Όταν η λέξη «άνοιξη» συνοδεύεται από τη λέξη «μυαλό», κάτι πολύ ενδιαφέρον και αισιόδοξο προμηνύεται. Το ότι γνώριζα από πριν πως το θέμα του βιβλίου είναι η αντιμετώπιση του καρκίνου του εγκεφάλου από τον ίδιο τον συγγραφέα-ασθενή, έκανε αυτόν τον τίτλο ακόμη πιο πραγματικά συμβολικό και εντυπωσιακό.
Από την αρχή του βιβλίου κατάλαβα ότι πρόκειται για κάποιον που δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η ασθένεια ονοματίζεται από την αρχή ως αυτή που είναι, χωρίς υποκατάστατες λέξεις, χωρίς λεκτικούς ελιγμούς που υποδηλώνουν άρνησης της πραγματικότητας.
Αυτό που καταφέρνει πολύ γρήγορα ο Βασίλης Τοκάκης, είναι να δώσει στον αναγνώστη να καταλάβει ότι εδώ θα μιλήσουμε για τον καρκίνο όχι κόντρα στη ζωή, αλλά μέσα στην ζωή. Και με το βλέμμα πάντα στραμμένο προς αυτήν. Κάθε σελίδα είναι και μία υπενθύμιση για τα ουσιώδη• τη ζωή πέρα από τον μικρό εαυτό μας, τη ζωή ως μοίρασμα, ως κοινωνία. Αυτό έχει εξαιρετική σημασία σαν θέση, γιατί πολύ εύκολα ένας άνθρωπος που πάσχει από μία τόσο σοβαρή ασθένεια θα μπορούσε να κλειστεί στο καβούκι του και να στραφεί ενάντια στον κόσμο. Ο συγγραφέας απεναντίας ανοίγει τα χέρια του για να τον αγκαλιάσει.
Περνώντας τις σελίδες, αναρωτήθηκα αν υπάρχουν αδύναμες στιγμές σε όλο αυτό το ταξίδι, ή μήπως καλύτερα την «πειρατεία»; Δεν άργησε να μου δώσει και αυτήν την απάντηση: προφανώς υπάρχουν και θα υπάρχουν, στιγμές απόγνωσης, οργής, θυμού, άγχους, φόβου, αλλά το σημαντικό είναι ότι έχουμε τα όπλα της καρδιάς και του μυαλού για να μπορέσουμε να ριχτούμε στην μάχη της ζωής. Έτσι, καταφέρνει να μας μπάσει στο γλυκόπικρο στοιχείο της ζωής. Γιατί, ποιο άλλο είναι τελικά το νόημα της ζωής, αν όχι οι αγώνες για τη ζωή; Κι αν στη θέση του καρκίνου βάλουμε άλλες, μικρότερες αναποδιές που έρχονται κατά τη διάρκεια των χρόνων, πάλι το μήνυμα είναι σαφές. Γιατί το θέμα αυτού του βιβλίου ξεπερνάει το ζήτημα της αρρώστιας. Το θέμα εδώ, δεν είναι ο καρκίνος. Το θέμα είναι πάντα η Ζωή. Ένας από τους πολλούς τρόπους που το θίγει αυτό, είναι και μέσα από την απόφασή του να γίνει δωρητής οργάνων.
Φαντάζομαι, σε κάθε σελίδα που περνάει, τον Βασίλη Τοκάκη, σαν ινδιάνο που βάφεται με χρώματα λίγο πριν πέσει στην μάχη. Ένα τελετουργικό που ξεκινάει με το ξυρισμένο του κεφάλι, το τατουάζ τού Ίκαρου τού Ματίς, τα λόγια τού Καζαντζάκη, την μπλούζα που του χάρισε ένας φοιτητής του με την φράση τού Τσόρτσιλ στην πλάτη, «If you are going through hell, keep going» και μπροστά, «Fighters against cancer». Τα φανερά σημάδια-σύμβολα, αρχικά προς τον εαυτό του, και σε όλους αυτούς στους οποίους δίνει -αλλά και παίρνει- δύναμη, τους «συμμαχητές», τους συντρόφους, τους συνοδοιπόρους στη ζωή. Μία υπενθύμιση ότι ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά «Αυτή είναι η δική μου μοίρα και μόνο εγώ την ορίζω.» Η εμπιστοσύνη του στην επιστήμη και στους ανθρώπους, είναι συγκινητικά αφοπλιστική και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου. Με αυτόν τον τρόπο παρακολουθείς την πορεία αυτού του ανθρώπου μέσα στον χρόνο, στον χρόνο που περνάει. Φαντάζομαι ότι το θέμα τού χρόνου παίζει κομβικό ρόλο σε περιπτώσεις ασθενειών σαν αυτήν, γιατί το πέρασμά του δεν ξέρεις ποτέ αν θα σε βρει εκεί. Με τον τρόπο όμως που διαχειρίζεται ο συγγραφέας και αυτό το θέμα, είναι σαν να σου λέει, όσο υπάρχεις, επέλεξε να είσαι δίκαιος και δυνατός άνθρωπος. Άλλωστε, τι άλλο είμαστε, αν όχι η συνάρτηση τού χρόνου και των επιλογών μας.
Πρόκειται, τελικά, για μία pocket size εγκυκλοπαίδεια ζωής, που σου ανοίγει τα ρουθούνια για να μπορείς να ρουφήξεις καλύτερα όλες τις ευωδιές της καλύτερης εποχής τού χρόνου, της άνοιξης. Και κάπως έτσι, αντέχονται και οι χειμώνες.
Δύναμη και καλή συνέχεια!