Μέχρι τώρα έχουμε δει το «Emily in Paris» και τον καινούργιο κύκλο τού «The Crown» για να αποδράσουμε από μια πραγματικότητα όπου δεν θα κάνουμε ρεβεγιόν κι ούτε καν μπορούμε να προμηθευτούμε στολίδια από το e-shop του Jumbo, που έχει βγει εκτός λειτουργίας λόγω υπερφόρτωσης παραγγελιών.
Πέρα όμως από τη διατάραξη της καθημερινότητας, ακόμη και της εορταστικής ρουτίνας, που έφερε η προηγούμενη και η τωρινή καραντίνα, η πανδημία αναζωπυρώνει υπαρξιακά ζητήματα για τη ζωή και το θάνατο με κάπως επείγοντα τρόπο. Ακόμη κι αν δεν τα κοιτάμε κατάματα, όσο κι αν προσπαθούμε να τα αποφύγουμε βλέποντας την πριγκίπισσα Νταϊάνα να κάνει πατίνια στο παλάτι ακούγοντας Duran Duran ή μια μαρκετίστρια να ανταλλάζει γαλλικά φιλιά με τη γεύση του κρουασάν στα χείλη και φόντο τη Μονμάρτρη, αυτά τα ερωτήματα μας τρώνε υπόγεια.
Υπάρχουν δύο σειρές οι οποίες με βοηθούν αυτή την εποχή να αντιμετωπίσω το άγχος για τα κρούσματα και τους θανάτους, ή την αίσθηση ότι είμαι αβοήθητος μπροστά σε ανθρώπους που πιστεύουν 2.311 φήμες και θεωρίες συνωμοσίας για τον κορονοϊό (τόσες είναι, τις μέτρησε το American Journal of Tropical Medicine and Hygiene) και σε πολιτικούς που κάνουν τα πάντα για να περισώσουν όχι την κοινωνική πρόνοια αλλά τον καπιταλισμό. Η μία, το «The Good Place», είναι η καλύτερη κωμική σειρά των τελευταίων χρόνων, και η δεύτερη, το «Six Feet Under», η καλύτερη σειρά όλων των εποχών. Όσες διαφωνίες και ενστάσεις κι αν μου φέρετε, νομίζω ότι δεν θα υποχωρήσω σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Στο «The Good Place» (2016-2020), τέσσερις άνθρωποι, η μικροπρεπής και κυνική Έλινορ, ο παθολογικά αναποφάσιστος Τσίντι, η μοσχοαναθρεμμένη και επιφανειακή Ταχάνι και ο χαζούλης Τζέισον πεθαίνουν και μεταφέρονται στο «Καλό Μέρος», που δεν είναι άλλο από μια πειραματική εκδοχή της Κόλασης. Μέσα από τη μεταβαλλόμενη σχέση με το δαίμονα Μάικλ που τους εποπτεύει και αμέτρητες ανατροπές και επανεκκινήσεις της πλοκής, οι πέντε χαρακτήρες, τέσσερις θνητοί, ένας αθάνατος, αλλά και η Τζάνετ, το πιο αξιαγάπητο πλάσμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η διασταύρωση της τεχνητής νοημοσύνης με τη μεταφυσική, εξερευνούν την ύπαρξη μετά το θάνατο, επιστρέφοντας στη Γη για να βρουν το νόημα της ενάρετης και υπεύθυνης ζωής.
Αυτή η σειρά του Μάικλ Σουρ, που θα δεχόμουν ευχαρίστως να του καθαρίζω το σπίτι για να κρυφακούω όσα σκέφτεται και συζητά με τους συνεργάτες του, είναι ένα μάθημα ηθικής φιλοσοφίας, που ανακατεύει τον Καντ, τον Αριστοτέλη και τον Κίρκεγκορ με την Μπιγιονσέ, την Αντέλ και τον πρίγκιπα Γουίλιαμ για να μας βοηθήσει να γίνουμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι – και να μας πείσει ότι αυτή την εποχή πρέπει να φοράμε μάσκα γιατί το χρωστάμε στους συνανθρώπους μας.
Σε διαφορετικό τόνο, σκοτεινό και μελαγχολικό τόσο στη δραματική όσο και στην κωμική του διάσταση, το «Six Feet Under» (2001-2005) ήταν μία από τις σειρές από τις οποίες ξεπρόβαλε η νέα χρυσή εποχή της αμερικανικής τηλεόρασης, ενώ σήμανε τον ερχομό των αντι-ηρώων στην τηλεοπτική μυθοπλασία.
Η οικογένεια των Φίσερ διατηρεί ένα γραφείο κηδειών και προσπαθεί να ξεπεράσει το θάνατο του πατριάρχη Ναθάνιελ. Τα αδέρφια Νέιτ, Ντέιβιντ και Μπρέντα, και η μητέρας τους Ρουθ είναι προβληματικοί και δυσλειτουργικοί άνθρωποι, που αποσυμπιέζονται μέσα από σουρεαλιστικές σκηνές ονείρων – αυτό δεν είμαστε όλοι μας; Κάθε επεισόδιο ξεκινά με ένα θάνατο που αναλαμβάνει το γραφείο, οι συνθήκες του οποίου πυροδοτούν την εξέλιξη των χαρακτήρων και τους καθοδηγούν στη δύσβατη διαδρομή του πένθους.
Συμπτωματικά, η σειρά έκανε πρεμιέρα λίγο πριν την 11η Σεπτεμβρίου κι έτσι ο στοχασμός της πάνω στην έννοια της θνητότητας σπάρθηκε πάνω στο ατομικό και συλλογικό πένθος της Αμερικής για πραγματικούς (τα ανθρώπινα θύματα) και συμβολικούς θανάτους (η παντοδυναμία της υπερδύναμης). Δύο δεκαετίες μετά, μέσα σε μια πρωτοφανή πανδημία με στατιστικά νούμερα θανάτων που τα ξορκίζουμε ανεβάζοντας στο Instagram πώς φτιάχνουμε ψωμί στο σπίτι και τι παραγγείλαμε με delivery, το «Six Feet Under» μας βοηθά να σταθούμε με θάρρος απέναντι στα αναπόφευκτα της ζωής μας.