Μια φορά κι έναν καιρό, που δεν που δεν ήταν μήτε των πατεράδων μας ο καιρός, μήτε κι ο καιρός των παππούδων μας, μα ακόμα ούτε ο καιρός όλων αυτών που άκουσαν τούτη εδώ την ιστορία, ήταν στα μέρη της Ανατολής μια πολιτεία μακρινή.
Τούτη η πολιτεία ήταν ξακουστή σ’ όλον τον κόσμο, μα δεν ήταν μήτε τα παζάρια της μήτε τα χάνια κι οι καφενέδες της που έκαναν τον τόπο κείνο να ακουστεί στα πέρατα της γης. Λένε πως έξω από κείνη την πολιτεία ήταν ένα μοναστήρι. Όποιος ήθελε να βρεθεί κοντά στο Θεό και να τον γνωρίσει στεκόταν μπροστά στην πόρτα του και, σαν ετούτη άνοιγε, του άλλαζε η ζωή κι έβλεπε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια.
Έτσι λένε πως έγινε και με κείνον τον άνθρωπο.
Σαν πήρε τούτος τη μεγάλη απόφαση, βρέθηκε να στέκεται μπροστά στην πόρτα του μοναστηριού. Η πόρτα άνοιξε κι ο άντρας μπήκε μέσα. Κούρεψε το κεφάλι του κι απόμεινε αυτό δίχως μαλλί και το μυαλό του καθάρισε από τις έγνοιες της ζήσης των πολλών. Πέρασε μήνες και χρόνια μέσα στη σιωπή, κι οι μέρες του ξεκινούσαν και τέλειωναν με προσευχές. Μετρούσε ολημερίς τους κόμπους του σκοινιού-κομπολογιού του και μαζί με δαύτους τα λάθη που έκαμε μέχρι τότε.
Κι ήρθε η μέρα που αποφάσισε ν’ αφήσει το μοναστήρι, μα λένε πως δεν πήγε ξανά σιμά στους ανθρώπους. Με τα ρούχα του μοναχού σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο αψηλό, λίγο πιο έξω από κείνη την πολιτεία κι εκεί καθόταν στα κλαδιά του μέρα και νύχτα κι άλλο δεν έκανε παρά να μιλάει στα πουλιά και να συλλογιέται όπως κάνουν οι μοναχοί σε κείνον τον τόπο.
Τα πουλιά δεν τον σκιάζονταν παρά κάθονταν κοντά του, άλλες φορές κούρνιαζαν στα χέρια του, άλλες στους ώμους του, άλλες στο κεφάλι του. Οι άνθρωποι της πολιτείας κι οι περαστικοί, οι ταξιδιώτες το έβλεπαν τούτο κι άρχισαν σιγά-σιγά να κουβεντιάζουν γι’ αυτόν. Άλλοι τον κορόιδευαν κι άλλοι τον περιγελούσαν, άλλοι τον φώναζαν τρελό κι άλλοι τον πείραζαν, όπως κάνουν οι πολλοί σ’ εκείνους που τα χνώτα τους δεν ταιριάζουν με κανένα.
Κάποιος μια μέρα, έτσι όπως τον είδε σκεπασμένο απ’ τα πουλιά που κούρνιαζαν πάνω του, τον είπε «Πουλοφωλιά» και το όνομά του απλώθηκε σ’ όλη την πολιτεία. «Πάμε να δούμε τον Πουλοφωλιά!» φώναζαν μικροί μεγάλοι, αλλά όσο περνούσε ο καιρός κατάλαβαν πως κείνος ο μοναχός τρελός δεν ήταν. Άρχισαν να του μιλούν αλλιώτικα και μερικοί του ζήταγαν ορμήνιες.
Ο μοναχός τους άκουγε και απαντούσε όπως έπρεπε. Ο κόσμος τώρα τον φώναζε «ο σοφός Πουλοφωλιάς» κι άλλοι τον έλεγαν «ο μοναχός που του μιλούνε τα πουλιά!». Μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλοί έρχονταν να σταθούν κάτω από το δέντρο του «Πουλοφωλιά» και να ζητήσουν μια συμβουλή για όσα τους βασάνιζαν και τους στενοχωρούσαν.
Σαν το όνομά του ακούστηκε μετά από χρόνια μέχρι την πρωτεύουσα, ο μεγάλος κυβερνήτης πήρε την απόφαση να πάει να τον δει. Ξεκίνησε μαζί με κόσμο πολύ να τον ακολουθεί, άλλοι υπηρέτες, άλλοι στη δωδεκάδα των σοφών, άλλοι αξιωματούχοι και παρατρεχάμενοι, άλλοι στρατιώτες να τον προστατεύουν. Φτάνει στην μακρινή πολιτεία, του λένε για το δέντρο και πηγαίνει και στέκεται μαζί με την ακολουθία του κάτω από τα κλαδιά του.
Σηκώνει το κεφάλι, βλέπει τον «μοναχό που του μιλούνε τα πουλιά» και του φωνάζει: «Πουλοφωλιά! Είμαι ο μεγάλος άρχοντας τούτου δω του τόπου. Μέρες τώρα, βρίσκομαι στο δρόμο και ταξιδεύω για να έρθω να συναντήσω τη σοφία σου. Θέλω να μου δώσεις μια συμβουλή για να γίνω καλύτερος κυβερνήτης. Έχω στα χέρια μου δύναμη περισσή, ένας δικός μου λόγος χωρίζει τη ζωή από το θάνατο, έχω ακόμα πλούτη αμέτρητα που κανένας δε μπορεί να λογαριάσει, αλλά ο λαός μου δε με συμπαθεί καθόλου. Πώς μπορώ να κερδίσω το σέβας όλων αυτών που με υπηρετούν;»
Για λίγο απλώθηκε τριγύρω μια σιωπή. Κανένας δε μιλούσε από τη συνοδεία του μεγάλου άρχοντα. Ο μοναχός πάνω στο δέντρο απόμεινε για μια στιγμή δίχως να αποκριθεί κι όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν τις κουβέντες της ορμήνιας.
Όταν πήρε την απόφαση να μιλήσει λέει: «Η πιο σημαντική συμβουλή που μπορώ να σου δώσω για να γίνεις καλός κυβερνήτης κι όλοι να σου δείχνουν σέβας είναι πάντα να κάνεις το καλό. Μην κάνεις πράγματα κακά, μονάχα πάντα το καλό να κάνεις…»
Ο άρχοντας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Γελά και λέει: «Ακόμα κι να παιδί τεσσάρων χρόνων, το ξέρει τούτο που μου λες, Πουλοφωλιά! Μη μου πεις πως έκανα τόσο δρόμο, για ν’ ακούσω τέτοια συμβουλή! Άκου, λέει, να κάνεις πάντα το καλό, κακό ποτές σου να μην κάνεις!»
Ο μοναχός χαμογελάει και λέει: «Ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να ξέρει τη συμβουλή που ξεστόμισα, άρχοντα. Μα εσύ είσαι ογδόντα χρονών μεγάλος άνθρωπος που δεν μπορεί τούτο να το κάνει πράξη, κι ας το γνωρίζεις. Αυτή είναι η καλύτερη συμβουλή που μπορώ να σου χαρίσω…»