Είναι ένας μουσικός με μακροχρόνια πορεία. Έχει ξεχωρίσει για το ταλέντο του, το ήθος και την σεμνότητα του. Είναι βιολιστής, συνθέτει και τραγουδάει, αποφεύγει τους ακροβατισμούς και με την πραότητα του καταφέρνει να εμπνέει και την δική μας. Θα αναρωτιόταν κανείς θα μπορούσαν ο Τσιτσάνης ή ο Πάνου να ήταν πάνκηδες; Η απάντηση είναι, ναι! Όπως μπορεί κι ένας πάνκης να γράψει μία σπουδαία λαϊκή μουσική… Κι αυτό μας το απέδειξε με- “Τα Δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα”- έναν από τους καλύτερους δίσκους της σημερινής εποχής. Η σύμπραξη του με τον Θ. Γκόνη- που έγραψε τους στίχους- σε συνδυασμό με τις δικές του συνθέσεις θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί αγγελικά εμπνευσμένη συνεργασία. Ένας δίσκος που ταράζει τις αισθήσεις κι έπειτα περνά στην ψυχή με τον δημιουργό του να ξανασυστήνεται στο κοινό. Δεν κάνει καμία στροφή στην καριέρα του. Είναι ο Φώτης Σιώτας και μπορεί να συνθέτει και να τραγουδά ο,τι θέλει!
Απ’ ό,τι φαίνεται η συνεργασία σας με τον Θ. Γκόνη -και γενικά αυτός ο δίσκος- θα αποδειχθεί γκολ από τα αποδυτήρια. Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας;
(σ.σ γέλια) ‘Ημουν θαυμαστής του Θ. Γκόνη. Μου άρεσαν πολλά κομμάτια που είχε κάνει με τον Νικολόπουλο, τον Ξυδάκη και με τον Ορφέα (σ.σ Περίδη). Είχαμε όμως και μία καλή σχέση λόγω του θεάτρου, έχω παρακολουθήσει αρκετές παραστάσεις του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας που είναι καλλιτεχνικός διευθυντής. Οι στίχοι του Γκόνη έχουν μία απλότητα αλλά όχι απλοϊκότητα. Τα λόγια του μπορούν ταυτόχρονα να έχουν ένα σαρκαστικό στοιχείο ή ένα μειδίαμα που δεν το αναγνωρίζεις με την πρώτη, κι όλα αυτά τα συνδυάζει σε απλές εικόνες. Είναι εικονοπλάστης κι ένας άνθρωπος με αρχοντιά, που όμως σου κλείνει και το μάτι.
Είχαμε βρεθεί έναν χρόνο πριν τότε που ήταν στα σκαριά ο δίσκος και τώρα πια κυκλοφόρησε. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να ολοκληρωθεί;
Δύο χρόνια κράτησε το ταξίδι με “Τα Δεύτερα”- εννοώ μέχρι να πραγματωθεί, γιατί το ταξίδι ουσιαστικά ακόμα συνεχίζετε. Τον Οκτώβριο του 2017 πήρα τους στίχους του Θοδωρή Γκόνη και ο δίσκος κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του 2019. Χρειάστηκε χρόνος μέχρι να οργανωθεί όλο αυτό. Είναι ένας δίσκος που γράφτηκε ζωντανά και στον οποίο συμμετείχε πολύς κόσμος κι έπρεπε να είναι όλοι παρόντες. Είχαμε μεγάλη προεργασία όσον αφορά παρτιτούρες, στούντιο, οργάνωση… Τελικά τα καταφέραμε! Κάναμε μία δουλειά όπως την φανταζόμασταν!
