Μετανεωτερική εκδοχή και σχόλια πάνω στον μύθο της Ηλέκτρας όπως μας τον παρέδωσαν οι τρεις διαχρονικοί δραματικοί ποιητές.
Αποφεύγοντας το φολκλόρ της κατά Κώσταν Τσιάνον «Ηλέκτρας» (του Ευριπίδη), ο Άρης Μπινιάρης επιχειρεί μια επανατελετουργοποίηση (reritualisation) του αρχαίου δράματος, έχοντας όμως στην φαρέτρα του τον γερμανικό εξπρεσσιονισμό και τον εξελληνισθέντα νεορομαντισμό και – βέβαια – κάνοντας χρήση όλων των ευκολιών και των δυνατοτήτων που του παρέχει η μεταμοντέρνα ελευθεριότητά μας.
Συμπαθές το αποτέλεσμα, εκπληκτική η κίνηση χορού και υποκριτών, όπως αναδύοντας μέσα από το σύνολο, όμως αυτό που έλειπε από την πραγματική διονυσιακή τέχνη και την βακχεία των μαινάδων που υπαινίχθηκε ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές αυτής της διαφορετικής παράστασης, εκείνο που έλειπε ήταν η φωνητική υπέρβαση των εσκαμμένων.
Παραήταν γλυκούλικα, γλυκανάλατα κι ανώδυνα τα λόγια έτσι όπως εκφέρονταν σε αντίθεση με την σωματική κίνηση που ήταν το κάτι άλλο. Αν έβλεπες το έργο χωρίς ήχο, θα ήταν ίσως απείρως καλύτερο το αποτέλεσμα.
Με αυτό θέλω να πω ότι η απόπειρα να δούμε μια «ροκ» Ηλέκτρα ναυάγησε στην εκφορά του λόγου και στις τετριμμένες μελωδίες χορικών και μονωδιών. Μόνον η Κλυταιμνήστρα κάτι πήγε να κάνει, κινούμενη (φωνητικώς και παντομιμικώς) κάπου μεταξύ γιαπωνέζικου θέατρο (Νο ή Καμπούκι) και … Disneyland!!!
Μάλιστα. Ακριβώς έτσι όπως σας το γράφω. Αυτή την εντύπωση μου έδωσε.
Εν γένει, η παράσταση λειτούργησε κάπως υπνωτικά (δεν είναι κακό αυτό γιατί παραπέμπει τον θεατή σε βαθύ διαλογισμό). Η πολλή ένταση προκαλεί τελικά χαλάρωση κι αν δεν υπάρχει κλιμάκωση (όχι απαραίτητα crescendo) το όλον θέμα επιφέρει κορεσμό κι από εκεί και πέρα το κοινό, αρνούμενο τη μονοτονία κι επιχειρώντας να γεμίσει το κενό, σκέφτεται τα δικά του και καλύπτει τα οικεία χάσματα. Σαν προσπάθεια ήταν αξιέπαινη, πειραματική κι εν μέρει πρωτοποριακή (όσον αφορά τα κοστούμια και την κινησιολογία). Για το σκηνικό τι να πω; Αυτά τα άβαφα μαδέρια σουηδικού ξύλου τι υποτίθεται ότι συμβόλιζαν; Το δάσος, την άγρια φύση, το νεόδμητο της νέας εξουσίας Αίγισθου-Κλυταιμνήστρας; Τι να πω; Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια κι ούτε χρειάζεται να μεγαλουργεί κανείς. Μια τίμια προσέγγιση των κειμένων και των πραγμάτων αρκεί.
Η βασική μου ένσταση για αυτή την παράσταση: έλειπαν οι Ερινύες (και στο τέλος και στην αρχή). Ό,τι δεν καταλαβαίνουμε σήμερα ή δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε καλλιτεχνικώς δεν το θάβουμε στουθοκαμηλίζοντας.
Εν τέλει, ήταν μια σύγχρονη εκδοχή ενός μύθου που ενέπνευσε πολλούς δραματικούς ποιητές και τον δικό μας καταξιωμένο σκηνοθέτη κι ερευνητή του θεατρικού φαινομένου Άρη Μπινιάρη. Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να υπογράψει και το κείμενο αφαιρώντας τον Σοφοκλή και κρατώντας τον Γιώργο Χειμωνά, που φιλοτέχνησε κι αυτός τη δική του πεζολογική κι άμουση εν πολλοίς εκδοχή ενός επεισοδίου από τον διαχρονικό μύθο των Ατρειδών;
Τα τελευταία χρόνια – κι είναι απολύτως νόμιμο αυτό – βλέπουμε διασκευές που παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά αυτενέργειας και συνδημιουργικής επέμβασης πάνω στα παραδομένα, παραδεδεγμένα κι αποδεκτά κλασικά κείμενα των αθάνατων τραγωδιών (όσων εσώθησαν από τον βάνδαλο κανιβαλισμό του Χρόνου).
Προτείνω λοιπόν, εν γνώσει των συνεπειών του Νόμου (του άγραφου, κυρίως) να απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου στους θεατρανθρώπους μας να χρησιμοποιούν ως κράχτη και βιτρίνα τα δοξασμένα ονόματα Ευριπίδης-Σοφοκλής-Αριστοφάνης-Αισχύλος (αυτόν τον άφησα τελευταίον, γιατί τον καταλαβαίνουν λιγότερο και δεν ταυτίζονται ψυχολογικώς ή διανοητικώς μαζί του).
Ειδικά για το Φεστιβάλ Αθηνών, κρατικοδίαιτους κι επιχορηγούμενους φορείς που έχουν καταστεί συν τω χρόνω θεσμοί, θα πρέπει να επιβληθεί (με κάποιον δημοκρατικό τρόπο) η απαλοιφή ενδόξων ονομάτων από τους συντελεστές μιας παράστασης, αφού ελαχίστη σχέσιν έχουσιν…
Μια παράσταση που αξίζει να δείτε και θα συζητηθεί ανυπερθέτως.
Μετά Λόγου Γνώσεως,