O Charles Mingus γεννήθηκε το 1922 στο Νογκάλες της Αριζόνα, προικισμένος με μία ιδιαίτερη πολυπολιτισμική κληρονομιά. O πατέρας του ήταν γόνος Αφροαμερικανού εργάτη της γης και της λευκής εγγονής του Σουηδού εργοδότη του, ενώ η μητέρα του είχε καταγωγή από Αγγλία και Κίνα. O Mingus έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ουάτς του Λος Άντζελες. Η σχέση του με την μουσική ξεκίνησε από τις εκκλησιαστικές λειτουργίες, όμως καταλυτική ήταν η πρώτη φορά που άκουσε την μουσική του Duke Ellington. Η πρώτη – άκαρπη – προσπάθεια να μάθει κάποιο μουσικό όργανο έγινε με το τρομπόνι που στην συνέχεια θα εγκαταλείψει, για να συνεχίσει με το βιολοντσέλο. Κανένα από τα δύο δεν κατόρθωσε να τον κερδίσει. Έτσι, κατέληξε στο κοντραμπάσο!
Το 1930 ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός. Μέσα στην επόμενη δεκαετία συνεργάστηκε με τους: Lee Young, Louis Armstrong, Kid Ory & Lionel Hampton.
To 1950 σχημάτισε το δικό του τρίο με τους Red Norvo & Tal Farlow που σύντομα θα τους εγκαταλείψει για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη.
Το 1952 ιδρύει με την δεύτερη σύζυγο του Celia Mingus και τον ντράμερ Max Roach την εταιρία Debut Records. Στόχος του ήταν να διαφυλάξει τα δικαιώματα νέων καλλιτεχνών και να προστατεύσει τους μουσικούς από τα ασύμφορα συμβόλαια των μεγάλων εταιριών. Στην συνέχεια δημιούργησε το Jazz Workshop, ένα «jazz εργαστήρι», εξαιτίας του οποίου «ανοίχτηκε» στους μουσικούς ένα μεγάλο πεδίο έκφρασης έξω από στεγανά και νόρμες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοσχεδιασμοί του σχήματος υπήρξαν μία ανεπίσημη βάση για την Free Jazz.
Το 1956 θα κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ του “Pitchecanthrupus Erectus” ως ηγέτης σχήματος και συνθέτης. Η δημιουργικότητα του μέχρι το τέλος της δεκαετίας αυξάνεται κατακόρυφα και τα άλμπουμ- μνημεία ακολουθούν το ένα τ’ άλλο. “The clown” “Blues& Roots”,“Mingus Ah Um”, “Mingus Dinasty” είναι κάποιοι από τους τίτλους που συνεπαίρνουν τους οπαδούς της jazz.
Το 1961 θα εμφανιστεί στην ταινία “All Night Long” ένα φίλμ το οποίο βασιζόταν στον “Οθέλλο” του Shakespeare κι είχε σκοπό την παρουσίαση διαφόρων μουσικών της εποχής.
Ο Mingus κυκλοφορούσε τις ηχογραφήσεις του σε διάφορες δισκογραφικές χωρίς να συνδέει το όνομα του μ΄αυτές. Η Impulse όμως θα είναι η εταιρία που θα εμφανίσει στο κοινό το σημαντικότερο- ίσως- άλμπουμ του “The Black Saint and the Sinner Lady” (1963) Την ίδια χρονιά στο “Mingus plays piano” αφήνει πίσω το κοντραμπάσο και παίρνει θέση στο πιάνο.
Το 1964 σχημάτισε σεξτέτο με τους Dannie Richmond, Jaki Byard, Eric Dolphy, Johnny Coles & Clifford Jordan, όμως ο θάνατος του Dolphy την ίδια χρονιά έβαλε τέλος στο πρότζεκτ. Ο Mingus το 1966 παντρεύεται την 3η σύζυγο του Susan Ungaro.
O βίαιος χαρακτήρας του
Σίγουρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εύκολος άνθρωπος. Φημιζόταν για την κυκλοθυμία του, τις φασαρίες με τους συνεργάτες του και με το κοινό, καθώς και τις βίαιες εκρήξεις του. Το πρώτο περιστατικό συνέβη σε ένα κονσέρτο στη Φιλαδέλφεια, όταν ο Mingus θυμωμένος, επί σκηνής έκλεισε το καπάκι του πιάνου στα χέρια του πιανίστα και μετά γρονθοκόπησε τον Knepper.
Οι δυο τους είχαν ακόμα ένα σκηνικό καθώς προετοίμαζαν τη μουσική για μία μελλοντική συναυλία. O Mingus χτύπησε τον Knepper με αποτέλεσμα -εκτός από το σπασμένο δόντι- εξαιτίας του τραυματισμού στην στοματική κοιλότητα να χαθεί η δυνατότητα του Knepper να πιάνει υψηλές οκτάβες. Το περιστατικό αυτό τους οδήγησε στα δικαστήρια, με τον Mingus να κρίνεται ένοχος με αναστολή, κατηγορούμενος για επίθεση και βιοπραγία. Παρόλα αυτά στο μέλλον θα ξανά-συνεργαστούν στο τελευταίο άλμπουμ του Mingus με τον Knepper να δηλώνει ότι αυτό ήταν μια μη υγιής απόφαση, περισσότερο ένα προϊόν κατάθλιψης.
