Άλλη μια ιδιαίτερη performance υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Λασπιά με τίτλο «Σύγχρονος Προμηθέας» παρακολουθήσαμε στο θέατρο 104.
Γράφει η Θάλεια Νίκα
Σκοτεινό και φωτεινό, αρκούντως παράξενο και ως δια μαγείας συναισθηματικά οικείο και φυσιολογικό, με συνειρμικές εικόνες που αναδεικνύουν την έννοια της δημιουργίας⋅ μια δυσκολοχώνευτη πρόταση που όμως -αν και γραμμένη εξίσου συνειρμικά- περιγράφει απόλυτα τις εικονικές και συναισθηματικές αλλαγές που προκαλεί η παράσταση σε σκηνοθεσία Γ. Λασπιά.
Με έναυσμα το έργο «Frankenstein» της Μαίρης Σέλλεϋ που άφησε το στίγμα του στην παγκόσμια λογοτεχνία, σε έναν απροσδιόριστο και κλειστοφοβικό χωροχρόνο, τρεις γυναίκες ηθοποιοί (Άντα Κουγιά, Δάφνη Μανούσου, Στέλλα Μπούρου) προσπαθούν να ξεκινήσουν μια παράσταση ή αλλιώς μια δημιουργία καλλιτεχνική, μία performance για τη ζωή της Μαίρη Σέλλεϋ. Έχοντας πλάι τους έναν κιθαρίστα (Μάνος Σαββάκης) που επιτάσσει τόσο το ρυθμό όσο και την ατμόσφαιρα, ξεκινούν τις προετοιμασίες και επιδίδονται στην παράθεση ενός χρονολογίου όπου η ζωή και ο θάνατος εναλλάσσονται με εκπληκτική ταχύτητα. Η ζωή της Μαίρη Σέλλεϋ περνάει μπροστά από τα μάτια μας σαν τίτλοι παλιών εφημερίδων και δημιουργούν το απαραίτητο υπόβαθρο ώστε να καταλάβουμε τα βιώματα και τα κίνητρα πίσω από τη δημιουργία μιας ιστορίας τρόμου όπως είναι αυτή του Frankenstein και του ανώνυμου πλάσματος που «γέννησε» με σκοπό να νικήσει τον θάνατο.
Από εκεί ξεκινά ένα ταξίδι που ισορροπεί ανάμεσα στην ομορφιά και την αηδία της δημιουργίας. Ένας δημιουργός που έχει ένα όνειρο να γεννήσει ένα αριστούργημα και όταν τελικά το καταφέρνει, δεν τον ικανοποιεί και το απορρίπτει. Αυτό το παιδί-τέρας θα πάρει το δρόμο που θα του υποδείξει ο δημιουργός. Αυτόν της απόρριψης. Εκκινώντας από αυτό το σκοτεινό παιχνίδι γέννας, το έργο σιγά σιγά αναμοχλεύει μια σειρά ζητημάτων που υποκρύπτονται μες στο έργο της Σέλλεϋ και παραμένουν επίκαιρα: η σχέση του θεού και του ανθρώπου ή μάλλον κάθε δημιουργού και δημιουργήματος, η συνεχής διερώτηση αν το τέρας είναι αυτό που η κοινωνία έχει προσδιορίσει ή το ανάποδο, η συνεχής αίσθηση της παντοδυναμίας του ανθρώπου απέναντι στη φύση, η διαδικασία ανατροπής κάθε είδους συμβόλου που ταλανίζει τον άνθρωπο και δεν μπορεί να ζήσει πραγματικά ελεύθερος μέσα στο ίδιο του το είναι.
Το σκηνικό που αποτελείται από καθρέφτες που σε αναγκάζουν να κοιταχτείς και εσύ και η κοινωνία μέσα τους και πίνακες που υπαγορεύουν το «μάθημα» που εδώ και χρόνια «διδάσκεται» από γενιά σε γενιά υπογραμμίζει όλα τα παραπάνω, ενώ δίνει αρκούντως ικανοποιητικά την αίσθηση της κλειστοφοβίας.
Οι τρεις ηθοποιοί ακροβατούν ανάμεσα στον δημιουργό και το τέρας, τον θύτη και το θύμα και επικοινωνούν απολύτως δεμένες μέσα σε ένα παιχνίδι που οι ίδιες φαίνεται να ορίζουν. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν πάντα τον έλεγχο. Κι αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο του έργου: όσο κι αν προσπαθείς να ελέγξεις τα πράγματα, ο εαυτός σου και τα πανάρχαια ιδεώδη σε οδηγούν αλλού. Και από τις τρεις, χωρίς να ξεχωρίζουμε τις ερμηνείες, υπήρχε συνέπεια στους ρόλους, αλήθεια και ανθρωπιά.
Η σκηνή της δημιουργίας του τέρατος ήταν συγκλονιστική με την χορεύτρια και χορογράφο Κάλλια Θεοδοσιάδη να έχει στήσει αριστοτεχνικά την χορευτική γέννα του τέρατος, βάζοντας στο παιχνίδι τις δημιουργούς-ηθοποιούς.
Η πρωτότυπη μουσική του Μάνου Σάββακη ατμοσφαιρική, σύγχρονη, που αλληλεοεπηρεαζόταν από τη δράση και τις ερμηνείες.
Συμπερασματικά, στο 104, σας περιμένει το αναποδογύρισμα κάθε γνωστής έννοιας. Ό,τι θεωρείται τέλειο, είναι πια ατελές. Αλλά το θέμα είναι, πόσο κουραστικό αποδεικνύεται τελικά να κυνηγάς την τελειότητα;