Κι άμα δεν ήμουν εδώ
πες μου που θα ‘μουνα σήμερα,
αν δεν έπαιρνα τότε το δύσκολο δρόμο
για ποια κατορθώματα απόψε θα μίλαγα.
Και αν δεν ήταν αυτά τα τετράδια
για πες μου τα μέσα μου που θα τα ξέσπαγα,
και αν δεν είχα πονέσει, δεν είχα αποτύχει
στην κόλλα μου αυτή τι θα έγραφα.
Αν δεν είχαμε νιώσει την ήττα
ποιες νίκες απόψε εμείς θα γιορτάζαμε,
κι αν δεν είχαμε λείψει για χρόνια
ποιοι θα με περίμεναν ποιοι θα μας ψάχνανε.
Αν δεν είχαμε νιώσει το τέλμα, τις πίκρες
εκείνα τα κρύα απογεύματα,
ό,τι κι αν γράφαμε, ό,τι κι αν λέγαμε
θα ηχογραφούσαμε ψέματα.
Κι αν δεν είχαμε βιώσει παρείσακτοι
δίπλα σ’ανθρώπους δικούς μας στη γύρα μας,
αν δεν μας κάναν λόγια και μάτια
να νιώθουμε ξένοι στα ίδια τα σπίτια μας.
Πες μου ποιους θα άκουγες σήμερα
πως τραγουδιέται η αλήθεια μας,
ποιος θα ‘χε αυτιά για να ανοίξει και χέρια
για να κρεμαστεί απ’τα χείλια μας, πες μου.
Και αν δεν ήταν τα μάτια της μάνας μου
μέσα στην άδεια καρδιά μου τι θα ‘χα?
κι αν δεν ήταν τα λόγια του πατέρα μου
να με κρατήσουν λίγο πριν σπάσω στα βράχια.
Αν δεν έριχνες ψίχουλα στο δρόμο
όταν σου ‘λεγα “άσε με να προχωρήσω”
πως θα θυμόμουν το δρόμο σ’εκείνα που αγάπησα
πιο δυνατός να γυρίσω;
Γιατί όσο σκέφτηκα πάντα κατέληγα
στο πουθενά και στο τίποτα,
και αν δεν έβαζες πλάτη στα δύσκολα
το τέλος αυτό θα ερχόταν πιο γρήγορα.
Γιατί αν δεν με τράβαγες τότε απ’το δρόμο,
απ’το τζόγο, απ’το πιόμα απ’τα γήπεδα,
ίσως να ήμουνα σήμερα εκείνα που μίσησα
εκείνο το τίποτα.
Κι αν δεν ήταν αυτά τα βουνά
πες μου που θα περπάταγα;
κι αν δεν μίλαγα με τα πουλιά
ελευθερία από ποιον τι σημαίνει θα ‘μάθαινα;
Αν δεν ζούσα σ’αυτά τα κατσάβραχα
σ’αυτά τα μέρη τα απόμερα που τόσο αγάπησα,
πως θα ‘χα μάθει να γίνομαι βράχος στα δύσκολα
και να εκδικούμαι σαν θάλασσα;
Και αν δεν είχα στα χέρια μου πέτρες και λάσπες,
και χιόνια και αγκάθια και χώματα,
αν δεν τα ‘βαζα όλα στα μαύρο ή στο κόκκινο
πως θα εκτιμούσα τα χρώματα;
Κι αν είχα αυτιά για ν’ακούσω τα σάλια
που φτύνουν του κόσμου τα στόματα,
ένας ακόμα θα ήμουν γεμάτος με φόβους
και ανεκπλήρωτα όνειρα.
Κι άμα δεν γέμιζα θλίψη και απόγνωση
τότε μπροστά στα χαλάσματα,
αν δεν μου μίλαγες που θα ‘χα βρει θάρρος
απ’το μηδέν να ξανάρχιζα;
Και αν δεν γελούσες με θράσος και πείσμα
και σθένος μπροστά στην επάρατο,
πως θα ‘χα μάθει για ανθρώπους
που στέκονται όρθιοι και περιγελάνε το θάνατο.
Κι άμα δεν σε έφερνε δίπλα μου
πριν το ξημέρωμα εκείνος ο Αύγουστος,
πως θα κοιτούσα το χθες μου
και θα ‘λεγα “ποιος είναι αυτός ο άγνωστος;”
Πως θα ψαχούλευα μες στην καρδιά μου
και σήμερα θα ‘νιωθα πάμπλουτος,
πως θα εκτιμούσα εκείνα που έχω
και πως θα γινόμουν καλύτερος άνθρωπος;
Γιατί όσο σκέφτηκα πάντα κατέληγα
στο πουθενά και στο τίποτα,
και αν δεν έβαζες πλάτη στα δύσκολα
το τέλος αυτό θα ερχόταν πιο γρήγορα.
Γιατί αν δεν με τράβαγες τότε απ’το δρόμο,
απ’το τζόγο, απ’το πιόμα απ’τα γήπεδα,
ίσως να ήμουνα σήμερα εκείνα που μίσησα
εκείνο το τίποτα.