Οι οικονομικές δυσκολίες.
Προσωπικές και οικονομικές δυσχέρειες τον ωθούν να εγκαταλείψει για τρία χρόνια οποιαδήποτε μουσική δραστηριότητα. Θα επιστρέψει για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις τον Ιούνιο του 1969 αναγκασμένος από την οικονομική ένδεια.
Η επιστροφή στα 70s
Η επιχορήγηση από την αδερφότητα Guggenheim, ,που δινόταν κάθε χρόνο σε ανθρώπους των επιστημών και των τεχνών, η αυτοβιογραφία του και η μεταβίβαση των δικαιωμάτων της Debut Records στην Fantasy Records, έκαναν το 1971 μία λυτρωτική χρονιά για τα οικονομικά του Mingus, με αποτέλεσμα την επάνοδο του. Για έξι μήνες μάλιστα δίδαξε και ως καθηγητής σύνθεσης στο State Of New York του Μπάφαλο.
Το 1972 κυκλοφόρησε από την Columbia το “Let My Children Hear Music”, ενώ το 1974 ακολούθησαν άλλα δύο άλμπουμ: “Changes One”, “Changes Two”. Μέσα στην δεκαετία περιόδευσε σε Καναδά, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ν. Αμερική και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης.
Ο θάνατος του
Ο Charles Mingus θα διαπιστωθεί ότι πάσχει από μία σπάνια νευρολογική ασθένεια που σύντομα θα τον καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι.
Το 1978 σε μία μεγάλη jazz συναυλία στο Λευκό Οίκο ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, όπου αποθεώθηκε από τους μουσικούς και όλους τους παρευρισκομένους.
5 Ιανουαρίου, στην αυγή του 1979, πέθανε στην Κουερναβάκα του Μεξικό. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον ποταμό Γάγγη.
H τελευταία μουσική κατάθεση του ήταν η σύμπραξη με την Joni Mitchell στο δέκατο άλμπουμ της που είχε τίτλο: “Mingus” και κυκλοφόρησε το 1979. Τους στίχους επιμελήθηκε η Mitchell, ενώ τέσσερα κομμάτια αποτελούν συνθέσεις του Mingus.
Έχει πει:
“Είμαι πολύ απασχολημένος με το να παίζω. Όταν παίζω δεν δίνω σημασία στο ποιος με ακούει. Όταν άκουγα εγώ μουσική, άκουγα συμφωνικές ορχήστρες, Beethoven, Bach, Brahms, Stravinsky. Δεν εστιάζεις σ’ ένα όργανο, απλώς ακούς μουσική.”
“Η δημιουργικότητα είναι κάτι παραπάνω από το να είσαι απλώς διαφορετικός. Ο καθένας μπορεί να δράσει περίεργα, αυτό είναι εύκολο. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να είσαι απλός σαν τον Bach. Να ποιείς το απλό, το εντελώς απλό, αυτό είναι δημιουργικότητα”
“Εάν κάποιος ξέρει να αποδρά από την πραγματικότητα δεν περιμένω να «θάψει» τη μουσική μου”
“Αν είχα γεννηθεί σε άλλη χώρα ή λευκός, σίγουρα θα είχα εκφράσει τις ιδέες μου πολύ νωρίτερα. Πιθανόν να μην ήταν τόσο καλές, γιατί όταν οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι, κάτι που δεν μπορώ να φανταστώ αλλά διαισθάνομαι ότι είναι τόσο εύκολο για εσάς, ο μόχθος και η πρωτοβουλία δεν είναι τόσο δυνατά όπως για κάποιον που είναι αναγκασμένος να μοχθήσει και εκ των πραγμάτων έχει περισσότερα να πει”.
“ Aφήστε τα παιδιά μου να έχουν επαφή με τη μουσική! Να ακούσουν ζωντανή μουσική. Όχι θόρυβο. Τουλάχιστον τα δικά μου τα παιδιά! Κάντε ό,τι θέλετε με τα δικά σας!”
To 1922 ο παραγωγός Hal Willner, γνωστός για την επιμέλεια επιτυχημένων tribute άλμπουμ στους Nino Rota, Thelonius Monk & Kurt Weill, συγκέντρωσε ταλαντούχους μουσικούς και ηχογράφησε το εξαιρετικό “Weird Nightmares- Meditation On Mingus”. Σ΄ αυτό το άλμουμ συμμετέχουν οι: Leonard Cohen, Diamanda Calas, Dr. John, Chuck D, Bill Frisell, οι Keith Richars, Charlie Watts των Rolling Stones, Elvis Costello, Don Byron κι αρκετοί ακόμα.
Πηγή: Masters of Jazz- Charles Mingus/Tέσσαρα Π/