Στις 8 Μαρτίου γιορτάζεται η ημέρα της γυναίκας. Για πολλούς θεωρείται μια ακόμη επετειακή, τυπική γιορτή, παρόμοια με άλλες τόσες που γιορτάζουμε κάθε χρόνο.
Κι όμως αυτή η γιορτή δεν είναι σαν τις άλλες. Σηματοδοτεί ιστορικούς αγώνες γυναικών δεκαετιών, που πλήρωσαν ακόμα και με τη ζωή τους, ώστε να επιτευχθεί η ισότητα των δύο φύλων. Παρόλα αυτά μετά από τόσες δεκαετίες, ακόμα και σήμερα η “μάχη” των δύο φύλων είναι ζωντανή. Από τη μία, κυρίως στις χώρες της Ασίας οι γυναίκες είναι υποχείρια της ανδρικής ηγεμονίας, από την άλλη στην Ευρώπη δεν είναι λίγες οι φορές που το γυναικείο φύλο, έχει ειδική μεταχείριση έναντι του άντρα, είτε αυτό υπονομεύει το ένα, είτε το άλλο φύλο.
Ο εορτασμός στις 8 Μαρτίου καθιερώθηκε σε ανάμνηση μιας απεργίας των υφαντριών και ραφτρών της Νέας Υόρκης στις 8 Μαρτίου του 1857.
Στην Ελλάδα με το σύνταγμα του 1927 παραχωρήθηκε στις γυναίκες ψήφος στις δημοτικές εκλογές με ορισμένους περιορισμούς.
Ποιες ήταν οι Σουφραζέτες;
Πρόκειται για όρο που επινοήθηκε από την εφημερίδα Daily Mail σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μέλη του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στην Αγγλία.Ωστόσο, μετά την επανοικειοποίηση της λέξης από πρώην και νυν μέλη του κινήματος, ο όρος έχασε τις αρχικές αρνητικές συμπαραδηλώσεις του.
Οι σουφραζέτες ήταν συνήθως γυναίκες από τη μεσαία τάξη, με επισφαλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές τους. Ο αγώνας για κοινωνική αλλαγή, σε συνδυασμό με το έργο υπέρμαχων των δικαιωμάτων των γυναικών όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill), προετοίμασαν την εμφάνιση ενός κινήματος, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Η Νέα Ζηλανδία ήταν η πρώτη αυτοδιοικούμενη χώρα που εκχώρησε ψήφο στις γυναίκες, όταν το 1893 επιτράπηκε σε όλες τις γυναίκες άνω των 21 να ψηφίσουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές.
Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες.
Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι κάποιες από τις ενέργειες των σουφραζετών ήταν επιζήμιες για τους σκοπούς τους. Όσοι τάσσονταν κατά του κινήματος υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις σουφραζέτες, επειδή ήταν υπερβολικά συναισθηματικές και ανίκανες για ορθολογική σκέψη, σε αντίθεση με τους άντρες. Στήριζαν μάλιστα το επιχείρημά τους στις βίαιες και επιθετικές δράσεις των γυναικών του κινήματος.
Το 1912 ήταν μια κομβική χρονιά για τις σουφραζέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς υιοθέτησαν πιο επιθετικές τακτικές. Μεταξύ άλλων, αλυσοδένονταν σε κιγκλιδώματα, έβαζαν φωτιά σε γραμματοκιβώτια, έσπαγαν παράθυρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τοποθετούσαν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ο τότε πρωθυπουργός, Χ. Χ. Άσκουιθ, ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα νομοσχέδιο που εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 30, με τον όρο να είναι παντρεμένες με σύζυγο που είχε περιουσιακά στοιχεία ή να έχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, ανησυχώντας πως οι γυναίκες θα τον καταψήφιζαν στις επόμενες γενικές εκλογές και θα εμπόδιζαν το κόμμα του (Φιλελεύθεροι) να μπει στη Βουλή.