Όταν ξεκινούσες να γράφεις την μουσική υπήρξε η σκέψη του τι θέλω να κάνω ή σε ποιο κοινό θέλω να απευθύνεται αυτός ο δίσκος;
Αυτό που ήθελα ουσιαστικά ήταν να παίξω με τις αναμνήσεις μου, με τα ακούσματα των γονιών μου και τα δικά μου, που ήταν κυρίως τα λαϊκά τραγούδια. Εικόνες που είχα από πανηγύρια, ταβέρνες, πίσω κάθισμα αυτοκινήτου κι η κασέτα να παίζει. Κλασικά βιώματα. Αυτό ήταν… Γι’ αυτό κι έχω όλους τους ρυθμούς. Ένα πέρασμα απ’όλα. Αυτό με ενδιέφερε να κάνω. Νομίζω, ότι το λαϊκό τραγούδι απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Μπορεί οι μεγαλύτεροι να το αγαπούν γιατί έχουν μεγαλώσει μ’ αυτό, αλλά και οι νέοι άνθρωποι μπορούν να συγκινηθούν από αυτά τα κομμάτια. Είναι τραγούδια που διαθέτουν μία δυναμική κι αν κάποιος είναι ανοιχτός σίγουρα κάτι θα του δονήσει μέσα του.
“Τα δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα”. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο για τον δίσκο;
Αρχικά, είχαμε την ιδέα να έχουμε στο εξώφυλλο μία εικόνα παιδιών που μαζεύουν τις μπάλες στο γήπεδο.Τα παιδάκια που κάθονται κρατώντας τη μπάλα και κοιτάζουν τα ινδάλματα τους που παίζουν, περιμένοντας να έρθει κι η σειρά τους. Αυτά είναι τα δεύτερα. Τα παιδιά που όταν κουραστούν οι πρώτοι τότε μπαίνουν κι αυτά να δοκιμάσουν κι ίσως όταν μεγαλώσουν να παίξουν μπάλα.
Αισθανόσουν αγωνία από την στιγμή της κυκλοφορίας του δίσκου και μετά;
Η αλήθεια είναι ότι ξάφνιασα πολύ κόσμο, φίλους και κοντινούς μου ανθρώπους. Αρκετοί μου το σχολίασαν αρνητικά. Τι λαϊκά, λένε, εμείς ήμασταν πάνκηδες όταν ήμασταν μικροί, δεν ήμασταν λαϊκοί. Θέλω να πω ότι ξεκίνησα με άλλες μουσικές καταβολές, αλλά ανέκαθεν μου άρεσαν τα λαϊκά τραγούδια, τα λαϊκά μαγαζιά και τα πανηγύρια. Αγωνία είχα κι έχω, γιατί έχουμε δουλέψει πολύ σκληρά όλοι μας γι ́αυτό το δισκάκι. Είναι πρώτη φορά που μου άρεσε δουλειά μου και μετά την ηχογράφηση. Την ακούω και δεν αισθάνομαι να την βαριέμαι. Είχα αγωνία αν θα αρέσει, αν θα πάει καλά. Τώρα που αντιλαμβάνομαι ότι αρέσει νιώθω και μία ανακούφιση.
Ο δίσκος έχει την αίγλη των παλιών καλών εποχών κι αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι επιλέξατε μουσική και φωνή να ηχογραφηθούν μαζί.
Ναι, ισχύει… Όλα τα όργανα μαζί σ’ έναν χώρο και χωρίς κανέναν overdub (δηλαδή ηχογράφηση πάνω στην ηχογράφηση). Σε αρκετά κομμάτια είναι και η φωνή γραμμένη μαζί με τα όργανα, όχι σε όλα… Σε κάποια είναι και οι φωνές από τον διάδρομο, γιατί δε θα χωρούσαμε όλοι στο στούντιο. (σ.σ γέλια)
Ποιο κομμάτι ήταν αυτό που ξεχώρισες;
Υπάρχουν κομμάτια που τα αγαπώ πολύ! Όχι όμως ένα, έξι. Σίγουρα, το πρώτο κομμάτι -που έγραψε ο Θοδωρής Γκόνης- “Τα λόγια είναι γράμματα” ήταν καθοριστικής σημασίας. Το ξεχωρίζω γιατί ήταν το πρώτο κομμάτι που έκανα και μάλιστα το έστειλα στην Ιουλία σε ηχητικό μήνυμα, παιγμένο με μια κιθάρα και το τραγουδούσα εγώ. Είναι τόσο ωραία τα λόγια που έχει γράψει ο Θ. Γκόνης κι ένιωσα ότι ήθελα να κάνω θεματική αυτή τη δουλειά, να είναι ένας δίσκος βιβλιοθήκης. Επειδή όμως οι ιδέες μου “πηγαίναν” παραπάνω τα χέρια μου, ήθελα να τραγουδήσω τα κομμάτια για να δω αν “στέκονται” καλά, πριν βάλω σε διαδικασία κάποιον να τα παίξει ή να τα τραγουδήσει.
