Όλοι, ξαφνικά, ονειρεύονται το καλοκαίρι, τότε που ίσως όλα αυτά που ζούμε θα φαίνονται μακρινά… Εγώ τον Αύγουστο θέλω να δημιουργήσω ένα φωτορομάντζο. Σαν αυτά τα παλιά που διάβαζε η θεία μου στη Βεντέτα , στο Ντόμινο και στο Ρομάντζο. Χωρίς λόγια. Άλλωστε, στην σταματημένη εικόνα,βρίσκεις τον χαμένο χρόνο περισσότερο και καλύτερα.
Ένα φωτορομάντζο με αγκαλιές ερωτικές και φιλιά, που η πανδημία στέρησε από τους ανθρώπους. Στις μέρες αυτές του covid σου τηλεφωνούν παλιοί και νέοι,γνωστοί και άγνωστοι. Κάποιοι, χαμένοι από καιρό, που ο πόθος σου δεν έχει σβήσει γι’αυτούς.
Το εκμεταλλεύεσαι,τους δίνεις την ευκαιρία. Τους άλλους τους αφήνεις με μια υπόσχεση,έξω από τη πόρτα. Αν δεν τους πεις ok, θυμώνουν από την απόρριψη, δεν ξαναεπικοινωνουν σε βάζουν κι εσένα στη καβάτζα τους. Μα κι αυτούς που βάζεις σπίτι είναι μια κι έξω-μετά δεν ξανάρχονται όσα κόλπα κι αν τους κάνεις.
Κι άντε εσύ που πάλι κόλλησες πόσο τρυφεροί είναι πόσο άντρακλες και καλοί στο σεξ και μεταχρονολογημένα κρεμιέσαι από μια κουβέντα τους και μονολογείς από το υποσυνείδητο πως ίσως είναι επικίνδυνος, πως ο τύπος παίρνει το μετρό για τη δουλειά του ,ποιος ξέρει τι πιάνει,μήπως επισκέφτηκε άλλη προχθές,μπας και κόλλησα;
Ένα μήνα πριν, έκαναν τον γύρο του κόσμου οι φώτο της Ουχάν. Σφιχτές αγκαλιές με μάσκες και δάκρυα χαράς μετά από τόση ένταση. Δεν είχα φανταστεί ποτέ απογόνους του Κουροσάβα να κλαίνε. Ένας φίλος μου έστειλε την διαφήμιση του Prince Oliver γεμάτη αγκαλιές.Την είχε φτιαξει ο ίδιος με υλικά φωτοθήκης από το παρελθόν.
Εγώ θέλω να πλάσω εικονοκλαστικά την ιστορία της ηρωίδας μου, τότε που η ηθική της κοινωνίας στερούσε την αγκαλιά. Δεν ήταν άγριες οι μέλισσες τότε. Ήταν απλά μέλισσες. Μικρή μπέρδευα τις μέλισσες με τις σφίγγες. Όχι ότι το ξεδιάλυνα μετά. Αν και γυναίκα, ποτέ δεν κατάλαβα το φύλο μου.
Έχω στο νου μια ιστορία που έχω ακούσει για μια νεαρή δασκάλα που με χίλια βάσανα ξεκίνησε να φύγει από την επαρχία για τη Μαράσλειο μες στην κατοχή και το αντάρτικο βράζοντας στον πυρετό της ελονοσίας. Σπούδασε. Τα επόμενα χρόνια την βρίσκουν να διδάσκει στο σχολείο του χωριού και ερωτευμένη σφόδρα με έναν μαθητή του απέναντι Γυμνάσιου. 22 αυτή, 15 αυτός.
Συναντιόντουσαν στις ρεματιές. Πέντε χρόνια κράτησε ο έρωτας της ,τον έκτο τον πάντρεψαν με μια κοπέλα από το χωριό της πάνω ραχούλας.Αυτός υπάκουσε στους γονείς του. Λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο της μητέρας της, πήρε τα χάπια της καρδιάς και αυτοκτόνησε.
Η τοπική κοινωνία την αποκάλεσε διαταραγμένη. Ήταν η κοινωνία της παρθενορραφής που σήμερα ως εικόνα με τα φουστάνια της,τα ερημωμένα σπίτια της και τους σωμιέδες έχει καταφέρνει να με έλκει. Ήταν όμως μια κοινωνία άγρια που οι μανάδες κρατούσαν τα κορίτσια τους στο χωριό.
Σπούδαζαν συνήθως τα αγόρια τους κι αν ήταν και γόηδες, κακιά συμφορά, δεν ήθελαν καμιά αδελφή να τους μπαστακώνεται στο αθηναϊκό τους σπίτι. Προστάτες της οικογενείας οι γιοι προξένεψαν καλονές αδελφές στο “ό, τι να’ ναι” , αρκεί να είχε μια θέση στο δημόσιο κι ας ήταν κι ένας βουβαλοποιημένος γαμπρός, κελεπούρι μεσήλικας.
Όποιες ερωτεύονταν παράφορα όπως η πρωταγωνίστριά μου σημαδεύονταν κι ας ήταν μορφωμένες, έψαχναν την παρθενιά τους στα νεκροκρέβατά τους.Τα συναισθήματα και οι αγκαλιές ήταν κουμπωμένα.Ποιος να μιλήσει για αγκάλες και φιλιά.
Ο σταθμός έγινε το 1963. Κατεβήκαμε με το τρένο μια δεκαετία αργότερα στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Αλλά εδώ με το καλό ξαναγυρίζω στη δόξα των ξεχασμένων προγόνων εκατό χρόνια μετά ,στο ειδυλλιακό Ξυλόκαστρο.Τόση Μύκονος μπούχτισα πια!
*Η Πηνελόπη Μασούρη είναι φωτογράφος. Το 1999 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με πορτρέτα ηθοποιών από τον Α/Μ Ελληνικό κινηματογράφο (Εκδόσεις Αιγόκερως) και τότε έγινε και η πρώτη μεγάλη ατομική της έκθεση στα πλαίσια του 48ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στην Αθήνα στον κινηματογράφο Παλλάς και στη γκαλερί Αστρολάβος. Από το 2000 μέχρι σήμερα, έχει συνεργασία με τον περιοδικό τύπο και κυρίως με ΚΛΙΚ, Γυναίκα, Big Fish και Down Town. Από τον φακό της έχουν περάσει με μοναδικό τρόπο κορυφαίοι εκπρόσωποι του πολιτισμού, της πολιτικής και της μόδας.