόλο που ανήκει στο είδος του musical. Οι απόψεις, βέβαια, διίστανται. Κάποιοι το χαρακτηρίζουν όντως musical, κάποιοι αντιαμερικάνικο musical, λόγω του «βέβηλου» τρόπου με τον οποίο προσεγγίζεται το είδος και άλλοι λένε πως εφόσον όλες οι σκηνές τραγουδιού και χορού διαδραματίζονται στη φαντασία της πρωταγωνίστριας δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία.
Στιγμές αγαλλίασης και θρήνου που μπλέκονται και πλέκουν την ιστορία μέχρι το δραματικό φινάλε της. Η μουσική της Björk με τις εικόνες του Τρίερ και με τη συμβολή της απίστευτης ερμηνείας της μεγάλης Catherine Deneuve, πετυχαίνουν να συγκινήσουν, να πάρουν την καρδιά μας και να την στρίψουν σα βίδα, με έναν τρόπο πανέμορφο και μεγαλειώδη.
Η Björk, στην πρώτη και μοναδική της κινηματογραφική ερμηνεία, ενσαρκώνει μια Τσέχα μετανάστρια στις ΗΠΑ του 1964, τη Σέλμα. Είναι μια εργάτρια και single mum, που σταδιακά χάνει την όρασή της, ενώ δουλεύει σκληρά για να μαζέψει λεφτά για μια απαραίτητη εγχείρηση για τον δεκάχρονο γιο της. Η μοναδική χαρά της τα μαθήματα υποκριτικής που παρακολουθεί, οι κλακέτες και να βλέπει αμερικάνικα musical στον κινηματογράφο. Η δύναμη της θέλησής της και η αυτοθυσία της για χάρη του παιδιού της, είναι αξιοθαύμαστες. Καταφέρνει να ανταπεξέλθει, ξεφεύγοντας απ’ την πραγματικότητα με μουσικές φαντασιώσεις, ενώ πέφτει θύμα κλοπής από τον υπεράνω υποψίας γείτονά της -και αστυνομικό- Bill και ενώ σταδιακά τυφλώνεται.
Είναι μια ταινία που -αν χαθείς μέσα της- σε στεγνώνει συναισθηματικά (το ίδιο φαίνεται να συνέβη και στην πρωταγωνίστρια, η οποία λέγεται ότι δεν άντεξε την πίεση και την κυκλοθυμία του σκηνοθέτη και αποχώρισε πολλές φορές από τα γυρίσματα). Ένας φορμαλισμός χωρίς άγχος και αγωνία, με πανέμορφη κινηματογράφηση – κάμερα στο χέρι και πιστή προσήλωση στους κανόνες του Δόγματος 95. Ένα μουσικό έργο που καταφέρνει να συγκινήσει βαθιά, δηλαδή, μια σπάνια εξαίρεση στον κανόνα των musical.