Μια σουφραζέτα, η Έμιλι Ντέιβισον, πέθανε στην προσπάθειά της να πετάξει ένα πανό πάνω στο άλογο του βασιλιά στις Ιπποδρομίες του Έπσομ, στις 5 Ιουνίου 1913. Πολλές από τις συντρόφισσές της συνελήφθησαν και έκαναν απεργία πείνας, σε μια προσπάθεια να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αντέδρασε με τη λεγόμενη Νομοθετική Πράξη «της Γάτας και του Ποντικιού». Βάσει αυτής, επιτρεπόταν στις κρατούμενες να προχωρούν σε απεργία πείνας, χωρίς να τους παρέχεται τροφή διά της βίας, αλλά αφήνονταν ελεύθερες όταν η κατάσταση της υγείας τους κρινόταν πλέον επικίνδυνη. Ωστόσο, λίγο μετά την αποφυλάκισή τους, συχνά συλλαμβάνονταν εκ νέου για ασήμαντους λόγους.
Η πρώτη γυναικεία τράπεζα άνοιξε τον Οκτώβριο του 1975 στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη τράπεζα γυναικών στην Ελλάδα και η δεύτερη σ’ όλον τον κόσμο άνοιξε στις 17 Μαΐου 1976 στην οδό Πατησίων 159, κοντά στην πλατεία Αμερικής.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες: τα καταγεγραμμένα περιστατικά βιασμού στην ΕΕ μπορεί να υπερβαίνουν το 5 %. Τα μεγαλύτερα ωστόσο ποσοστά κακοποίησης γυναικών, παρατηρούνται στις σκανδιναβικές χώρες με πρώτη τη Δανία (52%), τη Φιλανδία (47%) και τη Σουηδία (46%), ενώ στη Νότια Ευρώπη, σε Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φαίνεται να είναι κάτω του 33% που αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ένωσης.
Οι Αγγλίδες σουφραζέτες υποθήκευσαν το σώμα τους ως πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας. Μάλιστα ήταν και από τις πρώτες που ήρθαν αντιμέτωπες με την αναγκαστική σίτιση, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όταν έδιναν την μάχη τους απαιτώντας εκλογικά δικαιώματα από ένα κράτος που στεκόταν ανένδοτο. Όταν άρχισαν τους εμπρησμούς επιλεγμένων στόχων κατέληξαν έγκλειστες κατά εκατοντάδες. Μέσα από τις φυλακές, στην προσπάθειά τους να κλιμακώσουν τον αγώνα, στράφηκαν σε μαζικές απεργίες πείνας. Η αγγλική κυβέρνηση τότε για να προστατευθεί έναντι του καινούργιου τρόπου διαμαρτυρίας, πρότεινε και επέβαλλε την αναγκαστική σίτιση, με σκοπό να αποφευχθεί η δημιουργία μαρτύρων. Με αυτή τη λογική οι διαμαρτυρόμενες γυναίκες υποβλήθηκαν σε αναγκαστική σίτιση.
Η Μαίρη Λη, μια εκ των γυναικών αυτών, περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο το βίωμα, που αργότερα καταχωρήθηκε από τον διεθνή νομικό πολιτισμό ως βασανιστήριο: «Με περικύκλωσαν τότε δέκα περίπου άτομα, με έσπρωξαν πίσω στην καρέκλα, και, ενώ ο γιατρός μου κρατούσε ανοικτό το στόμα, μία από τις δεσμοφυλάκισσες έριξε μέσα με ένα κουτάλι γάλα και κονιάκ. Δύο ημέρες αργότερα, το Σάββατο, οι δεσμοφυλάκισσες μπήκαν στο κελί και με έσπρωξαν στο κρεβάτι. Καθώς με κρατούσαν ακίνητη, δύο γιατροί μου έβαλαν στη μύτη ένα σωληνάκι που κατέληγε σε χωνί και είχε στη μέση ένα γυάλινο δοχείο, από όπου μπορούσε κανείς να ελέγξει τη ροή. Το σωληνάκι αυτό έμπαινε τη μία φορά στο ένα ρουθούνι και την επόμενη στο άλλο. Ο πόνος, ψυχικός και σωματικός, ήταν μεγάλος κατά τη διάρκεια της σίτισης».
