Μικρή αναδρομή του πρώτου μέρους
Το μακρινό 2013 το Κοκόρι μας- κάτοικος στα βουνά της Ζίτσας- έπεσε θύμα αρπαγής ενός νέου που κατέφτασε κυνηγημένος από άλλη χώρα.
Κλείνοντας τον σ ένα τσουβάλι ο ξένος, τον πήρε μαζί του στην Αθήνα, τάζοντας του ότι θα τον ελευθερώσει στα πελάγη.
Μετά την αποχώρηση του νέου και την ολοσχερή εγκατάλειψη μεσοστρατίς του κέντρου της Πόλης το κοκόρι έφτιαξε φωλιά στην οροφή ενός τρόλεϊ, μοιραζόταν τροφή με τα περιστέρια και περίμενε τις μέρες για το πελαγίσιο μπάρκο.
Παραμονή των Χριστουγέννων του παγωμένου έτους ο οδηγός του τρόλεϊ παίρνει στα χέρια του το χαρτί της απόλυσης του από την δουλειά και απελπισμένος σβήνει τα φώτα του οχήματος και βάζει σκοπό να πάει στο χωριό του στο παλιό πατρικό σε μια από τις κορυφές της Ζίτσας.
Αλαφιασμένος βλέπει τον κόκορα καθισμένο στον ώμο του και του ανακοινώνει ότι θα γίνει την επομένη γιορτινή μέρα, η ζεστή του σούπα
Ξημερώνοντας έφτασαν, αλλά το χωριό είχε εξαφανιστεί και μια καμινάδα εξείχε στο στρωμένο από χιόνι έδαφος.
Ήταν η καμινάδα του πατρικού σπιτιού του οδηγού
Ένας ζεστός ήλιος ξεπρόβαλλε ο οδηγός είπε χρόνια πολλά μ ένα φιλί στο κοκόρι κι οι δυό τους γιόρτασαν την μέρα την φωτεινή.
Η απελπισμένη αναζήτηση της Κλοκλό……… 2ο μέρος………..
Το Κοκόρι μας μετά την αρπαγή του για ένα πλάσμα της γης έριχνε δάκρυ πικρό Για την Κλοκλό. Όρνιθα λυγερή. Φτερά πλουμιστά. Ράχη
ίδια με το ουράνιο τόξο. Ράμφος λεπτό σαν αλάβαστρο Η Κλοκλό και ο Κόκορας ήταν ζευγάρι ερωτευμένο. Άλλωστε μετά την απώλεια του συντρόφου της με άλλον πετεινό, η Κλοκλό δεν ταίριαξε.
Είχαν περάσει 7 ολόκληρα χρόνια που η Κλοκλό αποφάσισε να ακολουθήσει τα σημάδια της φύσης με σκοπό να αναζητήσει τον Κοκορά της.
Τα φυσικά στοιχεία σε μια κότα συμπεριφέρονται φιλικά και αποκαλυπτικά
Ο άνεμος, της ψιθύρισε, να τραβήξει νότια στο κεντρικό λιμάνι
Τα νέφη, έκαναν κύκλο και στεφάνωσαν τις Κυκλάδες
Η βροχή, την έπλυνε και της χάρισε δάκρυα με όνειρα γεμάτα.
Στην κατωφέρεια, σε ένα ίσιωμα, τσιμπώντας φερτά τ ανέμου σποράκια και με τα νύχια της να τραμπαλίζεται σε ξερά κλαδάκια σωριασμένα, μετά την νεροποντή, άκουσε δυό άντρες να μιλούν για έναν ξακουστό κόκορα. Είπαν για την αρπαγή του, για τα βάσανά του στην Αθήνα και την μεταμόρφωσή του σε βασιλιά και αρχηγό των κοκοριών όλης της χώρας
Η λεπτή καρδιά της μικροκαμωμένης Κλοκλό, παρ’ ολίγο να σπάσει από την συγκίνηση
Ο Ανεμος της χάρισε φτερά να προλάβει το καράβι
Τα σύννεφα της χάιδευαν τα τρυφερά πουπουλένια φτερά
Η βροχούλα κρατήθηκε μη τυχόν και την γριπιάσει
Το ψαροκάικο «Οι Κυκλάδες» ήταν έτοιμο για το μπάρκο στον κύκλο των νησιών
Ένα ναυτόπουλο -15χρονο αγόρι-την τράβηξε από το αριστερό της πόδι, την απίθωσε σ ένα καλάθι, την φίλησε και την έβαλε στο πιο ψηλό κατάρτι
Οι Κυκλάδες, φαίνονταν κύκλος και τα νέφη έκαμαν χορό στριφτό, ελαιόφυλλα χοροπηδούσαν από τις ακτές και οι σαρδέλες μαζί κι οι γόπες μπαινόβγαιναν παραβγαίνοντας στο κυματο- τρεχαλητό.