Στο δίσκο επέλεξες να ερμηνεύουν κομμάτια κι άλλες φωνές.
Ναι, έχουμε το ντουέτο του Σωκράτη Μάλαμα με την Ιουλία Καραπατάκη (Στην Καρδίτσα). Αυτό έγινε γιατί εγώ με την Ιουλία είχαμε δύο ντουέτα ήδη και -εκτός από αυτό- θεωρούσα ότι ταίριαζε καλύτερα στον Σωκράτη. Ήταν τεράστια τιμή μου, που συμμετέχει η Δήμητρα Γαλάνη (Προσευχή) κι απερίγραπτη η χαρά που την γνώρισα και σαν άνθρωπο. Είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος!
Υπάρχει μία ιστορία που την λέω… Είδα την Γαλάνη σε όνειρο, να τραγουδάει αυτό το κομμάτι και γι’ αυτό την πήρα τηλέφωνο, δεν την γνώριζα προσωπικά πριν. Μάλιστα, (σ.σ στο όνειρο) ήταν στην κουζίνα του σπιτιού μου, εκεί που έχει γίνει και το εξώφυλλο του δίσκου. Την αναζήτησα, την βρήκα με την βοήθεια ενός φίλου και η ίδια με πολλή χαρά, επαγγελματισμό, προσήλωση κι αγάπη συμμετείχε στη δουλειά.
… Πραγματικά καταλαβαίνω πώς δουλεύουν οι παλιοί… Δεν είναι μόνο ότι είναι φτιαγμένοι από άλλο υλικό, είναι και το πώς δουλεύουν! Πώς αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις και τους νεότερους. (Διακόπτω) Πώς; Με πολλή αγάπη και πολύ συγκέντρωση! Γι’ αυτό οι άνθρωποι αυτοί έχουν αντέξει στον χρόνο.
΄Ενας Διονυσίου χρειαζόταν για “Τα Δεύτερα”…
Ο Γιάννης Διονυσίου είναι “Στεντόρεια” φωνή, μία φωνή που την ήθελα γι’ αυτό τον δίσκο. Τον είχα ακούσει σε διάφορα και μου άρεσε πολύ!
Γιατί αποφάσισες να τραγουδάς στα τρία από τα 10 κομμάτια του δίσκου -και μάλιστα τα δύο είναι ντουέτα και το “Νησί” που το τραγουδάς μόνος;
Ο λόγος που έκανα αυτά τα κομμάτια είναι επειδή άκουσα την Ιουλία να τραγουδάει και θέλησα να γράψω λαϊκά κομμάτια γι’ αυτήν. Αρχικά γράφτηκαν για την Ιουλία, αλλά επειδή η σειρά των κομματιών είναι επιλεγμένη σαν να αφηγείται μία ιστορία, με αρχή, μέση, τέλος, έπρεπε να μπουν μικρές πινελιές. Θεώρησα πώς δεν μου ταίριαζαν όλα. Δεν είμαι λαϊκός τραγουδιστής, προσπαθώ να γίνω ή είμαι κάτι ανάμεσα.
Το λέω συχνά, την λαϊκή μουσική είναι πολύ δύσκολο να την πλησιάσεις. Λατρεύω αυτή τη μουσική, γλεντάω μ’ αυτήν από μικρός, αλλά δεν την είχα προσεγγίσει ποτέ σαν παίκτης. Είναι μία μουσική που πρέπει να πας στα χνάρια της. Η μουσική αυτή έχει αυστηρές φόρμες -οι οποίες έχουν μπολιαστεί από ταλέντο μεγάλων δημιουργών όλα αυτά τα χρόνια… από το ρεμπέτικο, από το λαϊκό- και απαιτεί να έχει ωριμάσει κάτι μέσα σου. Εγώ άκουσα πολλά τραγούδια, είχα επιρροές και ρεπερτόριο για να γράψω αυτήν την μουσική. Σαν συνθέτης είναι διαφορετικά τα πράγματα, γιατί μία άλλη ανάγνωση σε έναν τέτοιο κόσμο ίσως έχει κι ενδιαφέρον.
