Ένα σύνθετο (με μία πρόθεση) ρήμα και το ουσιαστικό που σχηματίζεται από τα αντίστοιχα συνθετικά, συγγενεύουν εννοιολογικά; Μάλλον; Μην είστε τόσο σίγουροι! Υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Ας το ερευνήσουμε με ένα παράδειγμα ενός θέματος που σχηματίζει σύνθετα με πολλές προθέσεις και συγκεκριμένα του ρήματος «φέρω» (ή «φέρομαι»). Ο κανόνας ισχύει γενικά. Όπως στις αντιστοιχίες «εκφέρω» και «εκφορά», «εισφέρω» και «εισφορά», «προφέρω» και «προφορά», «προσφέρω» και «προσφορά», «διαφέρω» και «διαφορά», «αναφέρω» και «αναφορά», «μεταφέρω» και «μεταφορά», «παραφέρομαι» και «παραφορά», «περιφέρω» και «περιφορά». Δεν ξεφεύγουν ούτε τα σύνθετα με συνδυασμό δύο προθέσεων, όπως στις περιπτώσεις «συνεισφέρω» και «συνεισφορά», «συνεκφέρω» και «συνεκφορά», «αντιπροσφέρω» και «αντιπροσφορά», «επαναφέρω» και «επαναφορά» ή «συμπεριφέρομαι» και «συμπεριφορά».
Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις που δεν υπήρξε (ή δεν έχει καταγραφεί) ή εξέλιπε ή δεν χρησιμοποιείται πλέον με την πάροδο του χρόνου το ένα από τα δύο (ή και τα δύο) ή, με την εξέλιξη της γλώσσας, στο ρήμα και στο αντίστοιχο ουσιαστικό επιβίωσαν έννοιες που δεν σχετίζονται, όπως στις περιπτώσεις του «αντιφέρω», «αμφιφέρομαι», «εμφέρω», «επιφέρω»-«επιφορά», «καταφέρω»-«καταφορά», «υπερφέρω»-«υπερφορά», «υποφέρω»-«υποφορά».
Υπάρχει, όμως, και η πρόθεση «συν» που ξεφεύγει τελείως! Γιατί, στη σημερινή τους χρήση, το μεν ρήμα «συμφέρω» (κυρίως ως απρόσωπο «συμφέρει» ή «συμφέρουν») σημαίνει πως κάποιος ή κάτι λειτουργεί, επηρεάζει, προσφέρει θετικά, ενώ το ουσιαστικό «συμφορά» υποδηλώνει ένα συμβάν ή μία εξέλιξη με άκρως αρνητικές επιπτώσεις ή/και παρενέργειες (αλλά και αυτούς που το προκαλούν). Στη μοναδική περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ρήμα και το ουσιαστικό σχετίζονται είναι όταν η τιμή πώλησης ενός αντικειμένου ή προσφοράς μιας υπηρεσίας φαινομενικά συμφέρει, αλλά οδηγεί, λόγω της πληθωρικής ελκυστικότητάς της, σε αλόγιστα έξοδα που συνιστούν οικονομική «συμφορά»!