Ο Ορχάν Παμούκ είναι Τούρκος, πήρε Νόμπελ το 2006 και εγκατέλειψε πριν χρόνια τις σπουδές του της αρχιτεκτονικής για χάρη της συγγραφής.
Ο Ορχάν Παμούκ έχει δώσει αριστουργήματα, με προσωπικό μου αγαπημένο «Το Μουσείο Της Αθωότητας». Ακόμα ένα είναι «Η Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά», που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες μόλις από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Στέλλας Βρεττού.
Όπως γράφτηκε ήδη για αυτό του το τελευταίο βιβλίο, πρόκειται περί αριστουργήματος και, επιπλέον, είναι καλή επιλογή για κάποιον που θα το επιλέξει ως το πρώτο που θα διαβάσει από τα έργα του Παμούκ.
Ο συγγραφέας είναι γνωστός για τη σύγκρουση που αγαπά να περιγράφει στα έργα του ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και ισλαμικές αξίες, όπως ακόμα για την αφοσίωσή του στις τέχνες και ιδίως τις δημιουργικές. Στο τελευταίο του βιβλίο, οι ήρωες, ως συνήθως, διαβάζουν βιβλία, βλέπουν με θαυμασμό έργα τέχνης και επηρεάζονται κιόλας από αυτά.
Για το ελληνικό κοινό, «Η Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά» θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω της πολύ δυνατής παρουσίας στην πλοκή του μύθου του Οιδίποδα Τυράννου. Ο Παμούκ, αλλά και ο πρωταγωνιστής του, ο ιδιόρρυθμος Τζεμ, μαγνητίζονται από το έγκλημα της πατροκτονίας και τον ήρωα του Σοφοκλή, ενώ παθαίνουν ακριβώς το ίδιο με το έγκλημα της παιδοκτονίας και το ιρανικό έπος Ρουστέμ και Φιρντουσί.
«Πόσο η συνηθισμένη ζωή μας επηρεάζεται από τα παλιά κείμενα;», μοιάζει να διερωτάται ο συγγραφέας και η απάντηση δε δίνεται παρά στις τελευταίες σελίδες που ο αναγνώστης προσπαθεί να διαβάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί όσο κορυφώνεται η αγωνία του για την εξέλιξη της δράσης.
Αριστοτεχνικός ο Παμούκ, τρέχει την ιστορία του στους δικούς του ρυθμούς και, σταδιακά, τους επιταχύνει, όπως και τους παλμούς της καρδιάς μας, για να μας ξαναμαλακώσει, όσο αυτό είναι πλέον εφικτό, στο τέλος του. Μεγάλο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με τον έφηβο Τζεμ να εργάζεται ως βοηθός ενός πηγαδά, του Μαχμούτ , τον οποίο βλέπει και αισθάνεται ως πατέρα, καθώς ο βιολογικός του είναι επί της ουσίας απών. Στο διάστημα εκείνο, ο Τζεμ γνωρίζει τη Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά, μια ηθοποιό ενός περιοδεύοντος θιάσου, την οποία παρακολουθεί και ερωτεύεται. Τελικά, κάνουν έρωτα ένα βράδυ. Είναι η πρώτη του φορά. Θα είναι, όμως, και παντελώς καθοριστικής από πολλές απόψεις.
Τα πράγματα ανατρέπονται όταν μια μέρα, όσο ο Μαχμούτ σκάβει στον πάτο του πηγαδιού, πέφτει πάνω του ένα βαρύ εργαλείο. Ο Τζεμ πανικοβάλλεται, τον εγκαταλείπει και επιστρέφει στην Istanbul αγνοώντας αν είναι ζωντανός ή αν έχει σκοτωθεί. Συνεχίζει τη ζωή του, σπουδάζει, παντρεύεται με την Αϊσέ, γίνεται πλούσιος, αλλά δεν γίνεται συγγραφέας όπως ήθελε στην εφηβεία του, και δεν αποκτά παιδιά. Αποκτά εμμονή με τον ελληνικό και τον ιρανικό μύθο, εμμονή που μοιράζεται ανοιχτά και με τη γυναίκα του. Το παιδί τους είναι η κατασκευαστική εταιρεία που άνοιξαν μαζί.
Όταν Τζεμ επιστρέψει στη μικρή πόλη, μετά από χρόνια, αναζητώντας να μάθει τι απέγινε ο Μαχμούτ, θα έρθει αντιμέτωπος με τη μοίρα του.
Η γλώσσα του Ορχάν Παμούκ είναι στρωτή και μοιάζει να έχει απολαύσει πολύ το γράψιμο αυτού του βιβλίου. Οι έξυπνες εναλλαγές ρυθμού, οι πολύ ευαίσθητες στιγμές, η άρτια ξεδίπλωση του χαρακτήρα του ήρωα με τρόπο που δεν γίνεται στον αναγνώστη ούτε συμπαθής, ούτε αντιπαθής. Ενώ πρόκειται για μια συνεχή διαπραγμάτευση του συγγραφέα με θεμελιώδη ερωτήματα φιλοσοφικού επιπέδου (σχέση πατέρα-γιου, ύπαρξη ή όχι πεπρωμένου, αυτονόμηση ενός νέου ατόμου από την οικογένεια, έρωτας ανεκπλήρωτος ή μη κ.λ.π), η διήγηση μοιάζει να μπορεί να σταθεί και ως… παραμύθι. Υπέροχα ανάλαφρη, αλλά συνάμα ουσιαστική. Με ειδικό βάρος.
Το βιβλίο έχει και σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Ποια είναι η σχέση μας με την παράδοση; Ποια είναι τα όρια της νεωτερικότητας; Πού συναντιούνται αυτά τα δύο και πώς γίνεται να συνυπάρξουν; Πώς διαμορφώνονται οι ευθύνες μας, η οπτική μας και η στάση μας;
Και, βέβαια, όλα αυτά τα όμορφα συμβαίνουν με φόντο την αγαπημένη πόλη του Παμούκ, και τη δική κου αγαπημένη, την Istanbul, μια Istanbul που όλο και αλλάζει, το πρόσωπό της αγριεύει, εξευρωπαΐζεται και χάνει κάποιες από τις ρίζες της.
Οι άνθρωποι του Ορχάν Παμούκ ζουν εκεί, αγαπούν, πονούν εκεί, μένουν μόνοι εκεί, πεθαίνουν εκεί. Ο μεγάλος συγγραφέας τελειώνει το έργο του δίνοντας λόγο και φωνή στην ίδια τη Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά που σε όλο το έργο του, χωρίς να πρωταγωνιστεί, αφήνει ισχυρό στίγμα. Η κορύφωση της συγκίνησης, όταν στα ερωτήματα περί σχέσεων πατέρα-γιου, πατριώτη-πατρίδας, εραστή-ερωμένης, δεν απαντά κανείς άλλος, εκτός μια μητέρα που υπήρξε γυναίκα και καθορίζει, μόνο από αυτά της τα φυσικά μετερίζια, την εξέλιξη ολόκληρων πολιτισμών, χωρών και, φυσικά, ανθρώπων.
Η Μάνα που παρηγορεί, η Γυναίκα που αγκαλιάζει. Παρούσα.
Ευχαριστούμε, Ορχάν Παμούκ για αυτό το στολίδι από λέξεις που μας χάρισες. Μας έκανες να ερωτευτούμε κι εμείς, όπως κι ο φτωχός σου ήρωας, τη Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά.
Discussion about this post