Στον δίσκο αυτό συμμετέχουν και σπουδαίοι μουσικοί. Μανώλης Πάππος …
Μεγάλη τιμή! Με τον Μανώλη είμαστε φίλοι από την εποχή που έπαιζε στην Θεσσαλονίκη, τέλη του 1990. Βοήθησαν όμως όλοι όσοι συμμετείχαν. Ο Δημήτρης Τσεκούρας, ο Δημήτρης Σίντος, ο Βασίλης Προδρόμου… Αυτά τα παιδιά, αλλά και όσοι ήρθαν στην πορεία, αγκάλιασαν αμέσως τη δουλειά. Δεν θα γινόταν χωρίς να την προσφορά και την διάθεση των μουσικών που παίζουν. Σαν παραγωγή -με τις συνθήκες αγοράς- δε θα μπορούσε να γίνει αν δεν διέθεταν όλοι από τον χρόνο τους, την διάθεση και την αγάπη τους. Οι πιο πολλοί είναι φίλοι, άλλοι συνάδελφοι και μαθητές μου – από την εποχή που ήμουν στο ΤΕΙ Άρτας- οι οποίοι έχουν εξελιχθεί σε μεγάλους παίκτες. Όλοι τους είναι μουσικοί που θαυμάζω πάρα πολύ και μου έκαναν την τιμή να παίξουν.
Είχες στο μυαλό σου εξ’ αρχής ποιοι θα έπαιζαν στον δίσκο;
Ναι! Όλο το πράγμα ήταν προμελετημένο. (σ.σ γέλια) Νομίζω ότι είναι από τις μοναδικές δουλειές που έχω στήσει τόσο οργανωμένα, με μανία, ας πούμε, σε όλες τις λεπτομέρειες. Την ενέργεια που έβαλα σε αυτό το δισκάκι δεν την έχω βάλει στο σύνολο της δράσης μου όλα αυτά τα χρόνια.
Επιτέλους κάποιος κατέστησε μουσικό άρχοντα το βιολί… Δέκα βιολιά, τρία βιολοντσέλα.
…Κι ένα κοντραμπάσο με δοξάρι. Τα κομμάτια τα έγραψα με μία κιθάρα, έφτιαξα τον σκελετό σε ένα παλιοκίθαρο που έχω κι όλα βγήκαν εκεί, αβίαστα. Έκανα ένα ντέμο με λαϊκά όργανα (μπουζούκι, κιθάρα, μπάσο, μπαγλαμά) και μετά είχα την ιδέα να το ενορχηστρώσω με τα έγχορδα. Κάπως έτσι είχα φάει μια πετριά ότι θα μπορούσα να ανακατέψω έναν λαϊκό δίσκο μ’ έναν δίσκο του Gil Evans – όχι με πνευστά αλλά με έγχορδα. Ήθελα να κάνω έναν πειραματισμό αλλά δεν ήξερα αν θα μου βγει, αν θα πετύχει.
Πόσες αλλαγές χρειάστηκε να γίνουν στα κομμάτια μέχρι το τελικό αποτέλεσμα;
Τα κομμάτια γράφτηκαν μέσα σε δύο μήνες γιατί οι στίχοι του Θοδωρή και η φωνή της Ιουλίας ήταν μεγάλο κίνητρο! Μία- δύο πρόβες και τα γράψαμε. Η ενορχήστρωση μου πήρε περίπου τρεις μήνες ώστε να κατασταλάξω ότι θα είναι έτσι.
Η ” Καρδίτσα” είναι ένας τίτλος λογοπαίγνιο;
“Η Καρδίτσα” έχει και τις δύο έννοιες. Έχει μία κρυφή ιστορία που καλό θα είναι γι’ αυτήν να μιλήσετε με τον Θ. Γκόνη που γράφει τους στίχους.*
Βέβαια όλα αυτά με την υποστήριξη του Όγδοου.
