Το σχέδιο δούλεψε πέρυσι και συνταγή που πετυχαίνει δεν την αλλάζεις.
Τσάμπα φυσούσαμε και ξεφυσούσαμε όλο το χειμώνα, σκαρφαλώναμε πάνω στις τηλεοράσεις και στους υπολογιστές να μάθουμε τα νέα, επιστρατεύαμε όλες τις μαθηματικές μας γνώσεις και τα απομεινάρια της λογικής μας για να καταλάβουμε πόσο κρατάνε επιτέλους αυτές οι περιβόητες «κρίσιμες δύο εβδομάδες». Αφού οι λύσεις έρχονται από κει που δεν τις περιμένεις – στην κυριολεξία, γιατί όντως δεν ξέρουμε από πού θα μας έρθουν. Όταν μυριστούνε χρήμα, όλα λύνονται δια μαγείας. Ή για να το πω απλά, τουρισμού ένεκα, κορονοϊός τέλος.
Απαγορεύσεις σε μετακινήσεις, κλειστή εστίαση, sms, μάσκες και λοιπά καραντινικά κατάλοιπα είναι πλέον ξεπερασμένα. Ηχούν οι σάλπιγγες των τουριστών κι εμείς ανοίγουμε και τους περιμένουμε σαν καλοί και υγιείς βεβαίως βεβαίως, οικοδεσπότες. Τι κι αν επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα, αφού οι ΜΕΘ είναι τιγκαρισμένες, τα κρούσματα στα ύψη και οι θάνατοι κάθε μέρα εκεί να για να μας θυμίζουν πόσο φρικτά είναι τα πράγματα. Άμα θες να έχεις Παρθενώνα φίλε μου, ήλιο, θάλασσα, souvlaki και mouzaka πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες. Συνέπειες από όλα τα μήκη και τα πλάτη τού κόσμου, μαζεμένες σε παραλίες, ξενοδοχεία, παραθαλάσσια ταβερνάκια και τελικά πάνω στο σβέρκο σου τοποθετημένες γιατί από τον Σεπτέμβρη πάλι μεταξύ μας θα μείνουμε να μετράμε καραντίνες και απαγορεύσεις.
Τα πράγματα είναι απλά. Όλα είναι θέμα επιλογών. Και οι μέχρι τώρα επιλογές των αρμόδιων δεν έχουν φέρει και τα καλύτερα αποτελέσματα. Προφανώς δεν θα συμβεί αυτή τη φορά κάτι διαφορετικό, ειδικά όταν οι αριθμοί από πέρυσι πριν και μετά το άνοιγμα του τουρισμού, μιλάνε από μόνοι τους.
Την πρώτη φορά, αν θες να είσαι από τους καλοπροαίρετους, το λες και άγνοια, την δεύτερη το λες κλασική, επικίνδυνη μαλακία.