1908 – Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
Στίχοι: Γιώργος Τσοκόπουλος & Μπάμπης Άννινος
Μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης
Τραγούδι: Σωτηρία Ιατρίδου
Κάτω τα βέλα και τα καπέλα
και οι ουρές και τα πομ πομ και τα φτερά
δεν θέλω φούστες, κορσέδες, σούστες
και οι καυγάδες, οι κουζίνες, τα μωρά.
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.
Δε θέλω άντρες, κουμπιά και χάντρες
και παραιτούμαι από το νοικοκυριό,
δε θα γυρεύω να μαγειρεύω
και εις τον άντρα μου θα κάνω το θεριό.
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.
1932 – Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
Στίχοι: Πωλ Μενεστρέλ
Μουσική: Eduardo Bianco
Τραγούδι: Ελένη Παπαδάκη
Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να μην έχει ερωμένη
και να μη φορεί γυαλιά
για να είμαι ευτυχισμένη
και να μη μου αντιμιλά
να `μαστε οι δυο μονιασμένοι
κι όλο να περνούμε με φιλιά τρελά.
Εν πρώτοις να μη καπνίζει
να πίνει μόνο νεράκι
στα κέντρα να μη γυρίζει
και να χορεύει λιγάκι.
Να έχει άκρα υγεία
στα σπορ να έχει μανία
να ξέρει και πυγμαχία
γιά τις δικές μας σκηνές.
Θέλω να έχει παράδες
να `χει θείους και θειάδες
για κληρονομιά.
Απαραίτητος δε όρος
να μη μου ζητά παιδί
να μην είναι δικηγόρος
δεν τον θέλω ποιητή.
Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να ξέρει γλώσσας πέντ έξι,
να έχει γλώσσα δεν πρέπει
σαν του μιλώ, ούτε λέξη
πολλές φορές να μη βλέπει.
Μετάλλια να `χει ανδρείας
να είν’ αβρός στας κυρίας
να μην αρνείται αγγαρείας
και να `ναι και τρυφερός.
1956 – Ο άνθρωπός μου
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
& Δημήτρης Βασιλειάδης
Μουσική: Μενέλαος Θεοφανίδης
Τραγούδι: Σοφία Βέμπο
Χρόνια και χρόνια
με τυραννάει
κι ούτε μια στάλα
δεν με πονάει
γιατί;
Και ζω κοντά του
μες τη μιζέρια
χειμώνες τώρα
και καλοκαίρια
γιατί;
Και με βαριέται
και μ’ άλλες πάει
και μου τα παίρνει
και με χτυπάει
γιατί;
Μα τον λατρεύω
κι είναι το φως μου
γιατί είναι βλέπεις
ο άνθρωπός μου
Δεν είναι γόης
δεν είναι ωραίος
και κολυμπάει
μέσα στο χρέος
γιατί;
κι ένα κοστούμι
μονάχα έχει
που το φοράει
χιονίζει βρέχει
γιατί;
κι όλο τα πίνει
κι όλο τα σπάει
κι όλο σε μένα
μετά ξεσπάει
γιατί;
Δε μου μιλάει
για το φεγγάρι
κι ένα λουλούδι
δε μου `χει πάρει
γιατί;
Μονάχα πίκρες
μού `χει χαρίσει
ποτέ δε μού `χει
γλυκομιλήσει
γιατί;
Ποτέ δε μού `χει
χαμογελάσει
κι ο έρωτάς του
μ’έχει γεράσει
γιατί;