Η Κλοκλό μαγεύτηκε.
Κάπου εδώ, σε τέτοιο τοπίο θα την περίμενε ασφαλώς ο κόκοράς της
Τέτοια μεγάλη σκέψη έκανε στο όμορφο μικρό της κεφαλάκι.
Το καΐκι ψάρευε όλη μέρα Το πρωί έδενε σε λιμάνια στις προβλήτες και ξεφόρτωνε τις ξύλινες κασέλες.
Κράτησε όλο αυτό 10 μέρες και ο κόκορας άφαντος
Η Κλοκλό άρχισε να χάνει το θάρρος της και τον ενθουσιασμό της
Το κοκόρι της δεν ήταν ψάρι
Και οι ακτές σκεπάστηκαν με χρώμα γκρίζο
Οι άνθρωποι της χώρας είχαν αυτά τα χρόνια γίνει όλοι φτωχοί
Οι κασέλες δόθηκαν αντί των φόρων που χρωστούσαν οι τρεις ψαράδες που είχαν το καίκι
Η χαρά είχε φύγει από τα πρόσωπα των καπετάνιων
Μόνο ο μικρός γελούσε και δεν χόρταινε το φουρτουνιασμένο πέλαγο
Έπλεαν την τελική του ταξιδιού μέρα
Το πρωί θα ‘δέναν στο λιμάνι
Ώσπου η τρομακτική φράση ξεστομίστηκε από το στόμα του πιο γεροδεμένου ψαρά
«Κοτούλα θα γίνεις η πιο ωραία σούπα»
«Θα βράσεις σε θαλασσινό νερό»
Η Κλοκλό η έρμη αλάφιασε
Άρχισε να τρέχει από την πλώρη στην πρύμνη κακαρίζοντας
Ο μικρός έτρεχε να την αγκαλιάσει για να την προφυλάξει
Ώσπου από τον λάρυγγα της Κλοκλό βγήκε μια φωνή παραδείσια ωδή μαζί με κοτίσιο θρήνο
Το σύννεφο έτρεξε και ψάρεψε τις νότες
Ο Άνεμος τις έπλεξε και στεφάνωσε τις κορφές
Η θάλασσα έλεγε το ρεφραίν
Η βροχή άρχισε να κλαίει με παρακαλετά
Στο βάθος του ορίζοντα ένα παράξενο πετεινάρι ανασηκωμένο στο ουράνιο στερέωμα, με μάτια σαν το γεράκι , με το λειρί στέμμα, με νύχια γαμψά, με φτερούγες όμοιες με του ουρανού τους αγγέλους,
Άκουσε της Κλοκλό το κλάμα
Λάλησε με λάλημα ουρανομήκες
Άπλωσε τα ωραία αρχοντικά του φτερά
Λίγες στιγμές σαν αιώνας πέρασαν και φάνηκε πάνω στα κατάρτια
Ορμά και σαν αητός σηκώνει από την ράχη της την μόνη της ζωής του αγάπη την όμορφη Κλοκλό
Ο ΚΟΚΟΡΑΣ της ήταν ο Ελευτερωτής !
Οι δυό του υψώθηκαν και πέταξαν να βρούν τον τόπο που γεννήθηκαν και αγάπησαν ο ένας τον άλλον
Ένα πετεινάρι ζωσμένο πολλή αγάπη πέρασε σε μύθο έμεινε στην παράδοση και ενέπνευσε μικρά παιδιά αγόρια και κορίτσια
Στάζοντας στην καρδιά ό,τι το θάρρος το λεύτερο πέταγμα η ελπίδα τα φτιάχνει μόνο η Μεγάλη Αγάπη
Ιανουάριος 2021