Βέβαια! Το Όγδοο έχει βοηθήσει πάρα πολύ! Ο Π. Κακαράς και ο Χρ. Ασημακόπουλος είναι ένα σπουδαίο δίδυμο, κάνουν ωραίες επιλογές. Σε μία περίοδο που τα πράγματα στην δισκογραφία δεν πάνε καλά- κι είναι σαν βομβαρδισμένο τοπίο που ακόμα δεν έχει γεννηθεί κάτι ωραίο- εκείνοι έχουν επιλέξει να βγάζουν δουλειές που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, ένα πολυποίκιλο υλικό από διάφορα στιλ και είδη μουσικής. Επίσης προσπαθούν να κάνουν πράγματα με συνέπεια, και με ωραίο τρόπο.
Ο δίσκος ξεκινά με μία σύντομη εισαγωγή…
Αυτή είναι η βασική μελωδία που παίζει η κιθάρα κι ο μπαγλαμάς. Την είχα βγάλει έτσι απλά αλλά μετά έγραψα μια λίγο πιο περίεργη αρμονία, που έδωσε μία άλλη ατμόσφαιρα με τα έγχορδα, για να κάνω μία εισαγωγή στα υλικά του δίσκου. Λίγο πριν δούμε το έργο, βλέπουμε τα υλικά… και μάλιστα μ’ έναν πιο στρυφνό τρόπο, πιο επιθετικό στην αρχή έτσι ώστε να μαλακώσει στην συνέχεια… Σαν ένα γλυκόπικρο απεριτίφ.
Ο Φώτης Σιώτας λίγο πριν κλείσουμε την συνέντευξη αναφέρθηκε σε όλους όσοι συνετέλεσαν στον δίσκο θέλοντας να τους ευχαριστήσει για άλλη μια φορά!
Μπουζούκι: Μανώλης Πάππος| Κλασσική κιθάρα: Γιώργος Φουντούκος| Κοντραμπάσο: Δημήτρης Τσεκούρας| Μπαγλαμά: Βασίλης Προδρόμου | Βιολί έπαιξαν οι: Έβρος Βοσκαρίδης, Καλογιάννης Βεράνης, Μιχάλης Βρέτας, Αλέξανδρος Ιακώβου, Σάκης Καρακώστας, Γιάννος Κονταράτος, Ιάσων Κτενάς,Γιάννης Πούλιος, Φώτης Σιώτας, Χρήστος Ψαρομύληγκος| Βιολοντσέλο έπαιξαν οι: Αναστάσης Μισυρλής, Νίκος Παπαϊωάννου, Δέσποινα Σπανού, |Καλλιτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Σίντος, Φώτης Σιώτας
Η ηχογράφηση έγινε στα Antart studios του Θ. Μέρμηγκα (ο οποίος έπαιξε και σε ένα κομμάτι) και το mastering Royal Alzheimer Hall| Ηχοληψία, Μίξη ήχου: Γιάννης Μπαξεβάνης, με τον οποίο είχαμε πολύ καλή συνεργασία | Mastering: Τίτος Καρυωτάκης, Χρήστος Χαρμπίλας |Φωτογραφία εξωφύλλου: Κωνσταντίνος Ζηργάνος| Design Αrtwork: Έβρος Βοσκαρίδης
Η παρουσίαση του δίσκου «Τα δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα» θα γίνει την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου, 21.00 στον Σταυρό του Νότου- Kεντρική Σκηνή. Μην την χάσετε!
*Θ. Γκόνης: “Το λογοπαίγνιο ας κρατήσουμε (καρδίτσα- η καρδούλα μας- με την πόλη Καρδίτσα). Υπάρχει κι ένας μύθος για κάποιον φυγάδα,δραπέτη και εξόριστο που τον κρύβει ένας έρωτας κι ένας λόγος τιμής. Δηλαδή ο μύθος τον θέλει να το κρύβει ένας τόπος. Η Καρδίτσα! Διαλέγει κανείς.