Μπαρόκ Ίψεν, μητριαρχικός, που παρέπεμπε στα αρχέτυπα της Καλής και Κακής Μάγισσας, στα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού που παραπαίει υπό το βάρος τους καταναλωτισμού, της καταστροφικής υπερκαταναλώσεως των φυσικών πόρων.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς ως άλλος μεταλλορύχος Μπόρκμαν ανέσυρε από το βαθύ υπόστρωμα του κειμένου παρθένα μεταλλεύματα και τα φώτισε υπό πρωτότυπη γωνίαν, δουλεύοντας με τους ήχους, με το ρυθμό, με το παλλόμενο φως, με τα ζωντανά σκηνικά (το νερό ήταν ιδιοφυής ιδέα, λιμνάζοντα συναισθήματα). Η πόρτα όπως ανοίγει και μπαίνει το Φως θύμιζε κάστρο. Η χαρά της ζωής προσωποιήθηκε από το κοκκινοντυμένο δαιμονάκι. Τέλεια παράσταση από αισθητικής πλευράς, θα ήταν αν ο ηθοποιός που επωμίστηκε τον επώνυμο ρόλο δεν στρίγκλιζε με την υστερική φωνούλα του, αν δεν έπαιζε ΤΟΣΟ ρεαλιστικά, αντίθετα με όλους τους άλλους. Μα δεν άκουγε, δεν συντονιζόταν σε αυτή την πειραματική ορχήστρα εγχόρδων και κρουστών; Τόση σκηνική αλαζονεία λοιπόν κι έλλειψη αυτογνωσίας;
Κατά τα άλλα, η Ρένη Πιττακή ορθώς κινήθηκε στο ύψος του προβληματικού αλλά ξεκάθαρα δοσμένου ρόλου της με όλες τις μεταπτώσεις που της αναλογούσαν.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ, άξια για βραβείο υποκριτικής, η εύπλαστη κι επινοητική ΛΥΔΙΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, που κινήθηκε ανάμεσα σε μορφές, ημιτόνια και συνημίτονα, κυματομορφές κι εξάρσεις λάβας, με την διπλωματικότητα μιας πέστροφας.
Καταπληκτικός, ανυπέρβλητος, διονυσιακός ο “δεύτερος ρόλος” του αποτυχημένου ποιητή που έπλασε με μεγάλη μαεστρία, γνώση και βακχικό μπρίο ο Ιερώνυμος Καλετσάνος. Τι ηθοποιός!!! Μάθημα θεατρικής αγωγής, υπόδειγμα ήθους. Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, μόνον άνθρωποι που ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους κι επιμένουν να τα δίνουν όλα, να αντιμετωπίζουν την κάθε θεατρική στιγμή σα να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δηλώνω το άκρατο θαυμασμό μου και τον ειλικρινή σεβασμό σε ανθρώπους που δεν πρωταγωνιστούν ως ονόματα, χαράσσονται όμως ανεξίτηλα στη μνήμη των επαρκών θεατών και φωτίζουν από μέσα τα δραματικά πρόσωπα που καλούνται να υποδυθούν στη σκηνή. Εύγε και πάλι εύγε ΙΕΡΩΝΥΜΕ ΚΑΛΕΤΣΑΝΕ.
Φανταστικά, ανυπέρβλητα, παγκόσμια τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη.
Όσο για τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, άλλα παρέπεμπαν στον “Άρχοντα των δαχτυλιδιών”, άλλα σε εμπορικές ταινίες με μαφιόζους, άλλα στο Καρναβάλι της Βενετίας… Πάντως, κολλούσαν όλα με ένα περίεργο τρόπο μεταξύ τους.
Αριστουργηματική η διαχείριση του ήχου, που δεν ξέρω αν οφείλεται στον Θοδωρή Οικονόμου που υπογράφει τη μουσική, στον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, στην ιδιοφυΐα των περισσότερων ηθοποιών, ή σε όλα αυτά μαζί. Εν τέλει, είτε ήσουν τυφλός αλλά όχι και κωφός είτε κωφός αλλά όχι και τυφλός, πάλι υπήρχαν πολλά και ωραία να αποκωδικοποιήσεις σε αυτή την πραγματικά εμβληματική παράσταση, που προτείνω να χρηματοδοτηθεί και να κάνει τον γύρο του κόσμου ως υπόδειγμα πειραματικής πρότασης πάνω στον διαχρονικό Ίψεν.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι άνισος, όπως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι που δεν αντιγράφουν τους άλλους, αλλά κινδυνεύουν να λατρέψουν τον εαυτό τους ως μανιέρα. Κάποτε τα θεάματά του είναι απογοητευτικά για τον συνδημιουργικό θεατή, αλλά ποτέ ανεπαρκή. Ακόμα κι όταν αντιδράς έχεις κάτι να πεις.
Αυτή τη φορά επάξια κέρδισε – κατά την ταπεινή μου γνώμη – τον διεθνή τίτλο του μεγάλου σκηνοθέτη.